ΒΕΡΟΛΙΝΟ, ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ.
Ηθελε να κάνει και αυτός, για λίγες ημέρες, ήσυχες διακοπές. Και αντί για αυτό έγινε ο περίγελος της δημοσιότητας. Το φθονερό μάτι του ταμπλόιντ Bild-Zeitung εντόπισε τον Οσκαρ Λαφοντέν και την οικογένειά του, τη σύζυγό του Κρίστα Μίλερ και τον εξαετή υιό τους Καρλ Μορίς, σε ένα από τα «ωραιότερα νησιά» της Μεσογείου να κάνει ζωή χαρισάμενη σε ένα ανακαινισμένο αρχοντικό του 15ου αιώνα, να «φορτώνει δύναμη για την καυτή φάση του προεκλογικού αγώνα» εν όψει των εκλογών της 18ης Σεπτεμβρίου. Μια πισίνα διαστάσεων 6 Χ 12 μ. και μια ψηστιέρα για μπάρμπεκιου στην ταράτσα – όλα για 3.000 ευρώ την εβδομάδα – συμπλήρωναν το πολυτελές σκηνικό που περιέβαλλε τον «πολιτικό πολυτελείας».
Από τότε οι κακές γλώσσες καταφέρονται συνεχώς εναντίον του επικεφαλής του ψηφοδελτίου του νεότευκτου Αριστερού Κόμματος, που προέκυψε από τη συγχώνευση του ανατολικογερμανικού Κόμματος του Δημοκρατικού Σοσιαλισμού, PDS (πρώην κομμουνιστές), και μιας ομάδας πρώην σοσιαλδημοκρατών στη Δύση. Οι πιο αγανακτισμένοι ήταν οι σύντροφοί του. «Θα μας χαντακώσει με τη μανία του για λούσα» δήλωσε χαρακτηριστικά ο ταμίας της ομάδας των πρώην σοσιαλδημοκρατών Ρουσντέ Ταχερί.
H τάση του κ. Λαφοντέν για «υψηλή» καλοπέραση δεν είναι καινούργια. Ως δήμαρχος του Σάαρλαντ σύχναζε, σύμφωνα με τις Αρχές, στα ροζ σαλόνια της πόλης. Αργότερα στη δεκαετία του ’80 αναδείχθηκε αρχηγός της «φράξιας της Τοσκάνα», της ομάδας των νεαρών ακόμη, αλλά επιτυχημένων πολιτικών της Σοσιαλδημοκρατίας και των Πρασίνων, που έκαναν διακοπές στην πανέμορφη ιταλική επαρχία απολαμβάνοντας τα εξαίσια ποτά και φαγητά της.
Ωστόσο τέτοιες πραγματικές ή υποτιθέμενες «αμαρτίες» δεν αποτέλεσαν εμπόδιο για την καριέρα του. Από τότε που ο κ. Λαφοντέν έγινε πρόεδρος των Σοσιαλδημοκρατών, το 1996, μόνο λίγοι μιλούσαν για αυτές. Το ίδιο συνέβη και μετά τον Μάρτιο του 1999, όταν, μη μπορώντας να ανεχθεί πλέον το γεγονός ότι αντί για αυτόν έγινε καγκελάριος ο Γκέρχαρντ Σρέντερ, παραιτήθηκε από την προεδρία του κόμματος και κλείστηκε για πολλούς μήνες στο σπίτι του – για να γίνει, όταν ξαναβγήκε, αδυσώπητος κριτικός της «αντιλαϊκής» πολιτικής της κυβέρνησης Σοσιαλδημοκρατών – Πρασίνων.
Τελευταία ωστόσο ύστερα από την επάνοδό του στην ενεργό πολιτική, το παρελθόν ξαναστοιχειώνει. Και όχι μόνο. Τα μέσα ενημέρωσης προβάλλουν καθημερινά και τις καινούργιες του «αμαρτίες». Παράδειγμα, το ότι τάσσεται υπέρ της δημιουργίας στρατοπέδων συγκέντρωσης στη Βόρεια Αφρική για τους μετανάστες, που θέλουν να μπουν παράνομα στην Ευρώπη, και το ότι συνηγορεί υπέρ της χρήσης «ελεγχόμενων βασανιστηρίων» σε αστυνομικές ανακρίσεις. Θέσεις δηλαδή που βρίσκονται σε κατάφωρη αντίθεση με το αίτημά του για «ανθρωπισμό», «κοινωνική δικαιοσύνη» και υπεράσπιση του κοινωνικού κράτους, που, όπως λέει, βρίσκεται υπό εξάρθρωση από την κυβέρνηση Σοσιαλδημοκρατικών – Πράσινων.
