Στην κορυφή της κατάταξης στην ευρωζώνη έρχεται η Ελλάδα σε ό,τι αφορά τις μικρές επιχειρήσεις οι οποίες λειτουργούν σε αυτήν και τον αριθμό των εργαζομένων τους. Αυτό δείχνει η έκθεση για τις «Βιομηχανικές σχέσεις στην ΕΕ,την Ιαπωνία,τις ΗΠΑ και τις άλλες παγκοσμιοποιημένες οικονομίες,2005 – 2006» του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου για τις Συνθήκες Ζωής και Εργασίας, η οποία είναι αφιερωμένη ειδικότερα στην «Προσαρμοστικότητα σε παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον:οι οργανισμοί προσωρινής απασχόλησης και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις». Οι πολύ μικρές επιχειρήσεις (κάτω των 10 ατόμων) αποτελούν υποπερίπτωση της γενικότερης κατηγορίας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, οι οποίες ανάλογα με τη χώρα μπορεί να αφορούν ως και επιχειρήσεις που απασχολούν ως 250 άτομα. Στο σύνολό τους όμως- είτε εξαιρετικά μικρές, είτε μεσαίες, είτε μεγαλύτερες- έχουν ειδική σημασία για τους εργαζομένους και την οικονομία, καθώς είναι η συντριπτικά κυρίαρχη οργανωτική μορφή, αποτελώντας παντού το 98- 99% των επιχειρήσεων όπου απασχολείται, επίσης παντού, πάνω από το 50% της εργατικής δύναμης.
Τέλος, είναι μια οργανωτική μορφή η οποία διευρύνεται. «Τόσο ο αριθμός τους όσο και το βάρος τους σε όρους απασχόλησης,γενικότερα, έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια» παρατηρεί η έκθεση. Αυτό αποδίδεται σε όλες τις διαδικασίες αναδιάρθρωσης οι οποίες έχουν ωθήσει τις μεγάλες εταιρείες σε διαδικασίες συρρίκνωσης (downsizing) και εργολαβοποίησης (outsourcing). Οι μικρές εταιρείες είναι επομένως ως τέτοιες στην πρωτοπορία των διαδικασιών ελαστικοποίησης της εργασίας. Βεβαίως, η έκταση κατά την οποία μπορούν να συνεισφέρουν σε αυτή την ελαστικοποίηση εξαρτάται από τις εθνικές ιδιο μορφίες. Οπως παρατηρεί όμως και η έκθεση, γενικώς «οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις τείνουν να συνδεθούν με χειρότερες συνθήκες εργασίας», είτε αυτό μεταφράζεται σε χαμηλότερες αμοιβές, είτε σε περισσότερες ώρες εργασίας, είτε σε χειρότερες επαγγελματικές καριέρες είτε σε εργασιακή ανασφάλεια. Ιδιαίτερα όταν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις λειτουργούν σε «άτυπους τομείς», οι αποκλίσεις με τους υπόλοιπους εργαζομένους μπορεί να είναι πολύ μεγάλες- όπως στο παράδειγμα του Λος Αντζελες που φαίνεται ότι το 67% των εργαζομένων σε τέτοιες επιχειρήσεις «δεν πληρώνονται καν με τον ελάχιστο νόμιμο μισθό,ούτε όμως και τις υπερωρίες τους».
Η δεύτερη κατηγορία ελαστικοποίησης της εργασίας, με την οποία ασχολείται η έρευνα, είναι τελείως διαφορετική, γιατί είναι η επέκταση της «τριαδικής μορφής», όπου μια εταιρεία απασχολεί εργαζομένους τους οποίους τους υπενοικιάζει σε έναν τρίτο εργοδότη. Παρ΄ όλο που η μορφή αυτή έχει πολλές ιδιομορφίες ανάλογα με τη χώρα, είναι επίσης καινούργια για τις περισσότερες χώρες και σημαντική, αν και όχι ποσοτικά. Ποσοτικά αποτελεί συνήθως μικρό τμήμα της εργατικής δύναμης, από 1% ως 2% (ή λίγο περισσότερο). Κατά δεύτερον, έχει μια ιδιαίτερη σημασία καθώς αποτελεί έναν νέο τρόπο(εκτός των ΗΠΑ όπου υπάρχει εδώ και δεκαετίες) με στόχο να αντιμετωπίσει «ενεργά» την ανεργία.
Σε κάθε περίπτωση, η διαχείριση της ανεργίας η οποία υλοποιείται μέσα από την «τριαδική» αυτή σχέση «προσαρμόζει» την εργασία στις ανάγκες των επιχειρήσεων: ορισμένες εντολές εργασίας που αναφέρει η έκθεση για την Αμερική αφορούν «μια μόνο μέρα εργασίας ή και απλώς λίγες ώρες»! Επίσης, συχνά οι εργαζόμενοι τέτοιου τύπου καταλήγουν να είναι, όπως το λένε οι Αμερικανοί, «permatemps» (μονιμο-προσωρινοί), ενώ όπως δείχνει και η ιαπωνική εμπειρία συνήθως είναι εργαζόμενοι των οποίων υποχρησιμοποιούνται οι ικανότητες και οι γνώσεις.
Το τρίτο στοιχείο της έρευνας έχει να κάνει με τον αριθμό και την πυκνότητα συνδικαλισμένων, ιδιαίτερα σε μια περίοδο όπου η συγκυρία μπορεί να θεωρηθεί σχετικά καλή (2004-2006). Το περίεργο είναι ότι οι καλές συνθήκες των τελευταίων χρόνων δεν φαίνεται να σταμάτησαν την επιδείνωση της θέσης των εργαζομένων. Η συνδικαλιστική πυκνότητα, δηλαδή το ποσοστό των συνδικαλισμένων στην Αμερική, έχασε 1,4% μονάδες από το 2000 ως το 2006. Μόνο το 12% των εργαζομένων ανήκουν πλέον σε συνδικάτα. Και στην Ευρώπη τέλος η ίδια πορεία ακολουθήθηκε, έστω και αν υπάρχουν τεράστιες διαφορές, ανάμεσα σε βόρειες χώρες οι οποίες έχουν συνδικαλιστικές πυκνότητες 70%- 80% και σε άλλες χώρες όπως η Γαλλία οι οποίες δεν φτάνουν ούτε το 10%.
Ακόμη χειρότερα, η επιδείνωση καταγράφεται περισσότερο στο είδος και στο εύρος εφαρμογής των συλλογικών συμβάσεων. Για παράδειγμα, στις ΗΠΑ μόνον το 13,1% των εργαζομένων καλύπτονται από μια σύμβαση, ενώ στην Ιαπωνία το ποσοστό είναι κάπου 20% και στην Ευρώπη γύρω στο ένα τρίτο των εργαζομένων της. Κατά την έκθεση οι «μέτριοι μισθοί είναι ιδιαίτερα αισθητοί στην ΕΕ των “15”, όπου οι πραγματικοί μισθοί αυξήθηκαν κατά μέσον όρο κατά 0,6% και 0,8% το 2005 και το 2006,αντίστοιχα» – ποσοστά αύξησης χαμηλότερα από την παραγωγικότητα και γενικά μικρότερα από τις αρχές της δεκαετίας, έστω και αν η εικόνα μετριάζεται ελαφρά στις μεγάλες επιχειρήσεις και στα συνδικαλισμένα τμήματα της εργασίας.



