Ο 20ός αιώνας άφησε βαθιά σημάδια στις ελληνικές πόλεις. Καμία ωστόσο δεν γνώρισε τόσο πολύμορφες αλλαγές, όπως η Θεσσαλονίκη. Αν μια πόλη προσδιορίζεται από την εθνική της ταυτότητα, τον ευρύτερο χώρο επιρροής της, την προέλευση και τη σύνθεση του πληθυσμού της, την παραγωγική υποδομή, τα χωρικά χαρακτηριστικά ή τις αρχιτεκτονικές της ιδιοτυπίες και παραδόσεις, τότε πράγματι η Θεσσαλονίκη άλλαξε έντονα ως προς όλα αυτά.
Στη μακρά ιστορική διαδρομή της η πόλη πορεύθηκε διαφορετικά από την Αθήνα. Περισσότερο βαλκανική παρά μεσογειακή, κυρίως παραγωγική-διαμετακομιστική παρά πολιτική-διοικητική, μάλλον πολυεθνοτική παρά εθνική, διέθετε τις δικές της διασυνδέσεις με τον κόσμο. Διέτρεξε τον αιώνα μας ως η «δεύτερη Ιερουσαλήμ», το «προπύργιο του ελληνισμού», η «πρωτεύουσα των προσφύγων» και η μεγάλη «φτωχομάνα», με τον αμφίβολα παρηγορητικό τίτλο της συμπρωτεύουσας, ή με τον ανούσιο της «Νύμφης του Θερμαϊκού». Το ξεθώριασμα της πολυκύμαντης ιστορίας της και οι αθέλητες ή καθοδηγημένες παρεκτροπές της ιστορικής μνήμης παρακολούθησαν τις έντονες μεταβολές του ανθρώπινου δυναμικού της (ανταλλαγή, ολοκαύτωμα, μετανάστευση) και τη μαζική οικοδομική «ανάπτυξη» μετά το 1960, που της έδωσε το γνωστό ομοιόμορφο ύφος της νεοελληνικής πόλης.
Η κατεδάφιση των τειχών
Λίγο πριν από την είσοδό της στον 20ό αιώνα η πόλη κρατούσε το «αρχαίο» της σχήμα, στην ίδια πάντα έκταση των 330 εκταρίων, περιχαρακωμένη στο εσωτερικό του βυζαντινού τείχους. Η κατεδάφιση των τειχών και η κατασκευή προκυμαίας αποτέλεσαν το πρώτο βήμα για την μετατροπή της από μεσαιωνική σε σύγχρονη πόλη στο τέλος της Τουρκοκρατίας, επιτρέποντας την άμεση επαφή με τη θάλασσα και την επέκταση του οικισμένου χώρου στα περίχωρα. Η εξέλιξη αυτή οφείλεται στις νέες συνθήκες ανάπτυξης του εμπορίου της Μεσογείου, ειδικά μετά τη διάνοιξη της διώρυγας του Σουέζ, όπως και στις ευρύτατες ανακατατάξεις στα Βαλκάνια και προσδιόρισε τον ανανεωμένο ρόλο της, διεθνή και τοπικό, ως κέντρου μιας νέας βαλκανικής πραγματικότητας.
