«Φόβος πάντα, φόβος παντού» (Peur toujours, peur partout). Mε τέσσερις περιεκτικές λέξεις συνόψιζε ο ιστορικός Lucien Febvre την εμπειρία της ζωής στην Ευρώπη του 16ου αιώνα. Τότε που ένας νέος κόσμος ετοιμαζόταν να γεννηθεί. Ο φόβος συνδεόταν με το σκοτάδι που άρχιζε έξω από την πόρτα της καλύβας και σκέπαζε τον κόσμο έξω από τον φράκτη του αγροκτήματος. Σκοτάδι όπου κι αν κοιτάξεις και όλα μπορούσαν μέσα σε αυτό το σκοτάδι να συμβούν. Ουδείς γνώριζε τι θα συνέβαινε την επόμενη στιγμή. Η δυσβάσταχτη αβεβαιότητα ήταν ο μέγας τροφοδότης του φόβου.
Η πανουργία της Ιστορίας όμως επιμένει να μας εκπλήσσει και να ταράζει τα σύνορα του «εκεί-και-τότε» με το «εδώ-και-τώρα».
To 1952 στην κεντρική πλατεία του Ρότερνταμ, που είχε στη διάρκεια του πολέμου ανηλεώς βομβαρδισθεί, στήθηκε ένα διαταρακτικό άγαλμα. O δημιουργός του, ο γλύπτης Ossip Zadkine, το ονόμασε «Μνημείο για μια κατεστραμμένη πόλη». Ενας τραυματισμένος άνθρωπος που υψώνει τα χέρια προς τον ουρανό σε στάση σπαραγμού και επίκλησης. Το μπρούντζινο σώμα του είναι ακρωτηριασμένο. Από ψηλά στο στήθος ως τις γάμπες που συγκρατούν με αστάθεια το κορμί δεν υπάρχουν ούτε σάρκα ούτε οστά.
Μέσα από τη διάλυση του σώματος ο καλλιτέχνης θέλησε να εκφράσει την καταστροφή μιας πόλης, την απόγνωση μιας εποχής. Διαρροή στην καταστροφή όμως είναι τα σηκωμένα ψηλά χέρια, η ελπίδα δηλαδή για το αύριο που η ρημαγμένη από τη βαρβαρότητα του πολέμου Ευρώπη τολμούσε να αναζητήσει. Το καθηλωμένο, έτοιμο να πετάξει σώμα, το διττό της απόγνωσης με την ελπίδα ανάτασης του ακρωτηριασμένου σώματος με τα υψωμένα στον ουρανό χέρια-φτερά, καθιστά το γλυπτό συνταρακτικό.
Τούτες τις ημέρες μου ήλθε ξανά στον νου η δύναμη και η συμβολική που το άγαλμα αυτό αποπνέει. Συλλογιζόμουν πόσο ο κυρίαρχος φόβος είναι σήμερα ο εχθρός της ελπίδας. Σκέφτηκα ότι το άγαλμα αυτό θα μπορούσε σήμερα να στηθεί σε μια οποιαδήποτε πόλη της Ευρώπης, στη χώρα μας για παράδειγμα, αρκεί να απέπνεε τον σπαραγμό αλλά δίχως την επίκληση. Να ήταν π.χ. εγκατεστημένο μέσα σε ένα προστατευτικό πλέγμα, από διάφανο και ανθεκτικό πλεξιγκλάς. Το σώμα θα παρέμενε ακρωτηριασμένο, όμως τα χέρια και το βλέμμα θα έκαναν όλη τη διαφορά. Τα χέρια δεν θα ήσαν υψωμένα αλλά στο πλάι με πειθαρχία διπλωμένα. Το βλέμμα όχι στον ουρανό αλλά χάμω στη γη καρφωμένο. Ενα επιφυλακτικό, έμφοβο βλέμμα, ένα αδειασμένο από τον φόβο λευκό βλέμμα που δεν θα προσδοκούσε τίποτε άλλο πέρα από την επικύρωση της ψευδοασφάλειάς του. «Μνημείο για μια κατεστραμμένη ζωή» θα ονομαζόταν το νέο άγαλμα και ως υπότιτλο θα είχε χαραγμένη τη φράση «Το εγκώμιο του φόβου». Με σπαραγμό δίχως την επίκληση ο σπαραγμός αναδιπλασιάζεται.
Η εμπειρία του φόβου ενώνει με σκοτεινά δεσμά τους ανθρώπους. Στο όνομα του φόβου ο άνθρωπος συρρικνώνεται. Υψώνει τείχη ψευδοπροστασίας και αμπαρώνεται σε ένα κελί. Οτιδήποτε ξεφεύγει είναι επικίνδυνο. Στο όνομα του φόβου το «εγώ» αναγορεύεται σε υπέρτατη αξία και «ο άλλος» σε θανάσιμη απειλή.
