«Να συνεχίσω να κοιτάζω γύρω μου –περισσότερο όμως -, να παρατηρώ όχι μόνο τον εαυτό μου αλλά και τους άλλους και τα πάντα -, να τα δέχομαι για αυτό που είναι». «Πρέπει να καταβάλω μεγάλη προσπάθεια να “δουλέψω” τα σημερινά προβλήματα και τις φοβίες που έχουν προκύψει από το παρελθόν μου –κάνοντας πολύ πολύ πολύ μεγαλύτερη προσπάθεια στην ψυχανάλυσή μου. Και να είμαι εκεί πάντα στην ώρα μου –καμία δικαιολογία να αργώ». «Να προσπαθήσω να διασκεδάζω όποτε μπορώ… Ετσι και αλλιώς, θα είμαι αρκετά δυστυχισμένη». Αυτά έγραφε, μεταξύ άλλων, η 29χρονη Μέριλιν Μονρόε στη «θρυλική» δερματόδετη ατζέντα της τον χειμώνα του 1955 (σήμερα μπορεί κανείς να τα βρει μαζί με διάφορα άλλα «θραύσματα» ζωής της πιο εύθραυστης ξανθιάς του Χόλιγουντ στο βιβλίο «Fragments: Poems, Intimate Notes, Letters» που κυκλοφόρησε το 2010). Δεσμεύσεις για το μέλλον που λίγα χρόνια αργότερα πνίγηκαν σε ένα μπουκαλάκι βαρβιτουρικά.
Οπως έγραφαν πριν από καιρό οι «New York Times», όλες αυτές οι λίστες με τις αποφάσεις-αυτοδεσμεύσεις για την καινούργια χρονιά (οι λεγόμενες «New Year’s resolutions») είναι ό,τι πιο αισιόδοξο και ταυτόχρονα ό,τι πιο κυνικό μπορείς να επιβάλεις στον εαυτό σου. Πρωτίστως, διότι η υπόσχεση ότι αυτή τη φορά, ναι, θα αλλάξεις, μπορεί μεν να εκπηγάζει από την ασίγαστη πίστη στην ανθρώπινη αυτοβελτίωση (π.χ. «Εφέτος θα τα χάσω τα 15 κιλά» ή «Εφέτος θα προσπαθήσω να στρεσάρομαι λιγότερο στη δουλειά»), αλλά η «συσκευασία» που χρησιμοποιείς, η νοητική δηλαδή λίστα με όλα εκείνα που θα αλλάξεις, είναι τόσο τυραννική και εμπεριέχει τόσο σκεπτικισμό ως προς την αίσια έκβαση του εγχειρήματος, που συχνά οδηγεί στην αποτυχία («Ok, και 11 κιλά να καταφέρω να χάσω, μια χαρά θα είμαι» ή «Θα προσπαθήσω τουλάχιστον να μη στρεσάρομαι τόσο ώστε να φτάνω να έχω ιλίγγους και ταχυπαλμίες»).
Οι λίστες του νέου έτους είναι όπως οι άλλες, οι εξίσου φρούδες, που απαντά κανείς σε βιβλία, εγχειρίδια και εορταστικά τεύχη εντύπων ανά τον πλανήτη. Πόσα επεισόδια του «Breaking Bad» πρέπει να έχεις δει προτού πεθάνεις, 100 πράγματα που πρέπει να κάνεις προτού γεράσεις, 100 πράγματα που πρέπει να κάνεις προτού κλείσεις τα 16, 100 βιβλία που πρέπει να έχεις διαβάσει μέχρι να εκπνεύσει το 2013, 500 πράγματα που πρέπει να φας πριν να είναι πολύ αργά (και τα καλύτερα μέρη να τα φας), 150 θεατρικές παραστάσεις που πρέπει να έχεις δει για να μη θεωρούν όλοι ότι είσαι ένα αυτάρεσκο «σκουλήκι» που ζει μόνο μέσα από τα posts του στο Facebook.
Τον περασμένο Οκτώβριο ο Ρίτσαρντ Οσμαν έγραφε στον «Guardian» ότι αυτή η σύγχρονη εμμονή με τις λίστες αγγίζει τα όρια της παθολογίας. Και αυτό που δεν συνυπολογίζεται είναι η καθημερινή, φθοροποιός ζωή ανάμεσα στις… λίστες. «Ο μέσος άνθρωπος ζει 701.844 ώρες. Από αυτές, 233.600 ώρες θα κοιμάσαι (περισσότερες αν είσαι φαν του κρίκετ). Θα δουλεύεις 74.060 ώρες (λιγότερες αν είσαι ο Γιουσέιν Μπολτ) και θα περιμένεις τα παιδιά σου να κάνουν γρήγορα και να φορέσουν επιτέλους τα παπούτσια τους 11.850 ώρες». Ακόμη και όλα τα επεισόδια του «Breaking Bad» που σου λένε ότι πρέπει να δεις είναι πολύτιμος χρόνος: 61 ώρες, ήτοι το 0,000667% της υπόλοιπης ζωής σου.
Εντάξει, είναι σχεδόν «βιολογική ανάγκη να αποζητάς τον καλύτερό σου εαυτό κάθε 1η Ιανουαρίου, αλλά και μια γενετική ανικανότητα να τον αποκτήσεις». Αν ανήκεις στον μέσο όρο, δεν είσαι δηλαδή καλός στο να κάνεις τις λίστες σου «πραγματικότητα» (είναι παρηγορητικό, πάντως, το γεγονός ότι το 55% των Αμερικανών σήμερα δεν μπαίνουν καν στον κόπο να τις συντάξουν), μπορεί πάντα να αφήσεις την αλλαγή να έρθει μόνη της. Σιωπηρά, χωρίς μεγαλοστομίες και φανφάρες. Οπως έγραφε το 1960 η αμερικανίδα θεατρική συγγραφέας Λίλιαν Χέλμαν (στα «Παιχνίδια στη σοφίτα»): «Οι άνθρωποι αλλάζουν και ξεχνούν να το πουν ο ένας στον άλλον».
*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2013
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



