Η Χάνα και ο Μαρκ γνωρίζονται στη Νέα Υόρκη. Εναν χρόνο αργότερα, είναι παντρεμένοι και ζουν στο υπέροχο διαμέρισμα του Μαρκ στο Δυτικό Λονδίνο. Είναι ένας ανέφελος γάμος, ώσπου μια μέρα ο Μαρκ δεν επιστρέφει στο σπίτι από ένα επαγγελματικό ταξίδι. Μέσα σε λίγες ώρες η ζωή της Χάνα ανατρέπεται, τα σεντόνια στο υπέρδιπλο κρεβάτι παύουν να μυρίζουν λεβάντα, ο άνδρας της αποδεικνύεται ένας ψεύτης και εκμεταλλευτής (άλλως ειπείν ένα «βρωμερό καθοίκι»), ο οποίος τόσο καιρό ζούσε μια δεύτερη ζωή γεμάτη σκοτεινά μυστικά. Σας φαίνεται απελπιστικά κοινότοπη η ιστορία; Την έχετε ακούσει σε αναρίθμητες παραλλαγές; Θεωρείτε ότι ένας πεπειραμένος σύμβουλος γάμου θα έπληττε τόσο ακούγοντάς την που θα αυτοπυρπολείτο; Καλώς ορίσατε στον κόσμο του «marriage thriller»(θρίλερ γάμου)!
Κάθε γάμος μπορεί να κρύβει μέσα του ένα θρίλερ. Αυτό το χονδροειδέστατο αξίωμα ζωής έσπευσε να εκμεταλλευθεί ένα νέο λογοτεχνικό είδος που σαρώνει και τις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Η φόρμουλα ενός «θρίλερ γάμου» (όπως άλλωστε και ενός γάμου… θρίλερ) είναι απλή: ένα love story από την ανάποδη. Ξεκινάει από το απόλυτο happy end (το γαμήλιο μυστήριο) και οδεύει αντιστρόφως προς την ολοσχερή καταστροφή της πιο οικείας σχέσης μεταξύ δύο ανθρώπων (που δεν τους δένει δεσμός αίματος). Γραμμένο βέβαια από (παντρεμένες) γυναίκες για (παντρεμένες) γυναίκες, συγκαταλέγεται στην κατηγορία «chic noir». Πρώτη διδάξασα η Τζίλιαν Φλιν με «Το κορίτσι που εξαφανίστηκε» («Gone Girl») –όταν κυκλοφόρησε το 2012 έμεινε οκτώ εβδομάδες στη λίστα των μπεστ σέλερ των «New York Times». Πολλές έσπευσαν να τη μιμηθούν, κυρίως για να βάλουν στην τσέπη το τσεκ κάποιου εκδοτικού οίκου (όπως είχαν κάνει παλαιότερα με την Ελεν Φίλντινγκ και το «Ημερολόγιο της Μπίτζετ Τζόουνς»).
Μία εξ αυτών, η Βρετανή Λούσι Γουάιτχαους (η ιστορία με τη Χάνα και τον Μαρκ είναι μια βιαστική σύνοψη του μυθιστορήματός της «Before We Met») αποπειράθηκε εσχάτως να εξηγήσει σε άρθρο της στον «Guardian» προς τι αυτό το παλιρροϊκό κύμα ενδιαφέροντος για το συγκεκριμένο είδος ψυχολογικού θρίλερ. Ο πρώτος λόγος είναι ότι για πρώτη φορά στην Ιστορία οι γυναίκες μπαίνουν σε έναν γάμο σε πολύ μεγαλύτερη ηλικία και έχοντας πλέον πολλά να χάσουν: «…Τις καριέρες μας και την οικονομική, και όχι μόνο, ανεξαρτησία μας. Ακόμη και την αίσθηση του ποιες είμαστε». Ως εκ τούτου, στην περίπτωση που το εμπόρευμα αποδειχθεί… ελαττωματικό, διακυβεύονται περισσότερα.
Ομως ο κύριος λόγος για τη Γουάιτχαους είναι ο εξής: «Ζούμε στην εποχή της απόλυτης έκθεσης… Και όμως, παρότι σήμερα αισθανόμαστε όλο και πιο ελεύθεροι να μοιραστούμε προσωπικά δεδομένα, για τους περισσότερους απαγορεύεται ακόμη η αποκάλυψη μυστικών που αφορούν τον γάμο τους: αν είναι καλός, για λόγους… συζυγικής αφοσίωσης, αν είναι κακός, από αμηχανία και ντροπή. Ο γάμος συνδιαλέγεται με τα δύο πράγματα που πιο συχνά αποσιωπούνται, το σεξ και το χρήμα, και κανείς, εκτός από τους δύο εμπλεκομένους, δεν γνωρίζει ποτέ την απόλυτη αλήθεια. Πιστέψτε με, για έναν συγγραφέα ψυχολογικού σασπένς μιλάμε για ακαταμάχητο υλικό!». Θυμίζω ότι η απόλυτη τηλεοπτική σειρά «Βreaking Bad» (10,3 εκατομμύρια Αμερικανοί είδαν το τελευταίο επεισόδιο) ήταν, μεταξύ άλλων, χτισμένη επάνω σε αυτό το ζοφερό σύμπαν για δύο. Οταν το μυστικό του Γουόλτ και της Σκάιλερ αποκαλύφθηκε σε τρίτους, οι δυο τους ήταν πια ανίκανοι να το αντέξουν.
Το «γαμήλιο θρίλερ» μπορεί να είναι απλώς άλλη μια μόδα στα ράφια των μπεστ σέλερ (όπως άλλωστε και το επίσης τελευταίας εσοδείας «monster porn», ερωτική λογοτεχνία με σεξουαλικά ακόρεστους εξωγήινους, αχαλίνωτα φυτά κ.ο.κ.). Ομως είναι σαφές ότι αυτός ο υπέρμετρα κρυψίνους θεσμός (ο γάμος) συνεχίζει να σαγηνεύει (τουλάχιστον τους απέξω). Φανταστείτε πως παρακολουθείτε λαθραία ένα παντρεμένο, εδώ και 35 χρόνια, ζευγάρι ενώ δειπνεί στο αγαπημένο του ρεστοράν. Δεν χρειάζεται να μιλούν. Είναι όλα αυτά τα κρυπτογραφημένα βλέμματα, τα αγγίγματα, το ελαφρύ σφίξιμο των χειλιών, ο τρόπος με τον οποίο εκείνος θα ζητήσει τον λογαριασμό, η στιγμή που εκείνη θα επιλέξει να εναποθέσει το κουταλάκι του γλυκού στο πιάτο. Εχετε κατά βάθος πλήρη επίγνωση ότι μέσα σε αυτό το εξαιρετικά βαρετό (για να χρησιμοποιήσουμε την κινηματογραφική γλώσσα) κάδρο, κάπου, δεν μπορεί, κρύβεται ένα κουζινομάχαιρο.

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 1 Μαρτίου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