«Μεγάλωσα σε ένα φιόρδ με θέα μόνο τη θάλασσα. Η πιο σημαντική εμπειρία της ζωής μου ήταν όταν στα επτά μου χρόνια γλίστρησα και έκοψα την αρτηρία στον καρπό μου πάνω σε ένα σπασμένο μπουκάλι. Ημουν σίγουρος ότι θα πέθαινα. Καθώς με πήγαιναν στον γιατρό κοίταξα πίσω και ήμουν σίγουρος ότι το σπίτι και το τοπίο, που ήταν βουτηγμένα σε ένα παράξενο φως, δεν θα τα ξανάβλεπα πια. Ημουν όμως τελείως ήρεμος και δεν φοβόμουν καθόλου. Δεν θέλω να ερμηνεύσω πάρα πολλά, ενδεχομένως όλα μπορούν να εξηγηθούν τελείως διαφορετικά, αλλά είδα κάτι που δεν θέλω να κατονομάσω. Με είδα απ’ έξω. Τόσο κοντά βρισκόμουν στον θάνατο. Αυτή η προοπτική, αυτή η απόσταση, όταν σήμερα την αναλογίζομαι, ξέρω πως από εκείνη τη στιγμή ήμουν συγγραφέας»: ο νορβηγός θεατρικός συγγραφέας και ποιητής Γιον Φόσε, στα 54 του χρόνια σήμερα, δεν μοιάζει να απέχει πολύ από εκείνη την καθοριστική στιγμή της ζωής του. Λες και από τότε άνοιξε για εκείνον μια μυστική πύλη και ήξερε ότι στα χρόνια που θα ακολουθούσαν θα τον ενδιέφερε περισσότερο η μεταφυσική και όχι η ψυχολογική υπόσταση των ηρώων του.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Γιάννης Χουβαρδάς επιλέγει να ανεβάσει έργο του Φόσε. Είχε προηγηθεί το «Τόσο όμορφα» προ δεκαετίας στο θέατρο Αμόρε. Και τώρα σειρά έχουν οι «Παραλλαγές θανάτου» που ανεβαίνουν στις 12 Δεκεμβρίου στο θέατρο Πορεία. Πολυαναμενόμενες για τρεις βασικούς λόγους: πρόκειται για την πρώτη σκηνοθεσία του Γιάννη Χουβαρδά μετά την αποχώρησή του από τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού. Διαθέτει έναν θίασο-dream team, που απαρτίζεται από τους πρωταγωνιστές των δύο καλύτερων παραστάσεων της περυσινής σεζόν, «Γκόλφω» και «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα»: Λυδία Φωτοπούλου, Νίκος Καραθάνος, Μαρία Πρωτόπαππα, Χρήστος Λούλης, μαζί με την Αλκηστη Πουλοπούλου και τον Γιάννο Περλέγκα. Και ο Γιον Φόσε είναι ένας από τους πιο διαισθητικούς και σημαντικούς σκανδιναβούς συγγραφείς. Η κουβέντα που είχαμε μαζί του απλά μας το επιβεβαίωσε.
Η ζωή δεν εξηγείται


Το έργο είναι γραμμένο με μικρές ελλειπτικές προτάσεις, οι οποίες είτε διακόπτονται είτε συμπληρώνονται από τους άλλους ήρωες. Εχουμε να κάνουμε με ένα νεαρό ζευγάρι που αρχίζει τη ζωή του γεμάτο ελπίδα, την ωριμότερη ηλικιακά εκδοχή του, όταν όλα έχουν συνθλιβεί, την κόρη του ζευγαριού που νιώθει ότι δεν ανήκει σ’ αυτόν τον κόσμο και τον Φίλο της, που θα μπορούσε να είναι και ο Θάνατος μεταμφιεσμένος σε έναν πολύ γοητευτικό άνδρα.
Το κορίτσι επιλέγει να φύγει από τη ζωή ενώ δεν έχει κάποιο ορατό πρόβλημα. Οι γονείς της τη λατρεύουν και της επιτρέπουν να είναι ο εαυτός της. Σε αντιδιαστολή με πολλά σκανδιναβικά και εσχάτως ελληνικά κινηματογραφικά σενάρια που θεωρούν την αιμομιξία και άλλα αποτρόπαια οικογενειακά μυστικά μονόδρομο στη δραματουργία, ο Φόσε πιστεύει ότι η ανθρώπινη ψυχή είναι σκοτεινή από μόνη της, χωρίς να χρειάζεται κανέναν προφανή λόγο: «Πώς είναι δυνατόν να ψάχνεις σε όλα μια λογική εξήγηση από τη στιγμή που η ίδια η ζωή αποτελεί το μεγαλύτερο μυστήριο; Είναι χαρακτηριστικό όταν κάποιος κάνει φόνο και όλοι αναζητούν κίνητρο, λες και πρόκειται για αστυνομική νουβέλα. Δεν έχουν όμως όλα μια εξήγηση. Οι καλλιτέχνες το ξέρουν καλά. Αν όχι, δεν είναι καλλιτέχνες».
Θρησκεία και αλκοόλ


