Κι ένα γεναριάτικο πρωινό, με τις θερμοκρασίες χαμηλές, μια εταστική ματιά στον κόσμο: Sic transiit secundum millennium mundi; nunc tertium datur (= Ετσι πέρασε η δεύτερη χιλιετία του κόσμου· δίδεται και η τρίτη). Θα ξεκινήσω με φτιαχτή στιχομυθία, σε ήχο Περιμένοντας τον Γκοντό πλάγιο, ενώ στη συνέχεια το κείμενο ξαναβρίσκει τον ορθό δρόμο, με θυμοσοφίες για το παρελθόν και το μέλλον:


Βλαντιμίρ: Γκογκό;


Εστραγκόν: Λέγε.


Βλ.: Λέω να καβατζάρω τη χιλιετία.


Εστρ.: Αλήθεια, Ντιντή; Μα αυτό είναι σπουδαίο! Με το Ιουλιανό ημερολόγιο;


Βλ.: Και θα ζω στην τρίτη χιλιετία ευτυχής.


Εστρ.: Τώρα, μάλιστα. Πιάσαμε πάτο στη δεύτερη και πάμε να μαγαρίσουμε και την επόμενη. Με λίγα λόγια, σε χάνουμε δηλαδή!


Βλ.: Ε, όσο να ‘ναι… Θα βλεπόμαστε, κάπου κάπου.


Εστρ.: Δεν θα πας μακριά!


Βλ.: Θα ‘ρθείς, παλιόφιλε, να κάνουμε μαζί τη διαπόρθμευση του χρόνου;


Εστρ.: Μπα, θέλουμε και παρέα τώρα;


Βλ.: Με τη λήξη του αιώνα και της χιλιετίας, να κάνουμε το νταμπλ. Βάλε και την απλή Πρωτοχρονιά… η αχτύπητη τριπλέτα. Καινούργιο ξεκίνημα στη ζωή! Να ξεκινάς χιλιετία είναι ωραία. Σα να στρώνεις καινούργια Λαμποργκίνι…


Εστρ.: Τι λέει ο δικός μου! Αφού από αμάξια είσαι άσχετος.


Βλ.:…άσε που θα φυσήξουμε και δύο χιλιάδες, χρυσά, ζεστά και ζωηρά κεράκια…


Εστρ.: Εγώ λέω να μείνω. Αυτές οι απανωτές αλλαγές μ’ έχουν κουράσει. Σα να ‘ταν γύρισμα παλτού! Δεν μου λες;


Βλ.: Τι ‘ναι πάλι;


Εστρ.: Το ξέρεις πως έχουμε παλιώσει πολύ για διαπόμπευση;


Βλ.: Διαπόρθμευση. Κάποτε είχαμε διαπορθμευτεί. Πριν από χίλια χρόνια. Δεν το θυμάσαι;


Εστρ.:Τελείωνε γιατί μ’ έχεις πρήξει.


Βλ.:…Κατοχή, Εμφύλιος… Οκταετία… Σίξτις, σαν πενθέκτη μεθ’ εβδόμης… Τα ξέχασες!


Εστρ.: Και ποια είναι η ερώτηση, για να ‘χουμε και καλό ρώτημα, που θέλει να υποβάλει ο γκοσποντίν Βλαδίμηρος;


Βλ.: Πατώνουμε βαθιά, πατάμε με δύναμη, παίρνουμε τη φόρα μας και, φλουπ!, καβάτζα τη χιλιετία. Το εφαλτήριο που χάσκει! Τρίτη χιλιετία, θα κατέβει κανείς;


Εστρ.: Κι είναι ανάγκη να το κάνουμε από φέτος;


Βλ.: Φυσικά. Μην το αργούμε. Μια χιλιετία που ‘ναι να βγει…


Εστρ.: Σ’ αυτό το χάλι; Πώς θα εμφανιστούμε έτσι στους άλλους;


Βλ.: Ποιους άλλους;


Εστρ.: Δισεκατομμύρια άλλους. Σε κοτζάμ πλανήτη. Στο Διαδίκτυο.


Βλ.: Ελα, σβέλτα, μην το κουράζουμε.


Εστρ.: Εντάξει, καβάτζα εγώ από ‘δώ, εσύ από ‘κεί.



Από τους ανθρώπους του 11ου μ.Χ. αιώνα διαφέρουμε πολύ, αλλά μόνο στις λεπτομέρειες, αφού κατά την πρώτη όπως και τη δεύτερη χιλιετία τα σπλάχνα μας διατήρησαν την προχριστιανική τους δομή (σπλήνα, χολή κτλ.), συνεπώς κυμανθήκαμε στα ίδια συγκινησιακά πεδία. Μέτρο της αισθαντικότητας μιας χιλιετίας (μιας διαδοχής, δηλαδή, από συνάψεις εποχών) είναι πάντως και η λογοτεχνία. Τα πειστήρια για την ουσιαστικώς ανεξέλικτη αισθαντικότητά μας είναι περισσότερα από τις ενδείξεις για το αντίθετο· θα παραθέσω μόνο δύο, του 11ου αιώνα το πρώτο και του 12ου το δεύτερο: Το άλογο (ο «φάρας») του Αμιρά κάνει επιδεικτικές βόλτες πριν από τη μονομαχία με τον Κωνσταντίνο και οι Σαρακηνοί «πάντες συνεξήλθασιν εις θέαν», για να το χαζέψουν δηλαδή, στιλπνό με τα στολίδια του και τον οπλισμό του αναβάτη, σαν Χάρλεϊ που τη στριφογυρίζει ένστολος σε έκθαμβους νυχτόβιους υπαίθριας καφετέριας:


