Πλήγμα στις προοπτικές ανάκαμψης της χώρας προκαλεί η κωλυσιεργία της τρόικας στην ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των τραπεζικών stress tests. Για ακόμα μια φορά, το πολύπλοκο σχήμα (ΕΕ, ΔΝΤ, ΕΚΤ και DG Comp) που αποφασίζει για την τύχη των ελληνικών τραπεζών εμφανίζεται να έχει διαφορετικές απόψεις ως προς τα κεφάλαια που θα χρειαστούν την προσεχή τριετία, ενώ δεν φαίνεται να βιάζεται, καθώς η λύση για τις τράπεζες αποτελεί μέρος του ευρύτερου παζλ για το χρηματοδοτικό κενό του προγράμματος μέχρι το τέλος του 2016. Με τη στάση τους αυτή όμως οι πιστωτές όχι μόνο δεν αφήνουν τις τράπεζες να παίξουν τον ρόλο τους στη χρηματοδότηση της οικονομίας, αλλά επιπλέον μπλοκάρουν την είσοδο στρατηγικού επενδυτή στη Eurobank.
Τα νούμερα της BlackRock


Σύμφωνα με καλά πληροφορημένες πηγές και όπως αφήνει να εννοηθεί η διοίκηση της τράπεζας, επενδυτικά κεφάλαια ύψους 2 δισ. ευρώ έχουν εκφράσει την πρόθεσή τους να τοποθετηθούν στον ελληνικό χρηματοπιστωτικό όμιλο. Πρόκειται για σημαντικού ύψους κεφάλαια που στην παρούσα φάση θα μπορούσαν να αποτελέσουν ψήφο εμπιστοσύνης προς την ελληνική οικονομία, βελτιώνοντας τις προοπτικές ανάκαμψης που διαμορφώνονται μετά την πρόοδο που έχει καταγραφεί στα δημόσια οικονομικά και ενισχύοντας το θετικό κλίμα για επενδύσεις σε ελληνικές αξίες, όπως αυτό αποτυπώνεται στην άνοδο των τιμών των ελληνικών ομολόγων.
Ενώ λοιπόν η BlackRock έχει παραδώσει στην Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) το πόρισμά της από τα τέλη Νοεμβρίου, δεν έχει ακόμα υπολογιστεί το ύψος των κεφαλαίων που θα χρειαστούν οι τράπεζες για να καλύψουν ενδεχόμενες ζημιές οι οποίες θα προκύψουν από τα «κόκκινα» δάνεια την τριετία 2014-16. Οπως εξήγησε ο διοικητής της ΤτΕ κ. Γ. Προβόπουλος, μιλώντας στη Διαρκή Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής την περασμένη εβδομάδα, «οι αριθμοί της BlackRock δεν μετατρέπονται αυτομάτως σε ποσά κεφαλαιακών αναγκών, χρειάζεται μια διαδικασία η οποία δεν ολοκληρώθηκε» καθώς «η τρόικα δεν ήταν ώριμη στο τέλος Δεκεμβρίου».
Ανάλογα με το ύψος του ποσού που θα προκύψει από τα stress tests και το αν η κάθε τράπεζα είναι σε θέση να το αντλήσει από την αγορά ή όχι, θα διαμορφωθεί η συμμετοχή του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ), το οποίο διαθέτει, σύμφωνα με την ΤτΕ, ένα περίσσευμα της τάξεως των 9 δισ. ευρώ.
Παρελκυστική τακτική


Μέρος το ποσού αυτού η κυβέρνηση θέλει να το χρησιμοποιήσει για να καλύψει το χρηματοδοτικό κενό του προγράμματος ώς το τέλος του 2016. Ομως η τρόικα δεν βλέπει με καλό μάτι το ενδεχόμενο αυτό και ακολουθεί παρελκυστική τακτική στη σύνταξη του λογαριασμού για τις τράπεζες. Ενώ αρχικά οι εκπρόσωποί της εμφανίζονταν θετικοί στη επιλογή του πιο ευνοϊκού και αισιόδοξου σεναρίου για την εξέλιξη της οικονομίας και των «κόκκινων» δανείων, στην πορεία πληροφορίες τούς εμφανίζουν να προσανατολίζονται σε αυστηρότερα σενάρια, γεγονός που σημαίνει περισσότερα κεφάλαια για τις τράπεζες. Ασφαλείς πληροφορίες αναφέρουν ότι δεν έχουν όλα τα μέλη της τρόικας την ίδια άποψη. ΔΝΤ και ΕΚΤ εμφανίζονται αυστηρότεροι από την ΕΕ. Σε κάθε περίπτωση, οι εκπρόσωποι της τρόικας διαμηνύουν ότι τα λεφτά του ΤΧΣ θα πρέπει να μείνουν ανέγγιχτα ώστε να υπάρχει ένα «μαξιλάρι» εάν τα πράγματα εξελιχθούν δυσμενέστερα απ’ ό,τι προβλέπεται.
Οι πιέσεις και οι έλεγχοι


