ΤΕΣΣΕΡΙΣ δεκαετίες είναι αρκετές για να κριθούν αντικειμενικά τα λάθη του Ιντεν και του Νάσερ, που το καλοκαίρι του 1956 προκάλεσαν την κρίση του Σουέζ.


Οπωσδήποτε η ευθύνη βαρύνει την Αγγλία και ειδικότερα τον πρωθυπουργό της Αντονι Ιντεν. Μολονότι επί σειρά ετών ήταν ο αμέσως μετά τον Τσόρτσιλ αρχιτέκτονας της κυβέρνησης των Συντηρητικών, δεν είχε κατανοήσει ότι η βρετανική αυτοκρατορία έπαυσε να υπάρχει από τα μέσα της δεκαετίας του ’40 και ότι το αγγλικό θησαυροφυλάκιο ήταν από καιρό άδειο, ανίκανο να αντιμετωπίσει τα έξοδα ενός πολέμου. Διπλωμάτης ολκής και με πείρα της διεθνούς σκηνής 20 ετών, δεν μπόρεσε να αντιληφθεί τις αλλαγές στην ισορροπία δυνάμεων που είχαν επέλθει με τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και, κυρίως, δεν είδε τον ρόλο που έπαιζε η (τότε) Σοβιετική Ενωση.


Εβλεπε τον Νάσερ ως «τρομοκράτη» και δικτάτορα ­ και γι’ αυτό επιχείρησε να εφαρμόσει εναντίον του την τακτική που εφάρμοσε ο Τσόρτσιλ απέναντι στον Χίτλερ, «όχι κατευνασμό αλλά ρήξη». Αναλαμβάνοντας όμως ρόλο στρατηγού αυτός ο κατεξοχήν διπλωμάτης απέτυχε. Ούτε και είδε τη σημασία που είχε για τον Αϊζενχάουερ η αποφυγή συγκρούσεων τις παραμονές μιας κρίσιμης εκλογής. Ισως, αν ενεργούσε μετά τις αμερικανικές εκλογές, δηλαδή τον Νοέμβριο και όχι τον Οκτώβριο, να έβρισκε πιο ευνοϊκό κλίμα στην Ουάσιγκτον.





Αλλά η αμερικανική στάση στην κρίση του Σουέζ ίσως ήταν ενδεικτική των διαθέσεων της Ουάσιγκτον που το Λονδίνο δεν είχε αντιληφθεί. Οπως αποκαλύπτεται τώρα, δεν οφείλονταν στις συναισθηματικές διαθέσεις και στις ψυχολογικές αντιδράσεις του Αϊκ προς τον Ιντεν η ψυχρότητα με την οποία ο Λευκός Οίκος παρακολούθησε την κρίση του Σουέζ και η απόφασή του να αφήσει αβοήθητη τη Βρετανία, με την οποία μάλιστα επισήμως είχε «σχέσεις ιδιαίτερου επιπέδου». Η Ουάσιγκτον είδε στην εμπλοκή της Αγγλίας στο Σουέζ την ευκαιρία που θα επέτρεπε στις ΗΠΑ να αναλάβουν μόνες τους τον ηγετικό ρόλο στην ευρύτερη περιοχή των πετρελαίων της Μέσης Ανατολής αποκλείοντας την Αγγλία. Οπως και έγινε.


Δεν ήταν μικρότερης σημασίας και τα λάθη του Νάσερ. Το μεγαλύτερο, φυσικά, ήταν η αυταπάτη του ότι το κίνημά του θα μπορούσε να συναρπάσει όλους τους Αραβες, η αντίληψή του ότι όλοι οι Αραβες είναι το ίδιο πράγμα και, επομένως, θα ανταποκρίνονταν με τον ίδιο ενθουσιασμό στο κήρυγμα της «επανάστασής» του. Οτι θα συνέτριβε τους διάφορους εμίρηδες, βασιλιάδες και φεουδάρχες των κρατιδίων της περιοχής που, δικαίως, τους θεωρούσε όργανα και τοποτηρητές ξένων συμφερόντων. Οικτρό λάθος. Η πεποίθησή του ότι το μίσος των Αράβων κατά του Ισραήλ θα παρακινούσε και τους φεουδάρχες των αραβικών κρατών στη σύμπτυξη μιας παναραβικής ομοσπονδίας, που θα είχε την κυριότητα και την εκμετάλλευση των πετρελαίων, αποδείχθηκε λαθεμένη. Αντιθέτως, μάλιστα, οι σχετικές προτροπές του προς τους «άραβες αδελφούς» όχι μόνο τρομοκράτησαν τους εμίρηδες της περιοχής, που συνδέθηκαν έτσι στενότερα με τους Αμερικανούς, αλλά και έδωσαν το προπαγανδιστικό επιχείρημα στις ΗΠΑ, αφού πλέον είχαν διώξει την Αγγλία από την περιοχή, να πείσουν τους Ευρωπαίους ότι ο Νάσερ δεν ήθελε τίποτε άλλο από το να έχει υπό τον πλήρη έλεγχό του τα πετρέλαια, δηλαδή να ελέγχει ουσιαστικά την ευρωπαϊκή οικονομία.


Τραγικό ήταν επίσης το λάθος του Νάσερ σχετικώς με το Ισραήλ. Ουδέποτε αντελήφθη πόσο στενές και ποιας μορφής ήταν οι σχέσεις του με την Ουάσιγκτον, ούτε και είδε τον ρόλο που εκ των πραγμάτων έπαιζε το Ισραήλ στην περιοχή. Πληροφορίες των αμερικανικών υπηρεσιών που έχουν έλθει στη δημοσιότητα τα τελευταία χρόνια επιμένουν ότι ο Νάσερ δεν είχε ποτέ αισθήματα κατά της Αμερικής, ότι αντιθέτως ήταν ευγνώμων για τη στάση της Ουάσιγκτον στην κρίση του Σουέζ και ότι ήταν ακόμη και πρόθυμος αυτός να παίξει τον ρόλο που έδιδαν οι ΗΠΑ στο Ισραήλ για ολόκληρη την περιοχή. Και, φυσικά, ο Νάσερ δεν περίμενε ότι ο στρατός του Ισραήλ ήταν τόσο άριστα οπλισμένος και τόσο αποτελεσματικός. Οταν ο επιτελάρχης του και κατόπιν πρόεδρος Σαντάτ του ανακοίνωσε ότι τα ισραηλινά μηχανοκίνητα είχαν φθάσει σε απόσταση 90 χλμ. από τη Διώρυγα μέσα στις πρώτες ώρες της επίθεσής τους, γέλασε και είπε: «Ούτε οι Γερμανοί του Ρόμελ έτρεχαν έτσι. Αυτός ο Σαντάτ θέλει να με εντυπωσιάσει».