Στο όνομα του φόβου οι αποχρώσεις χάνονται και ο κόσμος χωρίζεται σε απόλυτα καλά και απόλυτα κακά αντικείμενα.

Η μισαλλοδοξία και το μίσος κατακλύζουν τον ψυχισμό. Ο άνθρωπος καταστρέφει για να μην καταστραφεί.

Η «ελευθερία από τον φόβο» ήταν μία από τις τέσσερις καθοδηγητικές αρχές που ανήγγειλε ο Ρούζβελτ και θα στήριζαν οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοι στη σύγκρουση με το απόλυτο Κακό: τον φασισμό. Μαζί με την ελευθερία του λόγου, την ελευθερία της θρησκευτικής λατρείας και την ελευθερία από την ένδεια, η ελευθερία από τον φόβο ήλθε δυναμικά στο προσκήνιο ως ένα υπέρτατο ζητούμενο της δημοκρατίας.
Να θυμηθούμε ότι στην ιστορία της Δύσης για αιώνες κυριαρχούσαν οι «αυθόρμητοι φόβοι» των πλατιών στρωμάτων του πληθυσμού. Είναι οι φόβοι που αφορούσαν τη φύση, τη νύχτα, τους βρικόλακες, τα μάγια, τις φονικές επιδημίες, τους πολέμους, την πείνα κ.ά. Ο J. Delumeau αντιπαραθέτει στους «αυθόρμητους φόβους» τους «νοητικά επεξεργασμένους φόβους» των μορφωμένων στρωμάτων. Η δράση του Σατανά και των οργάνων του, όπως είναι οι μάγισσες, οι αιρετικοί, οι άπιστοι, οι ειδωλολάτρες υπάγονται σε αυτή τη δεύτερη κατηγορία των «κατασκευασμένων εκ των άνω φόβων». Απαραίτητοι οι φόβοι αυτοί για τη συντήρηση μιας δεδομένης τάξης πραγμάτων. Σε αυτή την πολύπαθη προεκλογική περίοδο διερωτάται κανείς αν έναν αντίστοιχο ρόλο δεν καλείται να διαδραματίσει η «μιαρή» και «επικίνδυνη για την πατρίδα» αντιπολίτευση.
Οι κατασκευασμένοι εκ των άνω φόβοι για όσους έχουν μια διαφορετική από τους ιθύνοντες άποψη για τη σωτηρία της χώρας μας έρχονται να μας θυμίσουν πως στο θέμα του φόβου και της εξουσίας όλα τριγύρω αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν.
Οταν ο Σαρτρ έλεγε «να φοβάσαι… να φοβάσαι, παιδί μου… έτσι μόνο θα γίνεις νομοταγής πολίτης», κάτι γνώριζε για τις χθόνιες λειτουργίες του φόβου.
Υποχείριο σε νοητικά επεξεργασμένους φόβους, ο εγκλωβισμένος άνθρωπος ποτέ δεν έπαψε να έχει αφέντη τον φόβο. Ο φόβος παραλύει τη σκέψη και παγώνει το συναίσθημα. Ο φόβος είναι μια φυλακή. Μέσα σε αυτή τη φυλακή «κανείς δεν θα σε περιμένει». Η υφαρπαγή της ελπίδας φτιάχνει μια κατά μόνας καταθλιπτική συνθήκη μη ζωής. Με το «μη μιλάς, υπάρχουν και χειρότερα» συντελείται η φυσικοποίηση της εξαθλίωσης, η αποδοχή του ελάχιστου ως τρόπου ζωής. Το παράδοξο όμως με τον φόβο είναι πως όσο πιο φοβισμένος νιώθεις, φροντίζοντας με κάθε τρόπο να κρατήσεις το ελάχιστο ως δίχτυ ασφαλείας, αφού «αυτή είναι πλέον η ζωή και άλλη δεν υπάρχει», τόσο πιο ανήμπορος και αβοήθητος γίνεσαι. Μόνος (προσωρινά!) κερδισμένος, εκείνος που εμπορεύεται τον φόβο εκείνου που φοβάται.
Κι όμως, σε πείσμα όλων των καιρών, ο άνθρωπος προσπαθεί να είναι το μόνο πλάσμα στη Γη που αρνείται να είναι αυτό που είναι. Σε πείσμα όλων των κυρίαρχων μηχανισμών δεν φαίνεται μέχρι στιγμής να έχει βρεθεί ένας αποτελεσματικός τρόπος για να ξεριζωθεί από το φαντασιακό των ανθρώπων η ιδέα ότι ένας καλύτερος κόσμος είναι εφικτός.
Η κυρία Φωτεινή Τσαλίκογλου είναι συγγραφέας, καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