«Ο φάρας έπαιζε τερπνώς πάντας υπερεκπλήττων, /τους γαρ πόδας τους τέσσαρας εις έν επισυνάγων, /καθ’ άπερ ως εν μηχανή, εκάθητο εκείσε, /άλλοτε δε εφαίνετο λεπτοπυκνοβαδίζων, /ως δοκείν μη περιπατείν, αλλά χαμαί πετάσθαι» (Διγενής Ακρίτας, Α’, 166-170), όπου ο «λεπτοπυκνοβαδίζων» ίππος δίνει μια εντύπωση παρόμοια με των τροχών που, καθώς περιδινούνται πιο γοργά, οι ακτίνες τους φαίνονται σαν να γίνονται μία. Κι όταν εξάλλου η Χάρλεϊ-Ντάβιντσον γκαζώνει, είναι στιγμές που μοιάζει να χαμοπετά.


Δεύτερο πειστήριο είναι το παράπονο του δασκάλου ότι ο μισθός του κατσιάζει στα όρια της φτώχειας· και ιδού ότι η μιζέρια δεν έχει διαφοροποιηθεί αισθητά από τον 12ο μ.Χ. ως τον 21ο αιώνα:


«Από μικρόθεν μ’ έλεγεν ο γέρων ο πατήρ μου: /Παιδίν μου, μάθε γράμματα, και ωσάν εσέναν έχει. /Βλέπεις τον δείνα, τέκνον μου, πεζός περιεπάτει, /και τώρα διπλοεντέλινος και παχυμουλαράτος. /Αυτός, όταν εμάνθανε, υπόδησιν ουκ είχεν, /και τώρα, βλέπεις ‘τον, φορεί τα μακρυμύτικά του. […] Και έμαθον τα γραμματικά μετά πολλού του κόπου. /Αφού δε τάχα γέγονα γραμματικός τεχνίτης, /επιθυμώ και το ψωμίν και του ψωμιού την μάναν· /υβρίζω τα γραμματικά, λέγω μετά δακρύων: “Ανάθεμαν τα γράμματα, Χριστέ, κι οπού τα θέλει!”» (Προδρομικά, Δ’, 1-4 και 15-19. Στο ίδιο κείμενο προτείνονται εναλλακτικές λύσεις για όσους ονειρεύονται το ερμάρι τους γεμάτο από «ψωμίν, κρασίν πληθυντικόν και θυννομαγειρίαν/και παλαμιδοκόμματα και τσίρους και σκουμπρία»· τέτοια σωτήρια επαγγέλματα ήσαν τον 11ο αι. και παραμένουν ή αναβιώνουν: καλόγερος, χρυσορράπτης, τσαγκάρης, φούρναρης κ.ά.).


Οι διπλοεντέλινοι και παχυμουλαράτοι


Εκτιμούμε λάθος όταν σκεπτόμαστε τον δάσκαλο στους παραδοσιακούς και μόνον χώρους, ενώ οι μπροστάρηδες του επαγγέλματος βρίσκονται αλλού: οι δάσκαλοι οδήγησης αυτοκινήτων, σκύλων και σκαφών, οι εκπαιδευτές της πληροφορικής, οι επενδυτικοί και χρηματιστηριακοί γκουρού, χωρίς να εξαιρέσουμε τους καθηγητές ξένων γλωσσών και τους φροντιστές της Παραπαιδείας μας. Τέτοιοι δάσκαλοι εποχούνται σήμερα «διπλοεντέλινοι» (με τις καλύτερες ζάντες και διπλό διαφορικό) και «παχυμουλαράτοι» (με ισχυρότατο κυβισμό).


Πρώτος το έγραψε ο Βασίλης Βασιλικός: «[…] για όσους γεννήθηκαν στα μέσα της δεκαετίας του ’30, είναι μεγάλο επίτευγμα στην ταφόπλακά τους να γράφει 193…-200… Σκαλώνει το μάτι του περιηγητή των νεκροταφείων. Είναι ένα κέρδος, οπτικό». (Βλ. στο ημερολόγιο της Εταιρείας Συγγραφέων Στο Γύρισμα του Αιώνα, Νεφέλη, 1999, σ. 100.) Να προσθέσω ότι εκείνοι που γεννήθηκαν το 1950 και θα αποβιώσουν το 2050 μοιάζουν σαν στρογγυλοποιήσεις μαθηματικών του τύπου «μιάμιση ρέγκα, μιάμιση δραχμή». Αλλά η αναγραφή «Γεννήθηκε το 1900, απεβίωσε το 2000 μ.Χ.» δικαιούται να καταστεί ρίμα του αιώνα.