Σύμφωνα με κοινοτικές πηγές, η στάση της τρόικας εξυπηρετεί τα σχέδια του Βερολίνου και των Βρυξελλών να οδηγήσουν τη χώρα στην υπογραφή νέας δανειακής σύμβασης για την κάλυψη του χρηματοδοτικού κενού και του χρέους ώστε να παραταθεί ο έλεγχος και μετά τη λήξη του Μνημονίου.
Στο πλαίσιο αυτό, η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των stress tests συνδέεται με νέο γύρο διαπραγμάτευσης με τους εκπροσώπους της τρόικας όταν επιστρέψουν στην Αθήνα μετά το επόμενο Eurogroup τις 27ης Ιανουαρίου.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, εκτιμάται ότι οι νέες αυξήσεις κεφαλαίου των ελληνικών τραπεζών θα μπορούσαν να καλυφθούν πλήρως από ιδιώτες επενδυτές, χωρίς τη χρήση των κεφαλαίων του ΤΧΣ. Ειδικότερα για την Eurobank η διαδικασία της αύξησης μετοχικού κεφαλαίου κατά περίπου 2 δισ. ευρώ, όπως ανακοινώθηκε από το ΤΧΣ, μετατίθεται για ένα μικρό χρονικό διάστημα, μέχρι να ανακοινωθούν τα αποτελέσματα των stress tests και ψηφιστεί ο νέος νόμος για τις τράπεζες. Ετσι, αναμένεται να υλοποιηθεί περί τα τέλη Μαρτίου – αρχές Απριλίου. Στο μεσοδιάστημα, η ΤτΕ βεβαιώνει ότι η Eurobank δεν θα αντιμετωπίζει προβλήματα κεφαλαιακής επάρκειας μετά την αναγνώριση του συνόλου του αναβαλλόμενου φόρου στα εποπτικά της κεφάλαια.
Οι επενδυτές και οι αντιδράσεις


Βεβαίως, γεννάται το ερώτημα αν θα διατηρηθεί έως τότε το επενδυτικό ενδιαφέρον. Πηγές προσκείμενες στη διοίκηση της τράπεζας εκφράζουν την πεποίθηση ότι το ενδιαφέρον έχει «στρατηγικό χαρακτήρα» και ως εκ τούτου «αν δεν υπάρξουν σημαντικές εξελίξεις που θα ανατρέψουν τα σημερινά δεδομένα, η αύξηση δεν θα επηρεαστεί».
Ωστόσο από τον ΣΥΡΙΖΑ, όπως έγινε την Παρασκευή στη Βουλή από τον κ. Αλ. Τσίπρα, διατυπώνεται η άποψη ότι η πώληση μετοχών της Eurobank σε τιμές αγοράς θα προκαλέσει ζημία στο Δημόσιο. Ομως κάτι τέτοιο δεν ισχύει, καθώς το ΤΧΣ δεν πρόκειται να πουλήσει μετοχές και ως εκ τούτου δεν πρόκειται να καταγράψει καμία ζημία. Διότι η είσοδος των επενδυτών προβλέπεται να γίνει με αύξηση κεφαλαίου. Αντιθέτως, ενισχύονται οι προοπτικές να πάρει πίσω το Δημόσιο τα κεφάλαια που έχει διαθέσει, καθώς μετά την ανακεφαλαιοποίηση η τράπεζα θα έχει επανέλθει στον ιδιωτικό τομέα, οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας θα έχουν βελτιωθεί και παράλληλα θα έχει αυξηθεί η ελεύθερη διασπορά των μετοχών της από το περίπου 5% που είναι σήμερα.
Υστερα λοιπόν από μια αύξηση κεφαλαίου της Eurobank κατά περίπου 2 δισ. ευρώ, το ποσοστό του ΤΧΣ θα μειωθεί στα επίπεδα περίπου του 50%. Για να μπορέσει το Δημόσιο να πάρει πίσω τα 6,5 δισ. ευρώ που έχει επενδύσει, θα πρέπει να πωλήσει τη συμμετοχή του σε συνολική κεφαλαιοποίηση της τράπεζας πάνω από 13 δισ. ευρώ. Με δεδομένο ότι μετά την αύξηση η καθαρή θέση της θα διαμορφωθεί σε περίπου 6 δισ. ευρώ, το ΤΧΣ θα μπορέσει να ανακτήσει το σύνολο των κεφαλαίων και να πραγματοποιήσει κέρδος αν η χρηματιστηριακή αξία της τράπεζας διαμορφωθεί σε περίπου δύο φορές την καθαρή της θέση. Πράγμα το οποίο είναι πιθανό να συμβεί αν αναλογιστεί κανείς ότι η Εθνική Τράπεζα διαπραγματεύεται σήμερα πάνω από δύο φορές την καθαρή της θέση και πριν από την κρίση οι ελληνικές τράπεζες διαπραγματεύονταν 2,5 – 3 φορές την καθαρή τους θέση. Αντίθετα, το Δημόσιο θα ζημιωθεί στην περίπτωση που δεν πραγματοποιηθεί η αύξηση κεφαλαίου. Κάτι τέτοιο θα εκληφθεί ως αδυναμία και ως έλλειψη εμπιστοσύνης προς την τράπεζα και την ελληνική οικονομία και θα μειώσει την τιμή της μετοχής.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