Η αύξηση του αστικού πληθυσμού (από 80.000 το 1870) και η εγκατάσταση νέων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων αντανακλώνται στην εξάπλωση της πόλης και στην εμφάνιση «ευρωπαϊκών» συνοικιών και υποβαθμισμένων γειτονιών. «Η πόλις η περιλαμβανομένη εντός των μεσαιωνικών τειχών δεν απέβαλεν ακόμη την παλαιάν μορφήν της», σημείωνε ένας ταξιδιώτης από την παλαιά Ελλάδα. Και συνέχιζε γνωρίζοντας πόσο ισχυρές αποδεικνύονται οι αντιστάσεις του χώρου: «Δεν θα την αποβάλη δε και μετά πάροδον ίσως αιώνων». Και όμως η ιστορία τον διέψευσε μέσα σε ελάχιστα χρόνια…
Η δεκαετία 1912-1922 είναι κρίσιμη; Απελευθέρωση και αλλαγή κυριαρχίας, Παγκόσμιος Πόλεμος και «κατάληψή» της από τον στρατό της Αντάντ, διχασμός και πρωτεύουσα του κράτους της Θεσσαλονίκης, πυρκαϊά και καταστροφή του ιστορικού κέντρου το 1917, Μικρασιατική καταστροφή και ανταλλαγή των πληθυσμών. Πολύγνωση και πολυπολιτισμική, δυτικόφιλη και «ανατολίτικη» η πόλη βίωσε το τέλος του πολέμου σε ένα μεταίχμιο, πόλη-πέρασμα μεταξύ δύο εποχών και δύο κόσμων. Η πυρκαϊά του 1917 (70.000 άστεγοι, 3/4 των οποίων ήταν Εβραίοι), εξάλειψε ουσιαστικά την «ανατολίτικη» όψη της πόλης και την παραδοσιακή της διάρθρωση. Η πρωτοφανής ταχύτητα και αποφασιστικότητα με την οποία η κυβέρνηση των Φιλελευθέρων αποφάσισε τον ανασχεδιασμό της «πυρίκαυστης» αξίζει να υπογραμμισθεί. Υιοθετώντας τις πλέον πρόσφατες ιδέες και μεθόδους της σύγχρονης πολεοδομίας και αποφασίζοντας να αγνοήσει το προϋπάρχον καθεστώς ιδιοκτησίας και τις παραδοσιακές χρήσεις της γης, η πολιτεία χρησιμοποίησε την ανοικοδόμηση ως μοχλό για την ενδυνάμωση της ελληνικής κυριαρχίας, την άσκηση μεταρρυθμιστικής πολιτικής και τον κοινωνικό και χωρικό εκσυγχρονισμό της πόλης. Στον Μεσοπόλεμο η παλαιά Θεσσαλονίκη δίνει τη θέση της σε έναν χώρο «μοντέρνο», ομοιογενή, χωρίς τις προηγούμενες ιδιαιτερότητες. Την ίδια περίοδο χάνει σε μεγάλο βαθμό τον σύνθετο πολιτισμικό χαρακτήρα, καθώς εγκαταλείπεται υποχρεωτικά από τους μουσουλμάνους, αλλά και από έναν σημαντικό αριθμό Εβραίων (προς τη Δύση ή προς την Παλαιστίνη).
Εντονη ανοικοδόμηση
Μεταξύ 1922 και 1932, 15.000 οικοδομές κτίσθηκαν στη Θεσσαλονίκη, εκ των οποίων 2.200 στο κέντρο, πάνω από 3.000 στην ανατολική περιοχή και 9.000 προσφυγικές… Αν και η εντυπωσιακή ανοικοδόμηση απορροφά το πλεονάζον εργατικό δυναμικό που δεν βρίσκει άλλη διέξοδο απασχόλησης, το πρόβλημα της ανεργίας εμφανίζεται με οξύτητα. Το 1930, 25.000 άτομα τρέφονται χάρη στα δημοτικά συσσίτια, ενώ καταγράφονται 70.000 άποροι. Η πληθώρα των έργων που προτείνονται την περίοδο αυτή, χωρίς όμως να εκτελούνται, δείχνει την αγωνία της «φτωχομάνας», που θα καταγραφεί αιματηρά τον Μάη του 1936. Το 1940, 70 χρόνια μετά την κατεδάφιση του τείχους, η Θεσσαλονίκη έχει υπερτριπλασιάσει τον πληθυσμό της (278.000) και εξαπλασιάσει την επιφάνειά της (2.000 εκτάρια).
Πολεμικές καταστροφές, βίαιες μεταβολές στη σύνθεση του ανθρώπινου δυναμικού και η απουσία ιδιωτικών ή δημοσίων επενδύσεων επιδρούν στον χώρο της πόλης ως τις αρχές της δεκαετίας του ’50. Η πόλη απογυμνώνεται με τραγικό τρόπο από τον πολυάριθμο εβραϊκό πληθυσμό που την είχε σφραγίσει με την παρουσία του. Οι συνθήκες κατοικίας επιδεινώνονται, ενώ τις δυσκολίες επιτείνει η αστυφιλία της δεκαετίας του ’60.
