Μία από τις πιο παράξενες μόδες του ελληνικού μεταγραφικού παζαριού τα τελευταία χρόνια είναι η αναζήτηση του κατάλληλου ξένου ποδοσφαιριστή όχι στο εξωτερικό αλλά στο ελληνικό πρωτάθλημα! Οι εκτός ελληνικού πρωταθλήματος ξένοι ποδοσφαιριστές δύσκολα έρχονται στην Ελλάδα όταν κοστίζουν πολύ, ενώ όταν είναι φθηνοί και άγνωστοι σπάνια αποδεικνύονται «τυχερά λαχεία». Για κάθε Ρόναλντ Γκόμεζ που έρχεται ως άγνωστος και καθιερώνεται υπάρχουν τρεις Καρβάλιο που περνάνε, φεύγουν και δεν τους θυμάται κανένας. Η αναζήτηση ξένων ποδοσφαιριστών στο εξωτερικό είναι δύσκολη υπόθεση και ο εντοπισμός ταλαντούχων που αγωνίζονται σε ελληνικές ομάδες αποδεικνύεται σε κάποιες περιπτώσεις μονόδρομος, η σίγουρη λύση για να καλυφθούν «τρύπες» στα ρόστερ των ομάδων. Ετσι δεν είναι τυχαίο το ότι η ΑΕΚ κινήθηκε (επιτυχημένα) για την απόκτηση του Μπλένταρ Κόλα, όπως και του Αλεχάντρο Σοάρες για να δυναμώσει βασικά τον πάγκο της, ή το ότι μετά το καλοκαιρινό ρίσκο και την απόκτηση ποδοσφαιριστών όπως ο Γκόραν Βλάοβιτς και ο Πάουλο Σόουσα, αστέρια με μεγάλο όνομα που όμως για διαφορετικούς λόγους δεν απέδωσαν τα προσδοκώμενα, ο Παναθηναϊκός κινήθηκε στα… σίγουρα και απέκτησε τον μόλις 18 ετών Ντέρεκ Μπόατενγκ, τον οποίο γνώριζε από τα κατορθώματά του στην Καλαμάτα.
Υπάρχουν δύο ειδών ξένοι ποδοσφαιριστές που καταφέρνουν να κάνουν μεταγραφή από ελληνική σε ελληνική ομάδα: οι ελπιδοφόροι πιτσιρικάδες που αποκτώνται από μικρομεσαίες ομάδες οι οποίες έχουν σκοπό τη μεταπώλησή τους και οι επαγγελματίες γυρολόγοι, που έρχονται στην Ελλάδα συνήθως από χώρες της Λατινικής Αμερικής, της Αφρικής ή από τα Βαλκάνια, βρίσκουν εδώ «τη γη της επαγγελίας» και ριζώνουν αναζητώντας κάθε χρόνο τον καλύτερο εργοδότη. Ο Μίλτον Βιέρα, ο ουρουγουανός αμυντικός που εντυπωσίασε με τη σκληρότητα και τη σοβαρότητά του τη δεκαετία του ’70, όταν έχασε τη θέση του βασικού στον Ολυμπιακό και έμεινε ελεύθερος το καλοκαίρι του 1977 πήγε στην ΑΕΚ. Εγινε ο πρώτος ξένος που πήρε μια τόσο δύσκολη απόφαση, αλλά δεν αποτελεί παράδειγμα γυρολόγου. Τέτοιοι είναι συνήθως κάποιοι Γιουγκοσλάβοι, που συνηθίζουν να αλλάζουν περισσότερες από τρεις ελληνικές ομάδες, όπως ο Βλάνταν Μιλόγεβιτς (Καλαμάτα, Απόλλων Αθηνών, Παναθηναϊκός, Ηρακλής) ή ο Μπόζινταρ Μπάντοβιτς (Εθνικός, Πανηλειακός, Ολυμπιακός, ΠΑΟΚ), κάποιοι αλβανοί διεθνείς, όπως ο Κόλα (Απόλλων Αθηνών, Παναθηναϊκός και πιθανότατα ΑΕΚ) ή ο Φώτης Στρακόσια (ΠΑΣ Γιάννινα, Εθνικός, Ολυμπιακός, Πανιώνιος, Ιωνικός), Αφρικανοί, όπως ο Κέλβιν Σέμπουε (Ξάνθη, ΑΕΚ, Ηρακλής, Παναχαϊκή), αλλά και κάποιοι μεγάλοι ποδοσφαιριστές, όπως ο Ολεγκ Προτάσοφ (Ολυμπιακός, Βέροια, Ελευσίνα, Προοδευτική), οι οποίοι αρνούνται να κόψουν το ποδόσφαιρο ακόμη και όταν τα πόδια τους δεν τους σηκώνουν!
