Κοντά στην ανήσυχη μαγείρισσα που αποδέχεται τις τάσεις της εποχής προσπαθώντας να κλείσει στην κατσαρόλα της όλες τις χρήσεις του σαφράν, του γκάραμ-μασάλα και του κιτρινόπτερου τόνου, υπάρχει η άλλη, η εθισμένη της παράδοσης, αυτή που όσο τη βαστούν τα πόδια της θα μαγειρεύει το φαγητό που ανέθρεψε τα παιδικά της χρόνια.
Και οι δύο συναντιούνται στις οθόνες των μαγειρικών εκπομπών και οι δύο αγοράζουν ανελλιπώς όλη τη συνταγογραφία του περιπτέρου. Η μια για να διευρύνει τους γευστικούς της ορίζοντες η άλλη απλά για να επιβεβαιώσει ότι ο πλανήτης της κουζίνας τελειώνει στο κοκκινιστό όπως το διδάχτηκε από τη μαμά της. Οταν μπει στον κόπο να εμπλουτίσει με κάποια καινούρια συνταγή το προσωπικό της συνταγολόγιο θα είναι με μια νιοστή συνταγή για κέικ βανίλιας και τη χιλιοστή εκδοχή του παστίτσιου.
{{{ map }}}
“Ωραίες συνταγές δείχνετε στα περιοδικά, μου λέει αγαπημένη θεατής του δημοσιογραφικού μας έργου, αλλά βάλτε και κάτι για μας. Εμείς δεν τα τρώμε αυτά!” Όπου στα “αυτά” περιλαμβάνονται μανιτάρια, μυρώνια, ζυγούρια και καυκαλήθρες, ήτοι απολύτως ελληνικές νότες της δικής μας γαστρονομίας και όχι σούσι και σολομοί τεριγιάκι.
Πίσω από τις εμμονικές μαγείρισσες διακρίνεις κυρίως αστές, οι οποίες στο δρόμο της αστυφιλίας του ’60 έχασαν κάθε επαφή με τη μαγειρική του χωριού, υιοθετώντας στην πόλη την περιορισμένη γκάμα του κοτόπουλου στο φούρνο, του μουσακά, του λεμονάτου, και άντε δέκα ακόμα κλασικών συνταγών, που φτώχυναν για δεκαετίες την απεριόριστη παλέτα της παραδοσιακής γεύσης.
Αυτές είναι που πονοκεφαλιάζουν κάθε μέρα με το τί θα μαγειρέψουν, αυτές είναι που έχουν βαρεθεί τα ίδια και τα ίδια, αυτές που πανικοβάλλονται κάθε που έχουν καλεσμένους. Κι αυτές είναι πάλι που αρνούνται να διανοηθούν ότι οι φακές τρώγονται αλλιώς από σούπα κι αυτές που τραβάνε φρίκη όταν το βλαστάρι τους αρνείται να δοκιμάσει αγκινάρες και ιμάμ. “Μα άμα δεν δοκιμάσει κάτι καινούριο πώς θα καταλάβει αν του αρέσει;”, δικαίως σου αντιτείνονται, βγάζοντας την ουρά τους έξω από τις δοκιμασίες της κάθε νέας δοκιμασίας.