Την ώρα που μια δυτική επέμβαση στη Συρία μοιάζει μάλλον αναπόφευκτη και που Αμερικανοί και Βρετανοί αναζητούν μετά μανίας τα στοιχεία που θα τη στηρίζουν, είναι σχεδόν αδύνατον να μη γίνουν συγκρίσεις με όσα εκτυλίχθηκαν μία δεκαετία πριν, τον Μάρτιο του 2013 στο Ιράκ. Πολλά από τα δεδομένα που ίσχυαν τότε είναι παρόντα και σήμερα, μένει όμως να φανεί αν οι βασικοί παίκτες έμαθαν το πικρό μάθημα που τους παρείχε το Ιράκ ή όχι.
Οι ομοιότητες είναι χαρακτηριστικές, τόσο που θα μπορούσε να σκεφθεί κανείς ότι έχουμε τον αμερικανό πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα, τον βρετανό πρωθυπουργό Ντέιβιντ Κάμερον και τον σύρο πρόεδρο Μπασάρ αλ Ασαντ στις θέσεις των Τζορτζ Μπους, Τόνι Μπλερ και Σαντάμ Χουσεΐν. Οι επιθεωρητές του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών προσπαθούν να αποφανθούν αν πράγματι έγινε χρήση χημικών όπλων και από ποια πλευρά, την ώρα που οι υπηρεσίες πληροφοριών σταχυολογούν αποδείξεις, ένα αυταρχικό καθεστώς αρνείται τα πάντα και υπάρχει έντονο διεθνές πολιτικό παρασκήνιο για να βρεθούν υποστηρικτές του ενδεχομένου στρατιωτικής επέμβασης.
Παράλληλα σημειώνονται και δύο σημαντικές διαφορές. Αυτή τη φορά φαίνεται να έχει πράγματι γίνει χρήση όπλων μαζικής καταστροφής, σε αντίθεση με το Ιράκ, που τα σχετικά υποτιθέμενα όπλα αποτέλεσαν αιτία μιας στρατιωτικής επέμβασης και αποδείχθηκαν ανύπαρκτα. Οχι μόνο αυτό, όμως, καθώς οι διαπραγματεύσεις διεξάγονται σε ένα κλίμα έντονης δυσπιστίας από πλευράς του κοινού.
Το 2003, πριν από την επέμβαση στο Ιράκ, σχεδόν όλες οι ευρωπαϊκές χώρες συγκλονίζονταν από μαζικές διαδηλώσεις ενάντια σε μια στρατιωτική επιχείρηση μαζικής κλίμακας εναντίον τού τότε ιρακινού καθεστώτος. Δεν συνέβη το ίδιο όμως με τις ΗΠΑ. Παρά το γεγονός ότι πολλοί Αμερικανοί θεωρούσαν την εμπλοκή της χώρας τους σε έναν πόλεμο στο Ιράκ κακή ιδέα, δεν αντέδρασαν αποτρεπτικά πιστεύοντας ότι μια τέτοια κίνηση ήταν αντιπατριωτική. Αυτό που επικρατεί στις ημέρες μας όμως όσον αφορά τη Συρία είναι η αίσθηση ότι μια επέμβαση θα είναι μάταιη.
Η κοινή γνώμη
Μετά τα δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια που δαπανήθηκαν και τις χιλιάδες των Αμερικανών –για να μην αναφερθεί κανείς στις χιλιάδες των Ιρακινών –που ακόμη χάνουν τη ζωή τους εξαιτίας της αποσταθεροποίησης της χώρας, ο διάλογος σχετικά με το κατά πόσον το Ιράκ είναι σήμερα μια καλύτερη χώρα συνεχίζει να μαίνεται. Η συντριπτική πλειονότητα του κοινού όμως τόσο στη Βρετανία όσο και στις ΗΠΑ συνεχίζει να θεωρεί αυτόν τον πόλεμο μια μεγάλη αποτυχία. Συγκεκριμένα, μόλις το 2% των Βρετανών και το 8% των Αμερικανών υποστηρίζουν, σύμφωνα με πρόσφατες δημοσκοπήσεις, ότι η επέμβαση στο Ιράκ ήταν επιτυχής –και αυτό φαίνεται να διαμορφώνει σημαντικά την κοινή γνώμη όσον αφορά το ενδεχόμενο επέμβασης στη Συρία.
Μπορεί ο πρόεδρος Ομπάμα να υποστηρίζει ότι «με περιορισμένες και “χειρουργικές” προσεγγίσεις, χωρίς να εμπλακούμε σε μια μακροχρόνια διαμάχη, όχι με μια επανάληψη του Ιράκ, για την οποία πολλοί ανησυχούν, αλλά με έναν ξεκάθαρο και αποφασιστικό τρόπο θα προκαλέσουμε ένα πλήγμα που να λέει “σταματήστε”, αυτό μπορεί να έχει θετικές συνέπειες μακροπρόθεσμα στην εθνική μας ασφάλεια». Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορεί κανείς να σκεφθεί πώς κάτι τέτοιο θα είναι πιθανόν χωρίς να μπλεχτούν οι ΗΠΑ σε έναν «ιστό» από τον οποίο δύσκολα θα εξέλθουν. Είναι χαρακτηριστικό ότι το αμερικανικό σχέδιο αποχώρησης από το Ιράκ είχε οριστεί αρχικά μόλις σε 90 ημέρες μετά την πτώση του Σαντάμ Χουσεΐν, οι τελευταίοι αμερικανοί στρατιώτες όμως εγκατέλειψαν τη χώρα τον Δεκέμβριο του 2011, δηλαδή εννέα χρόνια μετά το προβλεπόμενο.
Και ενώ οι πολιτικοί δεν επιθυμούν φυσικά να τραβήξουν την προσοχή στις ομοιότητες μεταξύ Συρίας και Ιράκ, η ρητορική και η γλώσσα που χρησιμοποιείται εμφανίζουν αξιοσημείωτους παραλληλισμούς. Οι Αμερικανοί ισχυρίζονται ότι διαθέτουν αδιάψευστες αποδείξεις, αν άκουγε όμως κανείς τον αμερικανό πρώην υπουργό Αμυνας Κόλιν Πάουελ το 2003 θα έλεγε το ίδιο.
Προς το παρόν οι ΗΠΑ μοιάζει να μην έχουν διδαχθεί από τα λάθη του παρελθόντος και να μην τις ενδιαφέρει να ανακτήσουν την αξιοπιστία τους παγκοσμίως μετά το φιάσκο του Ιράκ. Χαρακτηριστική ένδειξη αυτού αποτελούν οι πρόσφατες δηλώσεις του αμερικανού αντιπροέδρου Τζο Μπάιντεν, ο οποίος υποστήριξε δημοσίως ότι είναι περιττό να περιμένουν οι ΗΠΑ τους επιθεωρητές του ΟΗΕ να ολοκληρώσουν την έρευνά τους εφόσον «οι απαραίτητες αποδείξεις υπάρχουν».Δημοσιεύτηκε στο heliosPlus στις 29 Αυγούστου 2013
HeliosPlus