* Από τον Νίκιτς στον Λουτσιάνο
Πιο χαρακτηριστικές και με σαφώς μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι οι περιπτώσεις των ξένων ποδοσφαιριστών που αφού αγωνίστηκαν σε κάποια μικρομεσαία ελληνική ομάδα έγιναν στόχοι μεγαλύτερων συλλόγων. Η πρώτη τέτοιου είδους μεταγραφή έγινε το καλοκαίρι του 1985, όταν ο Αρης απέκτησε από το Αιγάλεω τον Σέρβο Μίροσλαβ Νίκιτς πληρώνοντας 20 εκατ. δραχμές, ποσό αρκετά μεγάλο για τα δεδομένα της εποχής. Οσο αυξανόταν ο αριθμός των ξένων ποδοσφαιριστών που κάθε ελληνική ομάδα μπορούσε να έχει στο ρόστερ της τόσο αυτού του είδους οι συμφωνίες πλήθαιναν. Η ΑΕΚ απέκτησε το 1986 τον Ράικο Γιάνγιανιν από τον ΟΦΗ, ο οποίος συχνότατα αντήλλασσε ξένους με τον Παναθηναϊκό (Ντελγάδο, Κίρισιτς, Μάουρο, Λούπου κ.ά.). Ο Ολυμπιακός πήρε τον Ντανιέλ Μπατίστα από την ΑΕΚ το καλοκαίρι του 1992, όταν το συμβόλαιό του έληξε, και τον άφησε το 1995 να επιστρέψει στην Ενωση, η οποία τον είχε αποκτήσει για πρώτη φορά από τον Εθνικό το 1990. Ο Μάρτον Εστερχάζι πέρασε και από τον Παναθηναϊκό και την ΑΕΚ, ενώ στην Ενωση έπαιξε και ο Χάκαν Σάντμπεργκ προτού πάει για ένα φεγγάρι στον Ολυμπιακό το 1987.
Οι μετακινήσεις ξένων ποδοσφαιριστών μεταξύ των τριών μεγάλων του κέντρου δεν είναι πολύ συνηθισμένες και δημιουργούν συνήθως αναστατώσεις (τελευταίο παράδειγμα υπήρξε ο Ρέφικ Σαμπανάτζοβιτς, που το 1996 άφησε την ΑΕΚ για τον Ολυμπιακό ακούγοντας κατάρες από την εξέδρα της Ενωσης), γι’ αυτό συνήθως αποφεύγονται. Αυτό που πλέον συνηθίζεται είναι η αγορά ξένων που έχουν δείξει την αξία τους σε μικρότερες ομάδες. Σήμερα ο Ολυμπιακός έχει στο ρόστερ του τρεις τέτοιους ποδοσφαιριστές: τον Πρέντραγκ Τζόρτζεβιτς που αποκτήθηκε από τον Πανηλειακό το καλοκαίρι του 1996 και αποδείχθηκε η καλύτερη μεταγραφή των Ερυθρολεύκων, τον Πίτερ Οφορίκουε για τη μεταγραφή του οποίου από την Καλαμάτα το 1997 ξοδεύτηκαν περισσότερα από 500 εκατ. δραχμές και τον Λουτσιάνο ντε Σόουσα που πήγε στον Ολυμπιακό από την Ξάνθη το καλοκαίρι του 1998 και έβγαλε τα λεφτά του πέρυσι, όταν στις καθυστερήσεις του αγώνα με τον Ηρακλή πέτυχε το γκολ της νίκης το οποίο αποδείχθηκε καθοριστικό στην εξέλιξη του πρωταθλήματος.
