Θανάσης ΔιαμαντόπουλοςΤο λυκόφως της δημοκρατίας;
Ο κοινοβουλευτισμός της συγκυβέρνησης:
Θεσμικό υπόστρωμα, λειτουργικές ιδιαιτερότητες και είδη
Πρόλογοι Αλέκος Παπαδόπουλος, Παύλος Τσίμας.
Επίμετρο, σχόλια Νίκος Αλιβιζάτος.
Εκδόσεις Πατάκη, 2015,
σελ. 364, τιμή 17,90 ευρώ
Το καινούργιο βιβλίο του Θανάση Διαμαντόπουλου είναι μια κριτική προσέγγιση θεωριών και απόψεων σε συνέχεια των επιστημονικών αναζητήσεων του συγγραφέα με πολύ συγκεκριμένη αφορμή. Εκκινώντας από την παρατήρηση των συμβαινόντων στην Ελλάδα και στον ευρωπαϊκό χώρο όσον αφορά τον σχηματισμό κυβέρνησης, επεξηγεί, ταξινομεί και δημιουργεί νέα θεωρητικά μοντέλα περιπτώσεων και υποπεριπτώσεων του κοινοβουλευτισμού. Ο συγγραφέας ακολουθεί τη στιβαρή παράδοση της γαλλικής σχολής, ως γνήσιος μαθητής του δασκάλου του M. Duverger, που συνδυάζει το συνταγματικό δίκαιο με την πολιτική επιστήμη και τη σύγκριση των πολιτευμάτων. Κινείται έτσι με χαρακτηριστική ευχέρεια μεταξύ διακριτών επιστημονικών πεδίων που συνδέονται για να απαντήσουν στο πρωταρχικό ερώτημα που διατρέχει όλο το βιβλίο: Ποια είναι τα χαρακτηριστικά των δικομματικών ή πολυκομματικών κυβερνήσεων στο πολιτευματικό περιβάλλον του κοινοβουλευτισμού; Η απάντηση δίδεται σε δύο επίπεδα. Το πρώτο είναι η καταγραφή όλων των πιθανών αλλά και λιγότερο πιθανών εκδοχών συγκρότησης κυβέρνησης από περισσότερα κόμματα σε χώρες της Ευρώπης την τελευταία τριετία. Το δεύτερο είναι οι υποδόριες αμφισβητήσεις του συγγραφέα, στις οποίες εδράζεται και η σημασία του βιβλίου. Οι ταξινομήσεις των πολιτευματικών μορφών με παραδείγματα και πίνακες θα αποτελούσαν μια επιστημονική άσκηση από μόνη της χρήσιμη και αναγκαία. Για να μπορέσει δε κάποιος να οργανώσει κατά τον υποδειγματικό αυτόν τρόπο την αποτύπωση τόσων διαφορετικών περιπτώσεων σημαίνει ότι έχει βαθιά γνώση τόσο των πολιτικών συνθηκών σε πολλά ευρωπαϊκά κράτη όσο και των συνταγματικών τους ρυθμίσεων.
Ο συγγραφέας όμως έχει άλλον στόχο, που συνιστά εγχείρημα πολιτειολογικής γραφής. Δίπλα στο πρωταρχικό του ερώτημα εγείρεται ένα δεύτερο: Μήπως οι μορφές των συγκυβερνήσεων στην Ευρώπη οδηγούν στην απίσχναση της Δημοκρατίας; Ο Διαμαντόπουλος δεν πιστεύει στη νομοτελειακή αυτή αρνητική εξέλιξη. Οι πολλαπλές ταξινομήσεις των μορφών του συναινετικού κοινοβουλευτισμού σε συνδυασμό με το μοντέλο του πλειοψηφικού κοινοβουλευτισμού δεν έχουν σκοπό, θεωρώ, τη νοσταλγική ματιά προς τον ακλόνητο και, όπως ο ίδιος δηλώνει, ξεπερασμένο δικομματισμό. Ο συγγραφέας διαχωρίζει τις κλασικές μορφές συμμαχικών κυβερνήσεων, που αποτελούν εδώ και χρόνια τον κανόνα σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, από τις μορφές συγκυβέρνησης που ανακύπτουν από πολύ πρόσφατα κοινωνικά δεδομένα. Κριτήριο για τον σκεπτικισμό του ως προς τις ενδεχόμενες μορφές συμμαχικών κυβερνήσεων είναι οι νεοεμφανιζόμενες διαιρετικές τομές. Ειδικά για την Ελλάδα ο συγγραφέας αναφέρεται στη «διαιρετική τομή μεταξύ φιλομνημονιακών και αντιμνημονιακών πολιτικών δυνάμεων (προστέθηκε σε αυτήν, ενν.) που έταμε εγκάρσια την παραδοσιακή και στην Ελλάδα διαίρεση Δεξιάς – Αριστεράς ή κατ’ άλλη προσέγγιση Δεξιάς -Αντιδεξιάς». Η εξέλιξη της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ με Ανεξάρτητους Ελληνες, αδιανόητη στο παρελθόν, επιβεβαιώνει τις σκέψεις του συγγραφέα και δικαιώνει τις επιφυλάξεις του για τις μορφές συγκυβέρνησης. Οι διαιρετικές τομές για τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης φαίνεται ότι εμπλουτίζονται και με τα μείζονα ζητήματα που αφορούν την Ευρώπη υπό τη μορφή της Ευρωπαϊκής Ενωσης, τη μετανάστευση, την αντιμετώπιση των μουσουλμανικών κοινοτήτων, με αποτέλεσμα τη συγκυβέρνηση κομμάτων που εμφανίζουν χαρακτηριστικά τόσο αντιθετικά ώστε να οδηγούν σε αδυναμία λήψης αποφάσεων στις κρίσιμες πολιτικές επιλογές μέσα από συγκρούσεις που είναι εξ ορισμού ανεπίλυτες λόγω χαώδους ιδεολογικής απόκλισης των συμμετεχόντων στον κυβερνητικό συνασπισμό.