Οσο για το περίφημο κύμα του «αλλόκοτου ελληνικού σινεμά» που έχει ερμηνευθεί διεθνώς ως αποτέλεσμα της κακής ψυχολογίας που έφερε μαζί της η οικονομική κρίση: «Το καταλαβαίνω απόλυτα. Η τέχνη έχει να κάνει περισσότερο με τον πόνο παρά με την ευχαρίστηση που σου προκαλεί η ζωή. Για πολλά χρόνια η Ιρλανδία και η Νορβηγία ήταν οι φτωχότερες χώρες της Ευρώπης, αυτό όμως δεν τις εμπόδισε, μάλλον τις ενέπνευσε κιόλας, να έχουν ισχυρή λογοτεχνική και μουσική παράδοση. Και για να είμαστε απόλυτα ειλικρινείς, εκτός από καλοί στη λογοτεχνία και στη μουσική, είμαστε πολύ δυνατοί και στη θρησκοληψία και στον αλκοολισμό. Η μελαγχολία δεν είναι το χειρότερο μέρος στον κόσμο. Ποτέ δεν μου άρεσε να χορεύω. Και όπως λένε στην πατρίδα μου: οι μουσικοί δεν χορεύουν ποτέ!».
Μιλάει για τους ήρωες των έργων του με τρυφερότητα και κατανόηση: «Ολοι έχουν τον παιδικό φόβο της εγκατάλειψης. Αυτή είναι η εικόνα: ένα μωρό ολομόναχο στον κόσμο. Ενσωματωμένο βίαια. Η ανασφάλειά τους είναι πάντα και η δική μου. Δεν παίρνω το μέρος κανενός, δεν λέω “αυτός έχει δίκιο”, “αυτός έχει άδικο”, δεν κάνω κριτική. Ολοι έχουν ελαττώματα και όλοι έχουν κατά βάθος δίκιο». Του αρέσει να παρατηρεί: «Η ζωή έχει μια ορατή και μια αόρατη πλευρά. Η ικανότητά μου να παρατηρώ το αόρατο είναι πιο ανεπτυγμένη από το κανονικό. Αν είσαι συγγραφέας, θεωρείται ταλέντο, αν είσαι κάτι άλλο, διαστροφή».
Το πάθος σκοτώνει ή πεθαίνει


Ερχονται φορές που αυτή η εμμονική παρατήρηση τον εμποδίζει να ζει; «Για μένα λειτουργεί αντίστροφα: μου είναι πιο εύκολο να ζω αντιμετωπίζοντας τη ζωή σαν θέατρο –άλλωστε αυτό δεν είναι;». Στο έργο του το ερωτικό πάθος οδηγεί στον θάνατο. Ο ίδιος όμως δεν θεωρεί ότι όλοι οι μεγάλοι έρωτες πρέπει να έχουν τραγικό φινάλε: «Η καθημερινότητα και η κανονικότητα αφαιρούν το πάθος από ένα ζευγάρι και καλά κάνουν! Η ζωή είναι πολύ καλύτερη όταν αρχίζει να διαλύεται το μαύρο σκοτάδι του πάθους. Νομίζω ότι οι άνθρωποι σε όλον τον κόσμο έχουν ανάγκη μια ορισμένη απόσταση μεταξύ τους. Ολοι βέβαια θέλουν να είναι μαζί με κάποιον, παράλληλα όμως να έχουν και τον δικό τους ελεύθερο χώρο».
Σε έναν κόσμο που αποκτά όλο και μεγαλύτερη ροπή στην κατάθλιψη θεωρεί ότι «το θέατρο και η λογοτεχνία κάνουν καλύτερη δουλειά από τους περισσότερους ψυχολόγους. Εχουν σώσει τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων και θα συνεχίσουν να το κάνουν».

Γιατί έχω ξεχωρίσει τον Γιάννη Χουβαρδά
Με το θέατρο έχει σχέση αγάπης και μίσους και έρχονται στιγμές που εύχεται να μην είχε εκδώσει τίποτα: «Συχνά πηγαίνω σε παραστάσεις και φεύγω στο διάλειμμα. Το θέατρο έχει κάτι το κλειστοφοβικό: κάθεσαι στη μέση μιας σειράς, άγνωστος μεταξύ αγνώστων σε έναν σκοτεινό, κλειστό χώρο και πρέπει να είσαι τελείως ήσυχος, σχεδόν ακίνητος. Αυτή την ατμόσφαιρα μεταφέρω εντελώς ασυνείδητα στην ατμόσφαιρα των έργων μου».
Τον ενοχλεί επίσης «όλος αυτός ο θόρυβος που κάνουν οι άνθρωποι του θεάτρου οι οποίοι νομίζουν ότι πρέπει να εφευρίσκουν κάθε τρεις και λίγο μια καινοτομία για να θεωρηθούν σημαντικοί. Στο θέατρο πρέπει πρωτίστως να ακούς. Οχι να ξεκουφαίνεσαι από πυροτεχνήματα που σκάνε μπροστά σου για να καλύψουν το κενό. Γι’ αυτό έχω ξεχωρίσει τον Γιάννη Χουβαρδά. Είναι τρομερός ακροατής, σκηνοθέτης με έντονη μουσικότητα που καταφέρνει να τη μετουσιώσει σε θεατρικές συνθήκες. Η δουλειά του στο “Τόσο όμορφα” ήταν εξαιρετική και πιστεύω ότι κάτι αντίστοιχο θα συμβεί και στις “Παραλλαγές θανάτου”».

πότε & πού:
«Παραλλαγές θανάτου». Θέατρο Πορεία, Τρικόρφων 3-5, τηλ. 210 8210.991. Από 12/12

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