Τους τελευταίους μήνες το τηλέφωνό του χτυπούσε συνεχώς. Η συνεργασία του με τον Αλεξάντερ Πέιν στην ταινία «Νεμπράσκα» του χάρισε μια υποψηφιότητα για Οσκαρ. Οπως είναι φυσικό, στην Ελλάδα ενεργοποιήθηκαν τα αντανακλαστικά. Αλλωστε, ο Φαίδων Παπαμιχαήλ δεν είναι ένας μακρινός ομογενής με ελληνικό επίθετο, ο οποίος πέρα από «μουζάκα» δεν μιλάει λέξη ελληνικά. Επισκέπτεται τη χώρα μας, γυρίζει διαφημιστικά, πηγαίνει στο χωριό του στο Λεωνίδιο, έχει άποψη για τον Γιώργο Λάνθιμο.

Γιος του Φαίδωνα Παπαμιχαήλ του πρεσβυτέρου, σκηνογράφου του Τζον Κασσαβέτη, γεννήθηκε στην Ελλάδα και μεγάλωσε με τη μητέρα του στη Γερμανία. Τα καλοκαίρια επισκεπτόταν τον πατέρα του στην Αμερική, όπου έκανε περάσματα από τα πλατό του Κασσαβέτη. Δεκατριών χρόνων ήταν παρών στη σκηνή του στριπτιζάδικου στην ταινία «Ο θάνατος ενός κινέζου μπουκμέικερ». Οι χορεύτριες τον περικύκλωσαν και του ζήτησαν να κάτσει στα πόδια τους.

Η Εβδομη Τέχνη όμως δεν ήταν εξαρχής αυτοσκοπός. Ξεκίνησε από τη φωτογραφία και έτσι ο έφηβος που αγαπούσε τον Αντονιόνι, τον Φελίνι και τον Κουροσάβα, το παιδί που έκανε μικρά φιλμάκια με μια κάμερα 8 mm, μπήκε στον χώρο του αμερικανικού κινηματογράφου όταν ανέλαβε να γυρίσει την ταινία μιας φίλης του. Η μία δουλειά έφερε την άλλη και ο Φαίδων Παπαμιχαήλ σήμερα θεωρείται ένας από τους πιο καταξιωμένους διευθυντές φωτογραφίας του Χόλιγουντ.

Λίγες ημέρες μετά την απονομή των βραβείων μιλήσαμε τηλεφωνικά μαζί του από το γραφείο του στο Λος Αντζελες. Η κουβέντα φυσικά άρχισε από τον περιβόητο θείο Οσκαρ.

– Πώς ήταν η εμπειρία της υποψηφιότητας στα Οσκαρ;
«Ηταν συναρπαστική. Πάντα ελπίζεις. Εχω κάνει πάνω από 40 ταινίες και ήμουν κοντά στο να είμαι υποψήφιος αρκετές φορές. Πάντως δεν συνειδητοποιείς πόσο σπουδαίο γεγονός είναι μέχρι να συμβεί. Ξαφνικά όλος ο κόσμος ασχολείται μαζί σου. Εννοώ ότι οι άνθρωποι με ξέρουν και ξέρουν ότι έχω δουλέψει σε καλές ταινίες, αλλά όταν ανακοινώνονται οι υποψηφιότητες το τηλέφωνο δεν σταματά να χτυπά. Εχω κάνει εκατοντάδες συνεντεύξεις, συνεντεύξεις Τύπου, πήγα σε σχολές κινηματογράφου να κάνω σεμινάρια. Ηταν μια πολυάσχολη χρόνια σε σχέση με τα βραβεία γενικότερα. Οταν έρχεται η ώρα των Οσκαρ είσαι κάπως εξαντλημένος, χαρούμενος που τελειώνει όλο αυτό.Και ήξερα ότι δεν θα νικούσα από την αρχή. Η ταινία “Gravity”θα κυριαρχούσε στα τεχνικά βραβεία».