Τρέχουμε από επέτειο σε επέτειο, από Πρωτοχρονιά σε Πρωτοχρονιά, από χιλιετία σε χιλιετία και αναρωτιόμαστε αν τουλάχιστον διανύσαμε τα ανταπαιτητά χιλιόμετρα ­ ή μήπως λαχανιάζουμε σε κυλιόμενη περπατούρα. Το έθιμο έχει και τα καλά του, φθειρόμαστε ωστόσο ως δρομείς, εκ προθέσεως ή παραδρομής (του Εξήντα οι εκδρομείς φορτσάρουν ήδη κι ως γονείς και δεν προκάνουν, ζουληγμένοι σαν τυριά στο παραδοσιακό σάντουιτς: από κάτω γονείς και 2η, από πάνω παιδιά και 3η χιλιετία).


Και ιδού, σκαλάθυρμα της 2ης μ.Χ. χιλιετίας (φέρνει λίγο σε απελπισία τύπου «Sous le pont Mirambeau/coule la Seine/et nos amours»): Ξακρίστηκε στην άκρη της ληγμένης Χιλιετίας, /το δάκρυ σου, /νερένιο νόμισμα, αλί!, /μεγεθυμένο σαν ρολόι του Νταλί ­ μα η Πολιτική/δεν είναι Εσμεράλντες και μνημόσυνα/κι ούτε οι Παπαδιαμάντες·/λαοί που τριμματίζουνε τη μνήμη τους σαν κέικ/και σαν επετειακοί μπερμπάντες, /την έχουν φεσωθεί ως τ’ αφτιά την Ιστορία/ίσως γι’ αυτό δεν άκουσαν για Σβέικ/μήτε για δυσμενή συγκυρία.


Οι προνομιούχοι του… 2000


Χιλιετία είναι η ευρύχωρη, αντι-Ντεριντά (όπως παλιότερα: Αντι-Ντύρινγκ) μάντρα του χρόνου. Ολο τον Δεκέμβριο κοιτούσαμε από τη δεύτερη χιλιετία στην επόμενη: οι πρόσφατοι πρόγονοι δεν είχαν τέτοιο άνοιγμα να μπάζει. Οι χιλιετίες περνούν, η στοιχειοθέτηση με το χέρι μένει.


Οι χιλιετίες φεύγουν, η Δεξιά-Αριστερά μένει έως ότου, με την πρόοδο της επιστήμης, θα γεννιούνται όλα τα βρέφη αμφιδέξια. Εκείνη τη μέρα, ένα εκτυφλωτικό φως θ’ αστράψει ψηλά και θα σμιχτούν οι ΠΑΕ του Ολυμπιακού και του ΠΑΟΚ εις σάρκα μίαν, ενώ οι οπαδοί τους θα κάνουν το χαρακίρι του Ουρανού. (Και θα επιχαίρει κάποιος οπαδός του Γηραιού.)


Τι είναι ο άνθρωπος; ρωτούσαν σχετλιάζοντας ο Μπούλης και ο Ιάσων τον Αντωνάκη, στην καλή μαυρόασπρη ταινία. Απαντώ: Μια περατζάδα από τη δεύτερη στην τρίτη χιλιετία.


Μια αναρτημένη χριστουγεννιάτικη αφίσα προπαγάνδιζε εσχάτως υπέρ του Χριστού στην επαρχία, με τη σχετική εικόνα και την ακόλουθη αναγραφή: «Στα 2000 μ.Χ. ψέματα, Αυτός (έτσι αγενώς· και όχι Εκείνος) παραμένει η μοναδική αλήθεια. Αξίζει να τον εμπιστευτείς. Τόλμησέ ‘το». Τον συνιστούν 29 κατασκευαστές ιεροπλυντηρίων, θα πρόσθετα. Η πολλή εμπορικότης βλάπτει.


Οι γεννηθέντες τη δεύτερη χιλιετία μοιάζουμε ήδη με θλιβερά απομεινάρια του φαύλου ενετο-βυζαντινού παρελθόντος, αντιβαλλόμενοι με τα καϊνάρια που γεννιούνται από 1ης Ιανουαρίου 2000 μ.Χ. και εξής. Ιδίως όσοι γεννήθηκαν το 1999 θα κινδυνέψουν να έχουν την ίδια τύχη με τις τιμές των προϊόντων που αναγράφουν «1.999 δρχ.»: εκπίπτουν στις 1.200 ή μένουν απούλητα.


Η 1η και η 2η Χιλιετία μ.Χ. ήταν, σε ακραία ανάλυση, η μεταβατική περίοδος από τους κεφαλαιογράμματους Ρωμαϊκούς στους Times New Roman Greek characters.


Ο κ. Μίμης Σουλιώτης είναι επίκουρος καθηγητής Λογοτεχνίας στην Παιδαγωγική Σχολή Φλώρινας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.