Επανειλημμένως από τις στήλες του «Βήματος» έχω αναφερθεί στο θέμα της ορθογραφίας, γιατί το θεωρώ ουσιώδες και άμεσου πρακτικού ενδιαφέροντος για όλους μας. Το να γράφεις σωστά, εννοώ εδώ ορθογραφημένα, τη γλώσσα σου είναι και επιθυμία και υποχρέωση όλων αλλά και προφύλαξη από ποικίλα μειωτικά σχόλια που προκαλούν ορθογραφικά λάθη στο γραπτό μας, ιδίως τα «χοντρά» λεγόμενα λάθη. Στο πέρασμα μάλιστα από την καθαρεύουσα στη δημοτική γεννήθηκε σε πολλούς η εσφαλμένη εντύπωση ­ συχνά κι ένα αδικαιολόγητο συναίσθημα ανασφάλειας ­ ότι στη γραφή της δημοτικής αλλάζει άρδην η ορθογραφία και ότι, ούτε λίγο ούτε πολύ, θα πρέπει κανείς να μάθει νέα ορθογραφία, «την ορθογραφία της δημοτικής» και να απομάθει την ορθογραφία της καθαρεύουσας! Με εξαίρεση την απλοποίηση ορισμένων γραμματικών καταλήξεων και την απλογράφηση των ξένων λέξεων, όσο κι αν φαίνεται περίεργο δεν έχει αλλάξει ουσιαστικά τίποτε στην ορθογραφία της γλώσσας μας (το μονοτονικό αντί του πολυτονικού είναι άλλης τάξεως θέμα, που δεν συνδέεται με την ετυμολογική – σημασιολογική υφή των λέξεων). Ισχύει δηλ. και είναι καθολικά αποδεκτή στην Ελλάδα η ιστορική ορθογραφία των λέξεων με βάση την ετυμολογική και ιστορική προέλευσή τους, και δεν υπάρχει κανείς που να μιλάει (παρά τη σχετική κινδυνολογία) για φωνητική ορθογραφία ή κατάργηση της ιστορικής ορθογραφίας ­ όπως δεν μιλούν οι Αγγλοι, οι Αμερικανοί ή οι Γάλλοι για κατάργηση της ιστορικής ορθογραφίας της γλώσσας τους. Ετσι, αν εξαιρέσουμε τις ξενικής προελεύσεως λέξεις και τις απλοποιημένες καταλήξεις, οι ορθογραφικές δυσκολίες της Ελληνικής περιορίζονται σ’ έναν πολύ μικρό αριθμό λέξεων, που δεν ξεπερνούν τις 200. Πολλές από αυτές τις λέξεις, στα 60 σχεδόν χρόνια που πέρασαν από το 1940, έχουν αρχίσει και γράφονται διαφορετικά από την ορθογραφία που είχε δοθεί τότε (1941) στη Γραμματική του Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Γράφονται όλο και περισσότερο (στα σύγχρονα Λεξικά, σε νεότερες γραμματικές, στα γραπτά διαφόρων λογίων, εκπαιδευτικών και προσεκτικών γενικά χρηστών του γραπτού μας λόγου) σύμφωνα με τα διδάγματα της επιστημονικής ετυμολογίας, πολλά από τα οποία περιλαμβάνονται στο Ετυμολογικό Λεξικό του Νικολάου Ανδριώτη (εκδεδομένο από το Ιδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη) και σε άλλα συναφή έργα.