Οι κοινωνικές ανατροπές που επήλθαν από την οικονομική κρίση, η ανάπτυξη των εθνικών και τοπικών εθνικισμών, η επίταση των μεταναστευτικών ρευμάτων και του ριζοσπαστικού ισλαμιστικού κινήματος αλλάζουν τα δεδομένα των κλασικών μορφών συγκυβέρνησης κομμάτων με συγγενικό ιδεολογικό περιεχόμενο, όπως συνέβαινε π.χ. στις σκανδιναβικές χώρες και στη Γερμανία. Γι’ αυτό υποστηρίζει ο συγγραφέας ότι «το απρόβλεπτο, το ασταθές και το εναλλάξιμο των κυβερνητικών σχημάτων που προκύπτουν (στον κοινοβουλευτισμό των συγκυβερνήσεων ενν.) μπορούν να θεωρηθούν από μόνα τους στοιχεία που νοθεύουν την ουσία της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, η οποία συνίσταται στην επιλογή από τον λαό τόσο των φορέων της εξουσίας όσο και του πολιτικοϊδεολογικού υποστρώματος της κυβερνητικής πολιτικής». Η θέση αυτή καθίσταται ιδιαιτέρως σημαντική όταν καταλήγει ότι τέτοιου τύπου συγκυβερνήσεις οδηγούν σε μια δυσανάλογη αύξηση της επιρροής μικρών αλλά συμπαγών μειοψηφιών επί των πολιτικών εξελίξεων.
Η ανάδειξη συμμαχικών κυβερνήσεων στο μοντέλο του συναινετικού κοινοβουλευτισμού δεν συναρτάται με μια πολιτική πραγματικότητα όπου υπάρχει ύφεση των ιδεολογικών φορτίσεων και των κομματικών αντιπαραθέσεων. Αντιθέτως, η πολυδιάσπαση του κομματικού τοπίου σε πολλούς φορείς δημιουργεί τις προϋποθέσεις για όξυνση του προεκλογικού αγώνα, κυρίως μεταξύ κομμάτων συγγενικών ιδεολογικά. Η ανάγκη διαφοροποίησης από τον γειτονικό κομματικό χώρο συχνά οδηγεί σε προβολή του πλέον ακραίου και λαϊκιστικού λόγου. Ενώ η ανάγκη διακυβέρνησης από τη συμμαχική κυβέρνηση αποτελεί την προσγείωση στον πραγματικό κόσμο των συμβιβασμών. Με τον τρόπο αυτόν πυροδοτείται, σωστά το περιγράφει ο συγγραφέας, η μετεκλογική κυβερνητική όξυνση συνήθως στο εσωτερικό καθενός από τα κόμματα της συμμαχικής κυβέρνησης. Η αντιπαράθεση μεταξύ των εκπροσώπων της ιδεολογικής καθαρότητας και των εκπροσώπων της ρεαλιστικής ανάγκης διακυβέρνησης συνδυάζεται με τις γνωστές θυελλώδεις συγκρούσεις περί «αποστασίας» όταν παρατηρείται το φαινόμενο αποχώρησης βουλευτών από το κόμμα με το οποίο εξελέγησαν. Το έλλειμμα στην προγνωσιμότητα των κυβερνητικών σχημάτων που θα αναδειχθούν από τη λαϊκή ψήφο, η πιθανόν περιορισμένη ζωή των συγκυβερνήσεων, η ενδεχόμενη δυσχέρεια καταλογισμού πολιτικής ευθύνης στις επόμενες εκλογές ως αρνητικά στοιχεία του συναινετικού κοινοβουλευτισμού μπορούν να αναιρεθούν. Και είναι καθησυχαστική η πεποίθησή του ότι στις χώρες που έχουν παράδοση πολιτικού πολιτισμού, αξιακό υπόστρωμα στην άσκηση πολιτικής, πίστη στην ελευθερία και στη δημοκρατία, ώριμες κοινωνίες, αποτελεσματικά εκλογικά συστήματα, υγιείς οικονομικές βάσεις, το «λυκόφως της δημοκρατίας» δεν πρόκειται να έρθει από τον κοινοβουλευτισμό της συγκυβέρνησης.
Ο Διαμαντόπουλος ερμηνεύει την πολιτική ζωή μετατρέποντας το «χάος» της πραγματικότητας σε «τάξη» της επιστήμης. Στην ανάλυσή του ένα συμπέρασμα συνταγματικής υφής είναι χρήσιμο. Η ένταξη στο Σύνταγμα περιορισμών του νομοθέτη, δηλαδή της κοινοβουλευτικής/κυβερνητικής πλειοψηφίας, να θεσπίζει εκλογικό σύστημα ως θεσμική λύση για την αντιμετώπιση πολιτικών δυσλειτουργιών αποτελεί κάκιστη επιλογή.
Η ανάγνωση του βιβλίου είναι ευχάριστη και διδακτική μέσα από τη γνωστή εξαιρετική ροή λόγου του συγγραφέα, με νεολογισμούς και επεξηγήσεις, με περιγραφές και ανατροπές, με πάθος και αυτοαναίρεση.
Η κυρία Πηνελόπη Φουντεδάκη είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



