Το Βήμα – The Project Syndicate
Όταν η Βρετανία ανακοίνωσε πρόσφατα ότι συμφώνησε να γίνει ιδρυτικό μέλος στη νέα Ασιατική Τράπεζα Επενδύσεων και Υποδομών (ΑΙΙΒ) της οποίας ηγείται η Κίνα, τα πρωτοσέλιδα εστίασαν όχι στην ίδια την είδηση αλλά στην ένταση που δημιούργησε αυτή η απόφαση μεταξύ της Βρετανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο Λευκός Οίκος εξέδωσε μία ανακοίνωση καλώντας τη βρετανική κυβέρνηση να «χρησιμοποιήσει τη φωνή της για να πιέσει για την υιοθέτηση υψηλών στάνταρ». Και ένας ανώτατος αξιωματούχος της αμερικανικής κυβέρνησης φέρεται να είπε ότι η Βρετανία «διαρκώς διευκολύνει την Κίνα, κάτι που δεν είναι ο καλύτερος τρόπος για να συνδιαλλαγείς με μία ανερχόμενη δύναμη».
Στην πραγματικότητα είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες που ακολουθούν λάθος προσέγγιση. Στη Βρετανία, ο διπλωματικός καυγάς αποτέλεσε ευκαιρία για τον βρετανικό Τύπο να δημοσιοποιήσει την κριτική εκείνων που πιστεύουν ότι η κυβέρνηση πρέπει να υιοθετήσει μία πιο σκληρή στάση απέναντι στην κίνα. Για παράδειγμα λένε ότι η κυβέρνηση θα έπρεπε να είχε καταστήσει περισσότερο εμφανή την υποστήριξή της προς τις φιλοδημοκρατικές διαδηλώσεις στο Χονγκ Κονγκ τον περασμένο χρόνο και ότι δεν θα έπρεπε να είχε κρατήσει αποστάσεις από τον Δαλάι Λάμα (όπως φαίνεται να έκανε) στη διάρκεια της επίσκεψης του Ντέιβιντ Κάμερον στην Κίνα το 2013.
Η Βρετανία πρέπει να υπερασπιστεί τη θέση της αλλά δεν υπάρχει λόγος να έρθει σε αντιπαράθεση για τα εσωτερικά κινεζικά ζητήματα – ειδικά στην περίπτωση του Χονγκ Κονγκ. Θα ήταν επίσης σοφό οι ΗΠΑ να σταματήσουν να αντιστέκονται στο γεγονός ότι ο κόσμος αλλάζει. Το αμερικανικό Κογκρέσο δεν έχει ακόμη επικυρώσει μία συμφωνία του 2010 που παρέχει στην Κίνα και άλλες αναδυόμενες δυνάμεις μεγαλύτερη ισχύ στην Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Στο μεταξύ η οικονομία της Κίνας έχει σχεδόν διπλασιαστεί. Η διστακτικότητα της Αμερικής – και της Γαλλίας, της Γερμανίας και της Ιταλίας – να δώσουν στις αναδυόμενες δυνάμεις τη δέουσα φωνή στους διεθνείς οικονομικούς θεσμούς είναι αντιπαραγωγική.
Οδηγεί στη δημιουργία παράλληλων θεσμών όπως η AIIB και η Νέα Τράπεζα Ανάπτυξης που ιδρύθηκε το 2014 από τις χώρες BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα και Νότιος Αφρική). Η οικονομία της Κίνας είναι μεγαλύτερη από εκείνη της Γαλλίας, της Γερμανίας και της Ιταλίας σε συνδυασμό. Ακόμη και αν η ανάπτυξή της μειωθεί στο 7%, η χώρα θα έχει προσθέσει περίπου 700 δισ. δολάρια στο παγκόσμιο ΑΕΠ αυτό τον χρόνο. Η οικονομία της Ιαπωνίας θα πρέπει να αναπτυχθεί στο 14% για να έχει τόσο μεγάλη επίδραση στον κόσμο. Για οποιονδήποτε επιθυμεί να ασχοληθεί με το διεθνές εμπόριο είναι σημαντικό να αναγνωρίσει αυτά που θέλει η Κίνα.
Στην περίπτωση της Βρετανίας αυτό αφορά και τον χρηματοπιστωτικό τομέα (όπως και τα σπορ, τη μουσική, τη μόδα ίσως και την ιατρική περίθαλψη). Η Βρετανία συμπεριφέρεται απλά έξυπνα όταν υπηρετεί τα συμφέροντά της συνεργαζόμενη με την Κίνα. Ένα από τα λίγα θετικά αποτελέσματα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 2008 ήταν η ενίσχυση του παγκόσμιου ρόλου του G20. Το αρνητικό σε αυτό είναι ότι ο μεγάλος αριθμός συμμετεχόντων καθιστά πιο δύσκολη τη λήψη αποφάσεων και την εφαρμογή τους. Ένα νέο G7 πρέπει να δημιουργηθεί στο πλαίσιο του G20, προσφέροντας στην Κίνα έναν βαθμό επιρροής που θα αντανακλά το οικονομικό της βάρος.
Οι χώρες της ευρωζώνης, επιβεβαιώνοντας την δέσμευσή τους στο κοινό νόμισμα, θα πρέπει να συμφωνήσουν να εγκαταλείψουν τις επιμέρους έδρες τους για μία που θα αντιπροσωπεύει όλη τη νομισματική ένωση. Οι ΗΠΑ θα πρέπει να αποδεχθούν τον ενισχυμένο διεθνή ρόλο της Κίνας. Το Κογκρέσο θα πρέπει να επικυρώσει τη συμφωνία για τις αλλαγές στο ΔΝΤ και στην Παγκόσμια Τράπεζα. Ιδρύοντας την AIIB ΚΑΙ τη Νέα Τράπεζα Ανάπτυξης, η Κίνα και άλλες αναδυόμενες οικονομίες έδειξαν ότι δεν σκοπεύουν να περιμένουν άλλο για να ακουστεί η φωνή τους. Και αποφάσεις όπως αυτή της Βρετανίας – και της Γαλλίας, της Γερμανίας και της Ιταλίας – δείχνουν ότι δεν είναι μόνη.

* Ο Jim O’ Neill είναι πρώην πρόεδρος της Goldman Sachs Asset Management και επίτιμος καθηγητής Οικονομικών στο πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ.