Αστυνομικός της Ασφαλείας Αττικής παρακολουθούσε επί χρόνια και συμμετείχε ενεργά σε μία από τις μεγαλύτερες και πιο μακρόχρονες επιχειρήσεις καταδίωξης, που είχε με τα χρόνια εξελιχθεί σε στοίχημα γοήτρου για το σύνολο της ΕΛ.ΑΣ. Το φάντασμα του Νίκου Παλαιοκώστα, τον οποίο επί χρόνια οι αστυνομικοί έβλεπαν από νεανικές φωτογραφίες, με λιγότερα μαλλιά και ρυτίδες στο πρόσωπο πλέον, πήρε σάρκα και οστά, όταν ο σύγχρονος «ληστής των ορέων», όπως είχε επονομαστεί, έπεσε τελικά το 2006 στα χέρια των διωκτών του, μεταξύ των οποίων και ο αστυνομικός της Ασφαλείας Αττικής. Λίγο καιρό αργότερα ο διώκτης απεδείχθη ταυτοχρόνως και θύτης· όταν αποκαλύφθηκε ότι βοηθούσε «νονούς» να οργανώσουν την κινηματογραφική… απόδραση του αδελφού του Νίκου Παλαιοκώστα, Βασίλη, με ελικόπτερο από τις φυλακές Κορυδαλλού.


Τα τελευταία χρόνια σε σειρά σοβαρών εγκληματικών δραστηριοτήτων που αποκαλύφθηκαν, απεδείχθη ότι συμμετείχαν και αστυνομικοί, που υπηρετούν σε διάφορες υπηρεσίες της ΕΛ.ΑΣ., από τον πιο χαμηλό ως τον ανώτερο βαθμό. Το τελευταίο επεισόδιο στον πόλεμο των «νονών» της νύχτας, με την απόπειρα δολοφονίας επιχειρηματία – που διατηρεί το νυχτερινό κέντρο Καραμέλα στη λεωφόρο Συγγρού – από εκτελεστή που πλήρωσε ανταγωνιστής του στη νυχτερινή πιάτσα της περιοχής, έφερε προ πενθημέρου στο φως και άλλους «Ιανούς», οι οποίοι κάτω από το πηλήκιο του αστυνομικού έκρυβαν το εγκληματικό τους πρόσωπο. Και έδειξε τα συγκοινωνούντα δοχεία μεταξύ μαφίας και Αστυνομίας.


Η «παρέα» ανθρώπων της νύχτας έκλεινε «συμβόλαια θανάτου» και προχωρούσε σε εκβιάσεις, απαγωγές και άλλες εγκληματικές ενέργειες, σε συνεργασία με στελέχη της ΕΛ.ΑΣ. Αμεση ή έμμεση εμπλοκή αστυνομικών, ακόμη και ολόκληρων αστυνομικών υπηρεσιών, εντοπίζεται στη συγκεκριμένη υπόθεση σε τουλάχιστον δέκα περιπτώσεις, σκιαγραφώντας με ζοφερά χρώματα την εικόνα της Ελληνικής Αστυνομίας.


«Σε αυτή την υπόθεση δεν ξέρουμε πού να πρωτοψάξουμε για εμπλεκόμενους αστυνομικούς και ποιον να πιστέψουμε» παραδέχεται μιλώντας προς «Το Βήμα» υψηλόβαθμος αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ. και σημειώνει: «Πολλά στελέχη της ΕΛ.ΑΣ., που υπηρετούν στην Αθήνα, είχαν για στέκι το μαγαζί στη λεωφόρο Συγγρού, ο ιδιοκτήτης του οποίου κατηγορείται ως οργανωτής της δολοφονικής απόπειρας κατά του ιδιοκτήτη του “Καραμέλα” και φέρεται αναμεμειγμένος και σε άλλες υποθέσεις πληρωμένων δολοφονιών. Μας έχει ήδη δοθεί ολόκληρη λίστα αστυνομικών, οι οποίοι ήταν πελάτες του συγκεκριμένου μαγαζιού». Και, βέβαια, όλα αυτά η Αστυνομία λίγο πολύ τα γνώριζε, αφού όπως αναφέρει ο ίδιος αξιωματικός «φοβόμασταν ότι αργά ή γρήγορα θα μας σκάσει υπόθεση εκεί. Και τώρα έγινε με τον χειρότερο τρόπο»


* Το ανεκτέλεστο «συμβόλαιο»


Η αφορμή για να ξεσπάσει η τελευταία υπόθεση δόθηκε τα ξημερώματα της περασμένης Κυριακής, όταν εντοπίστηκε από τον κ. Ι. Βουτυράκο, ιδιοκτήτη του νυχτερινού κέντρου Καραμέλα, ένας 31χρονος να κινείται ύποπτα έξω από το μαγαζί. Ο πορτιέρης και άλλοι υπάλληλοι του κ. Βουτυράκου τον ακινητοποίησαν και βρήκαν πάνω του ένα πιστόλι με οκτώ σφαίρες. Μέσα σε λίγα λεπτά ο οπλοφόρος τούς αποκάλυψε ότι είναι υπαξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού και έναντι αμοιβής 30.000 ευρώ είχε αναλάβει να δολοφονήσει το αφεντικό τους. Τα χρήματα του τα είχε υποσχεθεί, όπως είπε, ο ιδιοκτήτης άλλου νυχτερινού κέντρου της περιοχής, επειδή «ο γείτονας του χάλαγε τις δουλειές»… και έπρεπε να βγει από τη μέση.


Ηταν η αρχή του τέλους για τον ρόλο και τις σχέσεις με τη νυχτερινή διαφθορά ατέλειωτης σειράς αστυνομικών, η οποία ακόμη συμπληρώνεται με νέα ονόματα. Σύμφωνα με τη δικογραφία που συντάσσεται με βάση την ομολογία του υπαξιωματικού, αλλά και με άλλες μαρτυρίες που έχει συγκεντρώσει η Αστυνομία, ο ιδιοκτήτης του νυχτερινού κέντρου στη λεωφόρο Συγγρού που έκλεισε το «συμβόλαιο θανάτου» συνεργαζόταν με μπράβους, οι οποίοι πουλούσαν προστασία σε άλλα μαγαζιά. Η ίδια ομάδα είχε διασυνδέσεις και με άλλες συμμορίες εκβιαστών της Αθήνας και διέθετε εκλεκτά μέλη.


Πρώτος στη λίστα ο υπαξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού, ο οποίος παλαιότερα εργαζόταν ως πορτιέρης. Ο υπαξιωματικός ήταν ο εισπράκτορας του κυκλώματος και μαζί με άλλους μπράβους εκβίαζε διάφορα άτομα, από ιδιοκτήτες νυκτερινών κέντρων ως υπαλλήλους συνεργείων με… αμορτισέρ και από καταστηματάρχες με ηλεκτρονικά είδη ως τραγουδιστές. Ακόμη και μια άτυχη Ουκρανή, που είχε καβγαδίσει με κάποιον μπράβο, βρέθηκε στο στόχαστρό του. Ανθρωποι της νύχτας ενημέρωναν «πελάτες» στους οποίους πουλούσαν προστασία: «Εχουμε ανακαλύψει μια κρεατομηχανή, που δεν την ξέρει κανένας. Αλίμονο σε όποιον μας κοντράρει»… Εννοούσαν τον 31χρονο υπαξιωματικό, ο οποίος όμως, όταν κλήθηκε να πυροβολήσει τον Ι. Βουτυράκο, δίστασε και έκανε πίσω.


* Ο άνθρωπος του Στεφανάκου


Στην ίδια ομάδα, της οργάνωσης των κατά παραγγελία δολοφόνων, φαίνεται ότι συμμετείχε και 38χρονος αστυνομικός του Τμήματος Διαρρηκτών της Ασφαλείας Αττικής. Ο αστυνομικός αυτός εθεωρείτο από τους συναδέλφους του «δραστήριος» και του αναγνώριζαν πολλές επιτυχίες. Κατάγεται από την Καρδίτσα και συμμετείχε στις ομάδες αναζήτησης του Ν. Παλαιοκώστα τη δεκαετία 1995-2005. Σημαντικό ρόλο είχε διαδραματίσει και στην αιματηρή επιχείρηση της οδού Νιόβης, που προκάλεσε τον θάνατο της άτυχης Αμαλίας Γκινάκη, το 1998. Αυτός είχε χειριστεί την υπόθεση του ρουμάνου κακοποιού Σορίν Ματέι, ο οποίος απασφάλισε τη μοιραία χειροβομβίδα που σκότωσε την κοπέλα. Ο 38χρονος αστυνομικός εθεωρείτο μάλιστα «άνθρωπος εμπιστοσύνης» αξιωματικών της ΕΛ.ΑΣ., οι οποίοι σήμερα κατέχουν κορυφαίες θέσεις στην ηγεσία του αστυνομικού σώματος. Αλλά στο τέλος, οι επαφές του με τον κόσμο της νύχτας εξελίχθηκαν σε συναλλαγές και σε ύποπτες συνεννοήσεις…


Σύμφωνα με δικογραφία που σχηματίστηκε τον Φεβρουάριο του 2007, ο συγκεκριμένος αστυνομικός είχε επαφές με τον καταζητούμενο αρχινονό Βασίλη Στεφανάκο. Φρόντιζε να αντλεί πληροφορίες για τις έρευνες των συναδέλφων του και να τις μεταφέρει στον Στεφανάκο, ο οποίος κατηγορείται ότι οργάνωσε και την απόδραση Ν. Παλαιοκώστα – Αλκέτ Ριζάι από τις Φυλακές Κορυδαλλού.


Οταν κλήθηκε από τους ανωτέρους του να δώσει εξηγήσεις για τις ύποπτες επαφές του με τον Στεφανάκο, υποστήριξε ότι «δεν του είπε ποτέ τίποτε χρήσιμο. Απλώς τον… κρατούσε ζεστό για να τον χρησιμοποιεί ως πληροφοριοδότη». Ωστόσο αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ. είχαν διαφορετική γνώμη. Ετσι, άρχισαν να ψάχνουν να βρουν αν, μαζί με ομάδα άλλων συναδέλφων του, είχε βοηθήσει παλαιότερα τον Στεφανάκο στις μεταφορές λαθραίου πετρελαίου και τσιγάρων, προστατεύοντας τον χώρο της λαθρομεταφοράς με περιπολικά της ΕΛ.ΑΣ. και φωσφορίζουσες κορδέλες με την ένδειξη «Police»… Ακόμη αναζητούν αποδεικτικά στοιχεία για αυτή την υπόθεση.


* Το «δίκτυο» των συμμοριών


Ως σήμερα έχει ανακαλυφθεί ότι στη δούλεψη του Στεφανάκου υπηρετούσαν τουλάχιστον άλλοι δέκα αστυνομικοί, οι οποίοι κάλυπταν κάθε ανάγκη του «αφεντικού» τους. Τον φιλοξενούσαν στα σπίτια τους, του εξέδιδαν παράνομα ταυτότητες και διαβατήρια, τον συνόδευαν σε κάθε κίνησή του, του έδιναν πληροφορίες για έρευνες της ΕΛ.ΑΣ., τον βοηθούσαν να προσεγγίζει δικαστικούς κ.ο.κ.


Και όλα αυτά εκ του ασφαλούς, βασιζόμενοι στις… υψηλές επαφές τους στην υπηρεσία. Ο 38χρονος αστυνομικός του Τμήματος Διαρρηκτών, για παράδειγμα, ο οποίος δούλευε για τον Στεφανάκο, έχοντας γλιτώσει επί μακρόν από τον υπηρεσιακό έλεγχο, έφθασε στο σημείο να μηνύσει τους συναδέλφους του που ερευνούσαν τη δραστηριότητά του. Στη μήνυσή του μάλιστα δεν παρέλειψε να σημειώσει: «Εμείς οι Ελληνες αστυνομικοί δεν έχουμε καταβολές φόβου, ούτε θα γίνουμε φοβισμένοι άνθρωποι, έτσι ώστε να βάζουμε την σκοπιμότητα πάνω από τη νομιμότητα, κυρίως δε όταν αυτό μας υποβιβάζει σαν άνδρες και σαν αστυνομικούς. Αισθάνομαι υποχρεωμένος να τιμήσω τον όρκο που έδωσα κατά την ανάληψη της υπηρεσίας μου ενώπιον Θεού και ανθρώπου και που αφορά την προστασία των θεσμών της πατρίδας μου».


Αλλά η υπόθεση της λεωφόρου Συγγρού οδήγησε, τις τελευταίες ημέρες, σε νέες αποκαλύψεις. Μαρτυρίες δείχνουν ότι ο συγκεκριμένος αστυνομικός άλλους «θεσμούς» προστάτευε, αφού έχει δουλέψει ως… σωματοφύλακας τοκογλύφου, πουλούσε προστασία σε… πορτιέρηδες νυχτερινών κέντρων, συμμετείχε ακόμη και σε λαθρεμπόριο όπλων από τη Σερβία. Μάλιστα φρόντιζε τα όπλα που ήθελε να πουλήσει να τα φωτογραφίζει με το κινητό του, βάζοντας τα περίστροφα δίπλα από το μωρό του, μέσα στην κούνια! Αυτός φέρεται ότι εξασφάλισε και το όπλο που είχε πάνω του ο υπαξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού.


Το «καλόφημο» στέκι Παιδιά για όλες τις «βρώμικες» δουλειές


Στέκι της Αστυνομίας, όπου περνούσαν τα βράδια τους πάμπολλοι αστυνομικοί όλων των υπηρεσιών της Αττικής, ήταν το νυχτερινό κέντρο της Συγγρού, ο ιδιοκτήτης του οποίου έκλεισε τη συμφωνία για τη δολοφονία του ανταγωνιστή του. Και, βέβαια, όλοι αυτοί οι θαμώνες είχαν προσωπικές σχέσεις με τον επιχειρηματία. Οπως έκαναν και σε άλλα μαγαζιά, απολαμβάνοντας δωρεάν ποτά και έξτρα περιποιήσεις, υποσχόμενοι για αντάλλαγμα μεγάλα χατίρια στους ανθρώπους της νύχτας. Αξιωματικός του Τμήματος Δίωξης Εκβιαστών είχε ζητήσει από τον επιχειρηματία να προσλάβει τον γιο του ως γκαρσόνι και το αίτημα ικανοποιήθηκε. «Καμία έκπληξη» λένε αξιωματικοί που γνωρίζουν. «Συχνότατα αστυνομικοί ζητούν από “νονούς”, τους οποίους υποτίθεται ότι καταδιώκουν, να προσλάβουν στα μαγαζιά τους τα παιδιά τους ή άλλους συγγενείς τους».


Ανώτερος αξιωματικός του Αρχηγείου της ΕΛ.ΑΣ. αναφέρει χαρακτηριστικά προς «Το Βήμα της Κυριακής»: «Ηταν τέτοιος ο κύκλος των γνωριμιών με αστυνομικούς του ιδιοκτήτη του νυχτερινού κέντρου στη λεωφόρο Συγγρού, που τον είχαμε καλέσει να καταθέσει για μια υπόθεση εκβιασμού κι αυτός… απαξιούσε. Την κατάσταση αυτή τη γνωρίζαμε εδώ και καιρό, και λέγαμε στους αστυνομικούς να μην πηγαίνουν σε αυτό το μαγαζί γιατί θα μπλέξουμε όλοι. Τους λέγαμε ότι αυτός ο άνθρωπος είχε ποινικό παρελθόν και ύποπτες διασυνδέσεις. Ομως φωνή βοώντος»…


Από τους καλούς πελάτες του μαγαζιού ήταν αρχιφύλακας του Τμήματος Δίωξης Ναρκωτικών της Ασφαλείας Αττικής, με αρμοδιότητα… τις δυτικές συνοικίες της Αθήνας. Σύμφωνα με καταθέσεις που περιέχονται στον δικαστικό φάκελο της υπόθεσης των «συμβολαίων θανάτου», ο αρχιφύλακας απείλησε ιδιοκτήτες άλλων νυχτερινών κέντρων και τους ζήτησε αμοιβές για προστασία. Μάλιστα εμφανίστηκε ως… αντικαταστάτης του μπράβου Γιώργου Αυτιά, ο οποίος είχε εμπλακεί σε σειρά βομβιστικών επιθέσεων, ώσπου δολοφονήθηκε στις 28 Ιουνίου 2007 στον Πειραιά. Ο αρχιφύλακας απειλούσε τους καταστηματάρχες ότι αν δεν του έδιναν τα λεφτά που ζητούσε, μαζί με άλλους αξιωματικούς της Δίωξης Ναρκωτικών, θα «έστηνε» κατηγορίες εις βάρος τους, «ανακαλύπτοντας» στην κατοχή τους ναρκωτικά. Για την υπόθεση διατάχθηκε έρευνα από την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών.


Αλλοι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ. εξασφάλιζαν ασυλία στο κύκλωμα των «συμβολαίων θανάτου» με τη δικαιολογία ότι άνθρωποί του παρείχαν πληροφορίες για τα κυκλώματα διακίνησης ναρκωτικών. Δεν ήταν οι μόνοι ευνοημένοι στον λεγόμενο «πόλεμο της πληροφοριοδοσίας». Αστυνομικοί που έχουν πληροφοριοδότες γνωστούς «νονούς» – κυρίως από τη μαφία των νοτίων προαστίων – τους προστατεύουν από άλλες αστυνομικές έρευνες με αποτέλεσμα η εγκληματική δραστηριότητά τους να συνεχίζεται. Δολοφονίες μεταξύ νονών σχετίζονται με πληροφορίες που δίνουν σε αστυνομικούς. Τουλάχιστον δύο σημαντικοί αξιωματικοί της Ασφαλείας Αττικής έχουν αποπεμφθεί, τα τελευταία χρόνια, με τη «ρετσινιά» ότι μοιράζονταν με κακοποιούς τεράστια ποσά από τα μυστικά κονδύλια της ΕΛ.ΑΣ. για τους πληροφοριοδότες. Οι κακοποιοί – φίλοι αξιωματικών της Αστυνομίας – βέβαια, δεν είχαν δώσει καμία πληροφορία. Η «επιτυχία» προερχόταν από άσχετη πληροφορία ή ήταν συμπτωματική. Αλλά εκ των υστέρων αποδιδόταν στη… βοήθεια του κακοποιού-συνεταίρου του αστυνομικού.