Αν κανείς δεν μπορεί, ούτε πρέπει, να διαγράψει τη μεταπολιτευτική κληρονομιά από την άποψη της δημοκρατίας, των ατομικών και συλλογικών ελευθεριών, της ανόδου του επιπέδου διαβίωσης, τελικά, του εκσυγχρονισμού και της φιλελευθεροποίησης των θεσμών, οφείλει, παρ’ όλα αυτά, ιδιαίτερα μετά την τελευταία τετραετία της πρωτοφανούς κρίσης, να αναρωτηθεί για την ποιότητα και την προοπτική αυτής της εμπειρίας.
Είναι προφανές ότι ο ιδρυτικός μύθος της Μεταπολίτευσης, η κυρίαρχη ιδεολογία της, η «κοινή λογική» της, η οποία θα μπορούσε να συνοψισθεί στο ότι όλα πρέπει να γίνονται προς όφελος «του λαού και του έθνους», ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για τη διαιώνιση των θεσμικών και πολιτικών στρεβλώσεων που οδήγησαν στη σημερινή κρίση. Η «κάθετη ένταξη των μαζών» στην πολιτική, με βασικό όχημα το πρωτο-μεταπολιτευτικό εθνικο-λαϊκιστικό ΠαΣοΚ, εμπόδισε την ανάδυση μιας προοδευτικής κοινωνίας των πολιτών, τροφοδότησε τον κορπορατισμό και τον κρατισμό και σφυρηλάτησε την εικόνα μιας εσωστρεφούς εθνικο-λαϊκής ταυτότητας της οποίας οι φορείς, αναλόγως της συγκυρίας, μεταμορφώνονταν από «θύματα» σε αντιστασιακούς «ήρωες». Η συμβολική αναπαράσταση του κοινωνικού δεσμού μέσα από μια αυτο-θυματοποιημένη και αντιστασιακή ταυτοχρόνως κοινότητα δέσμευσε την πρωτόβουλη δημιουργικότητα των ατόμων, ναρκοθέτησε την κοινωνική ευθύνη και «υποχρέωσε» τις πολιτικές ελίτ να γίνουν εξάρτημα της «κοινωνίας».
Το «πρόβλημα» με τη Μεταπολίτευση, συνεπώς, είναι πολιτικό και πολιτισμικό. Πολιτικό: μη αυτονομία της πολιτικής τάξης από τα κοινωνικά συμφέροντα, ομηρεία της πρώτης από τα δεύτερα. Πολιτισμικό: οι δομές παραγωγής νοήματος παρέμειναν ανέπαφες. Ο νοοτροπιακός εθνικο-λαϊκισμός (που θα μπορούσε να συνοψισθεί στον αυτο-εκθειασμό του «αντιστασιακού χαρακτήρα» της ελληνικής ιστορίας) ενισχύθηκε από τον πολιτικό εθνικο-λαϊκισμό, απέκτησε δικαίωμα λόγου στον δημόσιο χώρο, τον οργάνωσε, συντήρησε, συστηματοποίησε και επεξέτεινε τους ιδρυτικούς του μύθους, οργάνωσε τη συλλογική ζωή. Φυσικά, με το αζημίωτο, αφού αυτή η ιδεώδης αυτοεικόνα σιτιζόταν από ένα κράτος-αρωγό. Στην αρχή με το ΠαΣοΚ, ως τα μέσα της δεκαετίας του 1990, έπειτα με τη «μόλυνση» όλων λίγο-πολύ των πολιτικών δυνάμεων και κυρίως της ΝΔ και αργότερα, τα τελευταία τέσσερα μνημονιακά χρόνια, με τον ΣΥΡΙΖΑ, που, από πολλές απόψεις, αποτελεί μια επικαιροποιημένη υποσχετική της «Αριστεράς της Αριστεράς», όπως χαρακτήριζε ο Κ. Καραμανλής το πρωτο-μεταπολιτευτικό ΠαΣοΚ.