Οχι περίεργο έτσι ότι ο κ. Λαφοντέν είναι σήμερα ο πιο πολυσυζητημένος πολιτικός στη Γερμανία. Συγχρόνως όμως και ο λιγότερο δημοφιλής. Στη λίστα των 22 πολιτικών, που παρουσίασε το ινστιτούτο TNS Infratest σε αντιπροσωπευτική ομάδα ατόμων με το ερώτημα ποιος εξ αυτών θα έπρεπε να παίξει μελλοντικά «σοβαρό ρόλο», ο κ. Λαφοντέν βγήκε τελευταίος στη σειρά – με πρώτο τον πρόεδρο της Δημοκρατίας Χορστ Κέλερ, δεύτερη την πρόεδρο των Χριστιανοδημοκρατών Ανγκελα Μέρκελ και τρίτο τον Πράσινο υπουργό Εξωτερικών Γιόσκα Φίσερ.
Αν όμως αυτή η χαμηλή δημοτικότητά του βλάπτει το Αριστερό Κόμμα, είναι αμφίβολο. H αποστολή του κ. Λαφοντέν είναι, προφανώς, να προσελκύσει ένα ειδικό δυτικογερμανικό κοινό: τους χαμένους από το κυβερνητικό πακέτο μεταρρυθμίσεων Agenda2010, ιδίως ανέργους, καθώς και τους απογοητευμένους αριστερούς ψηφοφόρους των Σοσιαλδημοκρατών. Και αυτή την αποστολή την εκτελεί, κατά γενική ομολογία, με εξαίρετο τρόπο: το ποσοστό της Αριστεράς στη Δυτική Γερμανία, που στις εκλογές του 2002 κινούνταν γύρω από το 1%, έχει εκτιναχθεί τώρα, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, στο 6,5%. Ποσοστό που μεταφράζεται, αριθμητικά, σε περισσότερες ψήφους από εκείνους που παίρνει το ίδιο κόμμα στην Ανατολική Γερμανία, παρ’ όλο που εκεί συγκεντρώνει το 29%, δεδομένου ότι στη Δύση βρίσκεται το 82% του εκλογικού σώματος. Και αυτό εξηγεί τη μεγάλη συνολική άνοδο της Αριστεράς, από 4% περίπου το 2002, στο 9-10% σήμερα. H εξέλιξη αυτή δεν είναι τυχαία. Ο στρατός των ανέργων (επίσημα 5 εκατομμύρια, ανεπίσημα 7-9), η χρόνια οικονομική ύφεση, καθώς και η κυβερνητική απάντηση σε αυτά (Agenda2010) έχουν σπρώξει προς τα αριστερά μεγάλα μέρη της κοινωνίας. «H ανάγκη για μια παγγερμανική Αριστερά είναι διάχυτη» τονίζει ο δεύτερος επικεφαλής του ψηφοδελτίου του Αριστερού Κόμματος Γκρέγκορ Γκίζι, γνωστός και ως «Ρομπέν των δασών της Ανατολής». Και αυτό ευνοεί και την αναβίωση της μαρξιστικής ιδεολογίας: «Ενα φάντασμα επιστρέφει» ήταν ο τίτλος του τελευταίου τεύχους του περιοδικού «Der Spiegel» πάνω από μια φωτογραφία του Καρλ Μαρξ – τίτλος που παραπέμπει στην πρώτη φράση του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου» των Μαρξ και Ενγκελς: «Ενα φάντασμα πλανιέται πάνω από την Ευρώπη, το φάντασμα του κομμουνισμού». Σύμφωνα με έρευνα του ίδιου περιοδικού, το 75% των Ανατολικογερμανών πιστεύει ότι «η κριτική του Μαρξ στον καπιταλισμό έχει και σήμερα το νόημά της». Και αυτό το ποσοστό δείχνει πόσο πλατειά είναι η βάση του νέου κόμματος.
Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι η ενότητα της Αριστεράς είναι μακροπρόθεσμα εξασφαλισμένη. Το Αριστερό Κόμμα προέκυψε καταρχάς ως «συμφωνία κυρίων», και όχι ως προϊόν αγώνων και κινημάτων, όπως το κόμμα των Πρασίνων, στα τέλη της δεκαετίας του ’70. H ενότητά του στηρίζεται λοιπόν προσωρινά στις ανάγκες της στιγμής εν όψει της προσεχούς εκλογικής αναμέτρησης. Και δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι ήδη την επομένη των εκλογών θα αρχίσουν άγρια φαγώματα στο εσωτερικό του – με πρώτο εκείνο για την πρωτιά στην κοινοβουλευτική ομάδα ανάμεσα στους κκ. Λαφοντέν και Γκίζι.
Ενδεια «ρητόρων» έχουν οι Χριστιανοδημοκράτες
Φτωχό σε ρητορικά ταλέντα είναι το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα. H κυρία Ανγκελα Μέρκελ αντλεί το κύρος της από τη «σοβαρότητά» της (όπως την εκλαμβάνει μεγάλο μέρος του κοινού) καθώς και από το προβάδισμα του κόμματός της στις δημοσκοπήσεις (42% έναντι 31% για τους Σοσιαλδημοκράτες) – κάτι που κάνει σίγουρη τη νίκη της στις 18 Σεπτεμβρίου και πολύ πιθανόν και την εκλογή της σε καγκελάριο.
Ο μόνος ίσως συνεργάτης της που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει ρητορικά τους κκ. Λαφοντέν και Γκίζι είναι ένας μη χριστιανοδημοκράτης: ο προαλειφόμενος ως υπουργός Οικονομικών Πάουλ Κίρχοφ, που είναι και το μοναδικό πραγματικά νέο πρόσωπο αυτών των εκλογών. Ωστόσο η επαναστατική πρότασή του για ενιαίο «flat tax» (χαμηλό φόρο) ύψους 25% που διέγειρε για λίγες ημέρες τη δημοσιότητα δεν είναι, όπως αναγκάστηκε να παραδεχθεί ο ίδιος, «του παρόντος». Αργότερα ίσως, πρόσθεσε, σε μια δεύτερη κοινοβουλευτική περίοδο. Προηγείται η υλοποίηση του εκλογικού προγράμματος των Χριστιανοδημοκρατών, που προβλέπει συνέχιση της ανισότητας των φορολογικών συντελεστών. Και αυτό κάνει, προς το παρόν, τη συζήτηση για την πρότασή του άνευ αντικειμένου.
Με εξαίρεση λοιπόν την τηλεοπτική αντιπαράθεση μεταξύ της κυρίας Μέρκελ και του κ. Σρέντερ στις 4 Σεπτεμβρίου, τα ηγετικά στελέχη των μεγάλων κομμάτων καταφεύγουν στον μονόλογο με το κοινό ή με τους παρουσιαστές της τηλεόρασης. «Είναι η εποχή των ευφυών τεχνασμάτων» έλεγε εκλογολόγος. Με τον κ. Σρέντερ να φωτογραφίζεται αδιάκοπα με ένα ποτήρι μπίρα στο στόμα, την κυρία Μέρκελ να ονειροπολεί ακούγοντας τους ήχους του τραγουδιού «Αντζι» των Ρόλινγκ Στόουνς και τον πρόεδρο των Σοσιαλδημοκρατών Φραντς Μιντερφέρινγκ να κατατροπώνει έναν παρουσιαστή της τηλεόρασης, που είχε προαναγγείλει ιδιαίτερα «κριτικές» ερωτήσεις. Το μεγάλο «τρικ»: προτού πάει στην εκπομπή ο κ. Μιντερφέρινγκ φρόντισε να περάσει από ελληνικό εστιατόριο και να φάει τζατζίκι. Και η μυρωδιά του σκόρδου, όπως έλεγε αργότερα, διέλυσε κάθε κριτική διάθεση του παρουσιαστή.



