Σταθερά στο 0,25% αναμένουν τα επιτόκια του ευρώ οι οικονομολόγοι των μεγάλων επενδυτικών τραπεζών για το 2014, μια χρονιά κατά την οποία μπορεί η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ να διακόψει σταδιακά τις αγορές ομολόγων που πραγματοποιεί. Αντιθέτως η Τράπεζα της Ιαπωνίας και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, που βρίσκονται αντιμέτωπες με το φάσμα του αποπληθωρισμού, ενδέχεται να προβούν σε περαιτέρω μέτρα χαλάρωσης.
Με δεδομένο το υψηλό ποσοστό ανεργίας (12,1%) και τον πτωτικό πληθωρισμό, το επίπεδο της οικονομικής δραστηριότητας στην περιοχή είναι σημαντικά χαμηλότερο από τον μακροπρόθεσμο μέσο όρο. Συνεπώς η μείωση του επιτοκίου της ΕΚΤ στις αρχές του Νοεμβρίου (από 0,5% σε 0,25%) ήταν ευπρόσδεκτη. Ο Μάριο Ντράγκι, ο πρόεδρος της ΕΚΤ, ταυτίζει χρονικά τη μείωση των επιτοκίων με τη συγκυρία της μείωσης του πληθωρισμού.
Ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη πέφτει και το μεγάλο ερώτημα τώρα είναι κατά πόσον αυτή η απόφαση της ΕΚΤ θα έχει αρκετά μεγάλη επίδραση ώστε να ανεβάσει τον πληθωρισμό από λιγότερο του 1% σήμερα κοντά στον στόχο της για 2%. Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα εναπόκειται στις αγορές συναλλάγματος. Το αδύναμο ευρώ είναι σύμφωνα με ορισμένους αναλυτές το καλύτερο όπλο κατά του αποπληθωρισμού, καθώς μπορεί να τονώσει τη ζήτηση, που θα καταστήσει πολιτικά και οικονομικά εφικτή τη δημοσιονομική προσαρμογή.
Η Deutsche Bank προβλέπει ότι η ισοτιμία ευρώ / δολαρίου θα υποχωρήσει στο 1,15 στο τέλος του 2014, ενώ διολίσθηση του ευρώ στο 1,24 ως προς το δολάριο «βλέπει» το επόμενο 12μηνο και η Credit Suisse.
Καθώς η επεκτατική νομισματική πολιτική γενικά δεν ήταν αποτελεσματική για την τόνωση της οικονομικής ανάπτυξης, η ΕΚΤ αναμένεται να διατηρήσει τα επιτόκια σε πολύ χαμηλά επίπεδα για αρκετά ακόμη χρόνια, εκτίμησε και ο David Kelly, Chief Global Strategist της JP Morgan Funds.
Η ΕΚΤ, όπως παρατηρούσε η JP Morgan Asset Management, από τη στιγμή που δημιουργήθηκε, αποτυπώνει την πάλη μέσα στην ίδια την Ευρωπαϊκή Ενωση, καθώς τα συμφέροντα των εύπορων χωρών του πυρήνα με τα «σκληρά νομίσματα», ιδίως δε της Γερμανίας, κατά κανόνα θεωρούνται αντίθετα με τα συμφέροντα των οικονομικά και δημοσιονομικά ασθενέστερων κρατών της περιφέρειας.
Αυτή η πάλη ήταν ένας από τους λόγους που η ΕΚΤ δεν μπόρεσε να αντιδράσει αποτελεσματικά στην ευρωπαϊκή κρίση χρέους που ξέσπασε στα τέλη του 2009. Οι πολύ ασθενείς οικονομίες, τα υψηλά επίπεδα χρέους και τα μεγάλα ελλείμματα των χωρών της περιφέρειας συνδυαστικά οδήγησαν τις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων στα ύψη, καθώς οι επενδυτές αμφέβαλλαν αν οι κυβερνήσεις τους θα ήταν ποτέ σε θέση να πληρώσουν. Επιπλέον, οι ευρωπαϊκές εμπορικές τράπεζες είχαν στα χαρτοφυλάκιά τους σημαντικές ποσότητες αυτών των ομολόγων, με αποτέλεσμα η μαζική εκποίηση των κρατικών ομολόγων να εξασθενίσει ακόμη περισσότερο τους ισολογισμούς των τραπεζών, οι οποίοι ήταν ήδη βεβαρημένοι με μη εξυπηρετούμενα δάνεια του ιδιωτικού τομέα. Η τραπεζική κρίση, εν συνεχεία, περιόρισε τον δανεισμό υπονομεύοντας την οικονομική ανάπτυξη στο πλαίσιο ενός πραγματικά φαύλου κύκλου.
Σε εκείνη τη φάση ο καλύτερος τρόπος διαχείρισης του προβλήματος διαμορφώθηκε γύρω από τρεις συνιστώσες: (1) η ΕΚΤ θα αναλάμβανε ουσιαστικά ρόλο εγγυητή για τα ομόλογα των χωρών της περιφέρειας, δεσμευόμενη να αγοράσει απεριόριστες ποσότητες, αν αυτό ήταν αναγκαίο, (2) οι χώρες του πυρήνα θα διέθεταν αμέσως κεφάλαια στις χώρες της περιφέρειας προκειμένου οι οικονομίες τους να ανακάμψουν χωρίς βραχυπρόθεσμα δρακόντεια μέτρα λιτότητας, και (3) οι χώρες της περιφέρειας, με τη σειρά τους, θα δεσμεύονταν να εφαρμόσουν ένα λεπτομερές μακροπρόθεσμο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων σε επίπεδο δαπανών και φορολόγησης, ενώ η ΕΚΤ θα δεσμευόταν να συγκρατήσει το κρατικό χρέος τους μόνο εφόσον τηρούσαν αυτό το πρόγραμμα.
Η ΕΚΤ κατάφερε να καθησυχάσει τις αγορές κρατικών ομολόγων με την εφαρμογή δύο εκτενέστατων προγραμμάτων μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (LTRO), που παρείχαν στις ευρωπαϊκές τράπεζες φθηνή μακροπρόθεσμη πίστωση, και του προγράμματος Οριστικών Νομισματικών Συναλλαγών (ΟΜΤ), με το οποίο η ΕΚΤ δεσμεύθηκε να προστατέψει την αγορά κρατικών ομολόγων υπό την προϋπόθεση ότι οι χώρες θα τηρούσαν τα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής.
Σήμερα η ΕΚΤ κατάφερε να σταθεροποιήσει το χρηματοοικονομικό σύστημα, χωρίς όμως να δώσει ώθηση στον δανεισμό, την ώρα που προβληματίζεται για τον αποπληθωρισμό και τις επιπτώσεις του στη δυναμική του χρέους. Από την άλλη πλευρά ο κίνδυνος ενδέχεται να αυξηθεί λόγω των πολιτικών πιέσεων προς την ΕΚΤ προκειμένου να διατηρήσει τη χαλαρή νομισματική πολιτική ακόμη και όταν αρχίσει ο πληθωρισμός να κινείται ανοδικά.
Δημοσιεύτηκε στο HeliosPlus στις 17 Δεκεμβρίου 2013
HeliosPlus