Στην προσπάθεια να αμβλύνει το στεγαστικό πρόβλημα και να αναθερμάνει την τοπική οικονομία που υποφέρει από τη μετεμφυλιακή ατμόσφαιρα του Ψυχρού Πολέμου, το ελληνικό κράτος κινητοποιεί το ιδιωτικό κεφάλαιο. Με τα περίφημα διατάγματα του 1956 και 1960, που επέτρεψαν μια ιδιαίτερα υψηλή εκμετάλλευση των οικοπέδων της Θεσσαλονίκης, υπερβαίνοντας τα γενικώς ισχύοντα στην επικράτεια, αναπτύσσεται έντονη ανοικοδόμηση. Παράλληλα μεγάλα δημόσια έργα διαμορφώνουν τα σύγχρονα χαρακτηριστικά της πόλης (διανοίξεις αρτηριών και εξοστρακισμός των τραμ, ανέγερση σιδηροδρομικού σταθμού, θεάτρου, μουσείων, νοσοκομείων, επέκταση του λιμανιού, κατασκευή της νέας παραλίας, κτιριακά συγκροτήματα του πανεπιστημίου και της Διεθνούς Εκθεσης). Η παράλληλη και ταχύτατη ανοικοδόμηση της παλαιάς ιστορικής λεωφόρου των Εξοχών με ογκώδεις οικοδομές που καλύπτουν τους παλιούς μεγάλους κήπους θα αφαιρέσει από την πόλη έναν σημαντικό αριθμό κομψών κτιρίων της αρχής του αιώνα. Στη διαμόρφωση της νέας φυσιογνωμίας σημαντικό ρόλο παίζουν οι ανασκαφές μετά το 1945 στην περιοχή των βυζαντινών ανακτόρων και στην αρχαία Αγορά.
Οι 330.000 κάτοικοι του 1961 αυξάνονται σε 557.000 το 1971! Στην επόμενη δεκαετία ο πληθυσμός φθάνει στις 706.000. Οικοδομούνται και τα τελευταία άκτιστα οικόπεδα, εκδιώκοντας τις λιγότερο αποδοτικές λειτουργίες που «βολεύονταν» σε αυτά, όπως χώρους στάθμευσης, πρασίνου και παιδικού παιχνιδιού, ή θερινά σινεμά, που αποτελούσαν σημεία έλξης στο κέντρο αλλά και στις γειτονιές. Ο σεισμός του 1978 φανέρωσε πέρα από κάθε αμφιβολία τη δυσλειτουργία της πόλης που παγιδεύει τους κατοίκους σ’ έναν συμφορημένο και ανεπαρκή δημόσιο χώρο.
Στα χρόνια αυτά ο αστικός χώρος παγιώνεται ως προς την κατανομή των χρήσεων και τη γενικότερη λειτουργία τους. Βιομηχανικές και αποθηκευτικές εγκαταστάσεις βρίσκονται βορειοδυτικά σε μια εκτεταμένη βιομηχανική ζώνη. Βιομηχανίες ένδυσης και υπόδησης συγκεντρώνονται κυρίως στο κέντρο, σε μικρότερες μονάδες. Αντίστοιχες δραστηριότητες παρουσιάζουν οι βορινοί δήμοι Ευόσμου, Ελευθερίου και Σταυρούπολης και ορισμένες ανατολικές περιοχές της πόλης, κυρίως περί τη Θέρμη. Το χονδρεμπόριο εντοπίζεται γύρω στο λιμάνι και στο κέντρο, ενώ δημόσιες υπηρεσίες, γραφεία, τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρείες εγκαθίστανται στο ιστορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης.