– Δεν σας ενοχλεί όμως που χάσατε από μια ταινία που βασίζεται περισσότερο σε οπτικά εφέ; «Το ξέρω. Γίνονται πολλές συζητήσεις για αυτό. Κάποιοι λένε ότι πρέπει να δημιουργηθεί μια νέα κατηγορία. Υποστηρίζουν ότι, αν δεν μπορείς να πας στην τοποθεσία όπου γυρίστηκε η ταινία, δεν θα πρέπει να τιμάσαι με βραβείο διεύθυνσης φωτογραφίας. Ο νικητής, όμως, οΕμανουέλ Λουμπέτσκι, είναι ένας μεγάλοςδιευθυντής φωτογραφίας. Ηταν υποψήφιος έξι φορές. Είναι πολύπλοκο το θέμα γενικά. Μου είχαν στείλει, ας πούμε, το σενάριο από την ταινία “Η ζωή του Πι”. Ρώτησα: “Πού γυρίζεται;”. Ηταν στην Ταϊβάν, ένα ενυδρείο μπροστά σε μια μπλε οθόνη με ένα αγόρι πάνω σε ένα σκάφος. Ολα τα άλλα ήταν φτιαγμένα στο κομπιούτερ: o τίγρης, τα ψάρια, ο ουρανός, τα σύννεφα. Δεν ήθελα να το κάνω. Προέρχομαι από τον χώρο της φωτογραφίας, μου αρέσει η χρήση του φωτός, να είμαι σε αληθινές τοποθεσίες, δεν μου αρέσουν οι δουλειές σε πλατό».

– Η «Νεμπράσκα» ήταν η τρίτη συνεργασία σας με τον Πέιν. Πώς είναι η σχέση σας μαζί του; «Είμαστε πολύ κοντά, σαν αδέλφια. Υπάρχουν σίγουρα και διαφορές στα γούστα μας, αλλά έπειτα από τρεις ταινίες μάθαμε να αλληλοσυμπληρωνόμαστε. Είμαστε χαρούμενοι που κάναμε τη “Νεμπράσκα” σε ασπρόμαυρο. Ξέρετε, η ταινία παραλίγο να μη γίνει γιατί το στούντιο είχε φρικάρει με αυτή την απαίτηση του ασπρόμαυρου. Οταν τελείωσε τους άρεσε τελικά. Ο Αλεξάντερ έχει γενικά πλάκα. Είναι υπερήφανος για την ελληνική καταγωγή του. Πήγε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και γύρισε λέγοντας: “Θέλω πολύ να κάνω μια ταινία στην Ελλάδα”. Μιλάμε για μια πραγματική ελληνική ταινία, με ελληνικό θέμα, ελληνικό καστ. Είναι σίγουρα ένα όνειρο που έχουμε. Δεν νομίζω ότι θα είναι η επόμενη δουλειά του. Τώρα ετοιμάζει κάτι άλλο, αλλά είπε ότι θα το κάνει μετά από αυτό. Μακάρι να γίνει. Στη δουλειά μας είναι δύσκολο να κάνεις προβλέψεις».

– Αλήθεια, για τη νέα γενιά ελλήνων δημιουργών τι πιστεύετε; «Την πιστεύω πάρα πολύ. Εχουμε στο Λος Αντζελες ένα φεστιβάλ ελληνικών ταινιών και μαθαίνουμε τι συμβαίνει. Είναι μια νέα φωνή. Ημόνη μου ανησυχία είναι ότι τώρα, μετά την επιτυχία του “Κυνόδοντα”, όλοι κινούνται στο ίδιο στυλ. Αυτόν τον στυλιζαρισμένο τρόπο ομιλίας, να μιλάνε σαν ρομπότ. Είναι κάπως σαν μόδα, αν και δεν τον κάνουν οι πάντες».

– Εχετε συνεργαστεί και με τον Τζορτζ Κλούνεϊ και μάλιστα στην τελευταία ταινία του «Μνημείων άνδρες». Πώς είναι ως συνεργάτης; «Εμπειρος και γνώστης. Βρίσκεται στην κινηματογραφική βιομηχανία εδώ και καιρό. Καταλαβαίνει πώς γίνεται μια ταινία. Θέλει να κάνει μόνο αυτό που χρειάζεται, δεν υπάρχουν πειραματισμοί, επειδή είναι ηθοποιός ξέρει επακριβώς τις ερμηνείες που χρειάζεται. Κάνουμε λίγες λήψεις. Πολύ συχνά μόνο μία. Είναι και πλακατζής, όπως ξέρετε».

– Σχετικά με τις δηλώσεις του για την επιστροφή των Γλυπτών τι πιστεύετε; «Δεν είναι και η Μελίνα. Ξέρω ότι οι έλληνες δημοσιογράφοι τον ρώτησαν αν νομίζει πως πρέπει να επιστραφούν. Αυτός στο πλαίσιο μιας ταινίας για την κλεμμένη τέχνη είπε “ναι”. Την επόμενη ημέρα δέχθηκα ένα γράμμα από το υπουργείο Πολιτισμού και του το προώθησα. Νομίζω ότι δεν κατάλαβε τη σπουδαιότητα της δήλωσής του. Είμαι σίγουρος βέβαια ότι πιστεύει πως δεν υπάρχει λόγος τα Γλυπτά να μην επιστρέψουν. Το επιχείρημα ότι δεν υπάρχουν οι εγκαταστάσεις να τα εκθέσουμε και να τα προστατεύσουμε δεν ισχύει. Δεν ξέρω αν η δήλωσή του θα κάνει τη διαφορά, μήπως και συνειδητοποιήσουν κάποια μέρα ότι δεν τους ανήκουν».