Σήμερα η χώρα ξαναβρίσκεται σε μετάβαση. Αλλά τίποτα δεν πεθαίνει εξ ολοκλήρου, το «παλιό» μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί μέσα από το «καινούργιο». Ενίοτε και να το καθοδηγεί. Αν πρέπει να στραφεί σε κάτι η προσοχή είναι ο κριτικός έλεγχος της πολιτικο-πολιτισμικής κληρονομιάς μας, η ανασημασιοδότησή της. Να επιτεθούμε στον εθνικο-λαϊκιστικό μύθο που ειδικά σήμερα αναπαράγει όλα τα φαντάσματα του παρελθόντος: στην αριστερή του εκδοχή εμπορεύεται την εθνικο-λαϊκή κυριαρχία και εκτρέπει θεμιτά αιτήματα ατομικής και συλλογικής αξιοπρέπειας σε κοινωνική μνησικακία και στην ακροδεξιά και εξτρεμιστική του διάσταση υποστασιοποιεί και ρατσιστικοποιεί την «εθνική ταυτότητα». Γιατί, παρά την τεράστια μεταξύ τους απόσταση, οι δύο αυτές στάσεις αρδεύουν από ένα κοινό πολιτισμικό κοίτασμα: την εργαλειοποιημένη μνήμη σε βάρος της ζωντανής ιστορίας. Διότι αυτό τελικά είναι το στοίχημα μιας νέας Μεταπολίτευσης: η Ιστορία να πάρει τα πρωτεία από μια κατασκευασμένη αντι-πολιτική μνήμη, από την κουλτούρα μιας «παράδοσης» αρχαϊκών ανενδοτισμών, αλλά και λίαν επικίνδυνων ρατσιστικών προβολών που είτε υπηρετούν βραχυπρόθεσμους στόχους εραστών της εξουσίας είτε διαγράφουν το απειλητικό περίγραμμα μιας σκοτεινής περιόδου.
Τα αποτελέσματα μιας πολύ πρόσφατης επιστημονικής έρευνας που διενήργησαν ερευνητές από το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας εικονογραφούν την ελληνική πολιτικο-πολιτισμική εξαίρεση. Ενδεικτικά, το 75% των πολιτών πιστεύει ότι η σημερινή οικονομική κρίση ήταν «προσχεδιασμένη από εξωθεσμικά κέντρα», το 68% ότι το φάρμακο για τον καρκίνο έχει βρεθεί αλλά για άγνωστους λόγους δεν δίνεται στους ασθενείς, το 60% ότι ο Κ. Σημίτης έχει «εβραϊκή καταγωγή», το 58% ότι η τρομοκρατική επίθεση στους Δίδυμους Πύργους ήταν έργο των ίδιων των ΗΠΑ κ.τ.λ. Δεν είναι μόνο αυτά καθαυτά τα αποτελέσματα μιας τέτοιας λαϊκιστικής, συνωμοσιολογικής και αντισημιτικής ταυτοχρόνως «κοινής λογικής» που εντυπωσιάζουν αρνητικά όσο η απουσία σήμερα αξιόπιστων πολιτικών και πολιτισμικών δομών ικανών να τα αντιμετωπίσουν, να αποδομήσουν αυτή την κυρίαρχη «κοινή λογική».
Η επανεπινόηση της εθνικής κοινότητας ως ανοιχτής κοινότητας πεπρωμένου, με φιλελεύθερους δημοκρατικούς δεσμούς αλληλεγγύης και αυτονομίας, με αμετάθετο δυτικό και ευρωπαϊκό προσανατολισμό, περνά μέσα από τη ριζοσπαστική κριτική της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας. Οχι την απόρριψή της, όπως θα ήθελαν οι σκοτεινοί εχθροί της, αλλά μέσα από την άρνηση των ιδεολογικών στερεοτύπων της. Μια άλλη «κοινή λογική» είναι εφικτή, εντός της πραγματικής ιστορίας, ενάντια στην ιδεολογική παραμόρφωση μιας πολύπλοκης πραγματικότητας.
Ο κ. Ανδρέας Πανταζόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο ΑΠΘ.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