Βαλκάνια Σιγκαπούρη;
Το 1991, ο πληθυσμός της Θεσσαλονίκης εμφανίζεται σχεδόν σταθεροποιημένος (750.000, δηλαδή +5%), αν και οι αρμόδιες υπηρεσίες επιμένουν ότι φθάνει το ένα εκατομμύριο. Η πόλη εξακολουθεί να εξαπλώνεται κατά μήκος των μεγάλων επαρχιακών οδών με κατοικίες και επιχειρήσεις. Μεσαία και υψηλά εισοδηματικά στρώματα εκφράζουν την προτίμησή τους στη μονοκατοικία, εγκαταλείποντας το συμφορημένο περιβάλλον της κάτω πόλης. Αντίθετα, οι δυτικές συνοικίες που απορρόφησαν κυρίως τα φαινόμενα της αυθαίρετης δόμησης μεταξύ 1960-1980, ανοικοδομούνται με πολυκατοικίες. Παντού η κατάτμηση της γης, η πυκνή δόμηση και η έλλειψη πολεοδομικού σχεδιασμού παράγουν περιοχές μη ελκυστικές με απουσία υποδομής και ελεύθερων χώρων. Οι επιλογές των υψηλότερων εισοδηματικών στρωμάτων δεν καταφέρνουν να δημιουργήσουν ένα νέο συλλογικό πρότυπο αστικού περιβάλλοντος, ενώ παρά τη θεσμοθέτηση «ρυθμιστικού σχεδίου» το 1985, η πόλη εξακολουθεί να κατασκευάζεται από αποσπασματικές πρωτοβουλίες. Μεταξύ αυτών, η δραστηριότητα που αναπτύχθηκε με την ευκαιρία της αναγόρευσης της πόλης ως Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης, το 1997, κατέληξε να δημιουργήσει μια ασυνήθιστα πλούσια υποδομή σε χώρους πολιτιστικών λειτουργιών που ολοκληρώθηκαν βέβαια ένα και δύο χρόνια μετά το 1997.
Νέα φαινόμενα καταγράφονται μετά το 1990. Συρροή πληθυσμών αλλόγλωσσων και αλλοεθνών, δυναμισμός ορισμένων βιομηχανικών κλάδων και διείσδυσή τους στις αγορές γειτονικών χωρών, ατονία άλλων λόγω των πολέμων στα Βαλκάνια, κοινωνική και κτιριακή υποβάθμιση σε ορισμένες περιοχές του κέντρου και των περιφερειών, δραστηριοποίηση του πανεπιστημίου στον διεθνή χώρο, αυξημένο τουριστικό ενδιαφέρον λόγω και των εντυπωσιακών αρχαιολογικών ανακαλύψεων (Βεργίνα, Δίον, Πέλλα). Ετσι, στο τέλος του αιώνα, πληθυσμιακές μετακινήσεις, διεθνείς προοπτικές, οικονομική ανάπτυξη και αναταραχή στα Βαλκάνια συνθέτουν μια εικόνα ρευστότητας, που παραπέμπει στο σκηνικό του προηγούμενου αιώνα. Η πόλη φέρεται να στεγάζει σήμερα 1,5 εκατομμύριο κατοίκους (κατά ανεπίσημες αλλά «αρμόδιες» εκτιμήσεις), με φήμες για πολλαπλασιασμό τους στο άμεσο μέλλον. Αν κάποιοι στις παραμονές της απελευθέρωσης, ονειρεύονταν τη διεθνοποίηση της Θεσσαλονίκης με πρότυπο την Ταγγέρη, σήμερα ορισμένοι άλλοι τη σκιαγραφούν κατά το παράδειγμα της Σιγκαπούρης!… Βαλκάνια Σιγκαπούρη; Για μια ακόμη φορά, εν μέσω πολεμικών δεινών και οραμάτων οικονομικής ευμάρειας, το μέλλον μοιάζει να συνδέει τις προσδοκίες της πόλης με τις τύχες της βαλκανικής ενδοχώρας.
Η κυρία Αλέκα Καραδήμου-Γερολύμπου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια πολεοδομίας στο τμήμα αρχιτεκτόνων του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.