* «Φυτώρια» στην περιφέρεια
Ανάλογη πολιτική ακολουθεί και ο Παναθηναϊκός, που έχει αγοράσει τα τελευταία χρόνια τον Ιγκόρ Σιπνιέφσκι από την Καβάλα, τον Πέρσι Ολιβάρες από τον ΠΑΟΚ και τώρα τον Μπόατενγκ από την Καλαμάτα, αλλά και οι ομάδες της Θεσσαλονίκης. Ο ΠΑΟΚ προσπαθεί να λύσει τα αμυντικά προβλήματά του με τον Κόφι Αμπονσά που έμεινε ελεύθερος από τον Ολυμπιακό και τον Ιφεάνι Ουντέζε που αποκτήθηκε από την Καβάλα, ο Αρης απέκτησε το περασμένο καλοκαίρι από την Ξάνθη τον Ισμαήλ Μπα και ο Ηρακλής, ο οποίος είχε ήδη αγοράσει τον Ιούνιο του 1998 τον Εμπενίζερ Χάγκαν από την Καλαμάτα, ενισχύθηκε με τον Αλτίν Χατζί που είχε περάσει από την Παναχαϊκή και τον Βλάνταν Μιλόγεβιτς από τον Παναθηναϊκό.
Με δεδομένο ότι το ενδιαφέρον για ξένους που ήδη αγωνίζονται στην Ελλάδα συνεχώς μεγαλώνει, είναι λογικό κάποιοι σύλλογοι να ψάχνουν άγνωστους εκκολαπτόμενους αστέρες ελπίζοντας ότι η καταξίωσή τους και η πώλησή τους θα τους κάνει πλουσιότερους. Ο πρώην πρόεδρος της Καλαμάτας Σταύρος Παπαδόπουλος πουλούσε ξένους ποδοσφαιριστές όχι μόνο στις ελληνικές ομάδες, αλλά ακόμη και στην Αντερλεχτ (τον Γκανέζο Σάμουελ Τζόνσον). Ο Απόλλων Αθηνών παραχωρούσε τους καλύτερους ξένους του όχι μόνο στους μεγάλους (Κόλα στον Παναθηναϊκό, Πρέντραγκ Ερακ στον Αρη), αλλά και σε ομάδες ανάλογης δυναμικότητας. Εδωσε, π.χ., τον Μπέρναντ Μπάρνιακ στον Πανηλειακό και τον Νικολά Ντικουμέ στην Ξάνθη και αυτές τις κινήσεις τής πλήρωσε εν πολλοίς με υποβιβασμό…
Αντιθέτως φυτώριο ξένων έχει αποδειχθεί η Ξάνθη, η οποία μετά τους Λουτσιάνο (Ολυμπιακός), Βεριντιάνο Μαρτσέλο, Κέλβιν Σέμπουε (ΑΕΚ) και τον Ισμαήλ Μπα (Αρης), περιμένει προτάσεις για τον Βλαντίμιρ Γιανότσκο αλλά και τον Γιουράι Μπούτσεκ που έχουν αποδειχθεί εξαιρετικές περιπτώσεις για τα μέτρα του ελληνικού πρωταθλήματος. Το κακό και στη δική τους περίπτωση, όπως και σε όλες τις ανάλογες περιπτώσεις, είναι ότι αυτού του είδους οι μεταγραφές σπάνια ενθουσιάζουν. Οι γνωστές λύσεις μπορεί να είναι σίγουρες και δοκιμασμένες αλλά δεν εξάπτουν τη φαντασία των οπαδών, οι οποίοι συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις λένε ότι η ομάδα βολεύτηκε με ό,τι βρήκε για να μην πληρώσει και πάρα πολλά…