– Πώς είναι να δουλεύει κανείς με τον Ράσελ Κρόου, τον Τομ Κρουζ και την Κάμερον Ντίαζ; Οι αστέρες του Χόλιγουντ είναι δύσκολοι χαρακτήρες; «Είναι άνθρωποι που εργάζονται σκληρά, πειθαρχημένοι, αφοσιωμένοι. Πολλοί μένουν μόνο στο γκλάμουρ της υπόθεσης. Ο Τομ Κρουζ όμως είναι ο πρώτος που έρχεται στο πλατό και ο τελευταίος που φεύγει. Ο Χοακίν Φίνιξ στην ταινία “Walk the Line” σχετικά με τη ζωή του τραγουδιστή Τζόνι Κας έδωσε μια εκπληκτική ερμηνεία ενώ δεν τραγουδούσε, δεν έπαιζε όργανο. Αυτό το κλίμα σε εμπνέει και σε κάνει να θέλεις και εσύ να βάλεις τα δυνατά σου. Σχεδόν ποτέ δεν είχα κακή εμπειρία. Ολοι σέβονται το συνεργείο. Πρέπει βέβαια να πιστεύουν ότι τους προσέχεις, δεν θέλουν να τους δυσκολεύεις τη ζωή. Να κρατάς τα πράγματα απλά».

– Πέρα από διευθυντής φωτογραφίας, έχετε δουλέψει και ως σκηνοθέτης. Τι σας ενδιαφέρει τελικά περισσότερο; «Μου αρέσει η διεύθυνση φωτογραφίας όταν είναι πετυχημένη. Δενείμαι απογοητευμένος διευθυντής φωτογραφίας που θέλει να σκηνοθετήσει. Θέλω να σκηνοθετήσω αλλά όχι ταινίες που κανένας δεν θα δει. Κάποτε έλεγα “ΟΚ, θα σκηνοθετήσω”. Το σενάριο μπορεί να μην είναι τέλειο, αλλά θα βρούμε μια καλή τοποθεσία και ούτω καθ’ εξής. Είχε πλάκα, αλλά δεν θέλω να το κάνω πλέον. Την επόμενη φορά που θα σκηνοθετήσω θέλω να νιώθω ότι έχω περισσότερο έλεγχο, ότι το υλικό μου είναι καλύτερο. Να είμαι σίγουρος ότι πρόκειται για μια ταινία που θα πάρει διανομή. Είναι σκληρό να δουλεύεις και να επενδύεις τα χρόνια της ζωής σουσε πρότζεκτ που δεν θα δει κανείς. Πολλές από τις ταινίες μου δεν προβλήθηκαν γιατί ήταν μικρές παραγωγές, δεν είχαν αστέρες. Είναι μετρημένες οι περιπτώσεις που μια μικρή ταινία ανακαλύπτεται εκτός φεστιβάλ».

– Πώς φαντάζεστε τον εαυτό σας σε 20 χρόνια από σήμερα; «Στην Ελλάδα. Να περνάω πολλές ώρες στη θάλασσα. Δεν είμαι σίγουρος σε ποιο μέρος της Ελλάδας, αλλά έχω ένα κομμάτι γης στο Λεωνίδιο, θέλω να χτίσω ένα ωραίο σπίτι. Μου αρέσει να ταξιδεύω. Εχω μικρά παιδιά, δύο δίδυμα, ένα αγόρι και ένα κορίτσι,τον Μανώλη και τη Νίνα. Δεν θέλω να πάρω σύνταξη, θέλω να δουλεύω όσο μου το επιτρέπουν οι δυνάμεις μου. Θα δουλεύω βέβαια λίγο λιγότερο, θα ταξιδεύω περισσότερο, θα ψαρεύω, θα ξεκινήσω ξανά να ζωγραφίζω. Ολο αυτό το βλέπω να συμβαίνει στην Ελλάδα. Δεν θέλω να γεράσω στην Αμερική».

*Δημοσιεύθηκε στο ΒΗΜΑmen Απριλίου 2014