Ο συνάδελφος κ. Δ. Τομπαΐδης, σε άρθρο του στο «Βήμα» (18 Ιαν. ’98), εξέθεσε τις δικές του απόψεις για το θέμα της ορθογραφίας, υποστηρίζοντας ότι πρέπει να υπάρχει μια ορθογραφική πειθαρχία που να στηρίζεται στην ορθογραφία η οποία έχει υιοθετηθεί στη Γραμματική Τριανταφυλλίδη, έστω κι αν συγκρούεται προς την επιστημονική ετυμολογία των λέξεων (αυτή κατά τον κ. Δ. Τομπαΐδη δεσμεύει μόνο τα Ετυμολογικά Λεξικά). Η θέση του: «Χρειάζεται λοιπόν απ’ όλους μας κάποια ορθογραφική πειθαρχία, που μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τη συμμόρφωσή μας, είτε συμφωνούμε είτε διαφωνούμε, με την ορθογραφία της επίσημα καθιερωμένης από την πολιτεία γραμματικής ­ όποια κι αν είναι [Σημ. Ο ίδιος ο κ. Τομπαΐδης δηλώνει ότι από τα προβλεπόμενα στη Γραμματική τον «ενοχλούν γραφές όπως π.χ. του χλωμός και του βρωμώ, με τα παράγωγά τους»]». Ενώ συμφωνούμε με τον αγαπητό συνάδελφο σε ορισμένες εκτιμήσεις που κάνει στο άρθρο του, διαφωνούμε ωστόσο ­ το δηλώνει και το εξηγεί κι εκείνος, θα επιχειρήσω το ίδιο κι εγώ σ’ αυτό μου το κείμενο ­ στη βασική του θέση περί απαρέγκλιτης ορθογραφικής πειθαρχίας με βάση την επίσημη εκάστοτε Γραμματική. Η δική μου θέση είναι η (εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων) τήρηση μιας ορθογραφικής συνέπειας με βάση τα διδάγματα της επιστημονικής ετυμολογίας, αφού η ορθογραφία μας στηρίζεται στην αρχή της ετυμολογικής – ιστορικής ορθογραφίας. Οτι η ορθογραφία μερικών λέξεων πρέπει με τον καιρό να αλλάξει, ακολουθώντας τα διδάγματα της επιστήμης (τα ασφαλή και τα ευρύτερα αποδεκτά), είναι για μένα επιβεβλημένο και αυτονόητο, γιατί αλλιώς θα μέναμε καθηλωμένοι σε προφανή σφάλματα, επειδή συνέβη απλώς να καθιερωθούν κάποτε στο παρελθόν! Η ορθογραφία δεν μπορεί να έχει στατικό χαρακτήρα, μόνη αυτή από όλη τη γλώσσα που εξελίσσεται δυναμικά όπως και η γλωσσική επιστήμη που μελετά τη γλώσσα. Συγκεκριμένα:


α) Θεωρώ ότι είναι λάθος να ξεκινάμε από την αρχή ότι την ορθογραφία μιας γλώσσας, εν προκειμένω της Ελληνικής, τη ρυθμίζει η εκάστοτε επίσημη σχολική γραμματική. Η Γραμματική δεν έχει εξ ορισμού καμία σχέση με την ορθογραφία μιας γλώσσας όσον αφορά σ’ αυτό που ονομάζουμε «θέμα» της λέξης (όχι ως προς τις καταλήξεις που ρυθμίζονται από την κλίση, δηλ. από τη γραμματική δομή μιας γλώσσας). Το αν θα γράψω το κτήριο με ι ή με η (όπως είναι το σωστό, αφού προέρχεται από το ευκτήριος οίκος) είναι ζήτημα λεξιλογικό και όχι γραμματικό, που θα εξαρτηθεί από την ετυμολογική – ιστορική προέλευση της λέξης, εφόσον ακολουθούμε το σύστημα της ιστορικής (ετυμολογικής) ορθογραφίας. Επομένως όλος ο συλλογισμός του κ. Τομπαΐδη στηρίζεται, κατά τη γνώμη μου, σε εσφαλμένη βάση, αφού κριτήριο γι’ αυτόν είναι ό,τι διδάσκει σχετικά η σχολική γραμματική, «όποια κι αν είναι». Για μένα, ο λεξικογράφος και όχι ο γραμματικός είναι αυτός που θα καθορίσει την ορθογραφία των λέξεων, ακολουθώντας βεβαίως τα διδάγματα των ειδικών. Το λεξικό το ορθογραφικό, που θα στηριχθεί σε έγκυρα ετυμολογικά λεξικά, είναι αυτό που θα πληροφορήσει για τη σωστή γραφή των λέξεων. Αλλιώς θα γράφουμε ερήμην των διδαγμάτων της επιστήμης (Χατζιδάκι, Ανδριώτη, Ψυχάρη, Τσοπανάκη, Γεωργακά κ.ά.) και μάλιστα όπως η επιστήμη προχωρεί, αναθεωρώντας και διορθώνοντας πράγματα που αλλιώς τα ξέραμε στο παρελθόν. Αν χρειαστεί να γίνει μια γενικότερη ορθογραφική ρύθμιση, αυτή θα είναι ­ όπως συμβαίνει συνήθως ­ έργο ενός ευρύτερου επιστημονικού σώματος (Ακαδημίας, Εθνικής Επιτροπής ειδικών κ.λπ.) και όχι της εκάστοτε γραμματικής, όποιο κι αν είναι το κύρος και η επιστημοσύνη του συντάκτη της, που είναι αναμφισβήτητα για τον αείμνηστο Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Αλλωστε ο ίδιος ο Τριανταφυλλίδης, αντίθετα προς τις συνήθεις γραφές της εποχής του, ήταν αυτός που τόλμησε να εισαγάγει τις επιστημονικά (κατά τις αρχές της επιστημονικής ετυμολογίας) ορθές γραφές λέξεων, όπως γέλιο (αντί γέλοιο), γλιστρώ (αντί γλυστρώ), γλείφω (αντί γλύφω), αλλιώς (αντί αλλοιώς), αλλήθωρος (αντί αλλοίθωρος), καημός (αντί καϊμός), μαζί (αντί μαζύ, μαζή), σβήνω (αντί σβύνω), ρύζι (αντί ρίζι), ταξίδι (αντί ταξείδι), πρίγκιπας (αντί πρίγκηπας), φίδι (αντί φείδι), ξίδι (αντί ξύδι) κ.λπ.


β) Αν κριτήριο και βάση της ορθογραφίας μας δεχόμαστε ότι είναι η ετυμολογική δομή και ιστορική προέλευση της λέξης, δηλ. η ιστορική ορθογραφία, τότε λόγοι στοιχειώδους συνέπειας υπαγορεύουν να γράφουμε τη λέξη με βάση την ετυμολογική της προέλευση και να μην την απλογραφούμε αυθαίρετα όταν η λέξη είναι μεταγενέστερη και έχει υποστεί κάποια φωνητική μεταβολή, κριτήριο που ούτε επιστημονική βάση έχει ούτε τηρείται με συνέπεια και από αυτούς ακόμη που ρητά ή σιωπηλά το εφαρμόζουν (πβ. λ.χ. γραφές όπως τσύνουρο, ρωδάκινο, καλοιακούδα κ.ά. στο Λεξικό του Ν. Ανδριώτη κ.ά.). Αν το κουκκί προέρχεται από το κόκκος (όπως πράγματι συμβαίνει) θα το γράψω με δύο -κ- (κουκκί)· και το κόκκαλο που είναι το αρχαίο κόκκαλος (άλλαξε απλώς γένος κατά το ουδ. το οστούν), θα το γράψω με δύο -κ- όπως και τα καννιά (τις κνήμες) από το αρχ. κάννα/κάννη θα τα γράψω με δύο -ν-· ακόμη και το καννέλα (που οι Ιταλοί, απ’ όπου το πήραμε, το γράφουν ήδη με δύο -n- cannella γιατί είναι από το λατινικό cannis, το οποίο προέρχεται από το ελλην. κάννη) θα το γράψω με δύο -ν-· γιατί αλλιώς οι Ιταλοί θα γράφουν τη λέξη με δύο -ν- από το ελληνικό κάννη, κι εμείς θα τη γράφουμε με ένα -ν-, γιατί δήθεν στο γλωσσικό μας αίσθημα η λέξη δεν συνδέεται άμεσα με το αρχ. κάννη! Σαν να συνδέονται άμεσα όλες οι άλλες λέξεις που γράφουμε ιστορικά, δηλ. ετυμολογικά, όπως όταν γράφουμε δυόσμος < ηδύοσμος, ασφαλιστική δικλίδα < δικλίς, λυθρίνι < ερυθρίνος κ.ά.


γ) Αυτό που χρειάζεται, με κατάλληλη προετοιμασία και οργάνωση και τώρα που έχουμε απελευθερωθεί από το «εμφυλιοπολεμικό κλίμα» του γλωσσικού ζητήματος, είναι να ξαναδούμε από την αρχή, συστηματικά και με βάση τις νεότερες γνώσεις μας, το θέμα της ορθογραφικής συνέπειας που συνιστά συγχρόνως και ορθογραφική πειθαρχία, πειθαρχία στις αρχές που έχουμε οι ίδιοι υιοθετήσει στην ορθογράφηση της γλώσσας μας. Μέχρι τότε καλό είναι τα λεξικά, οι γραμματικές και οι σκεπτόμενοι άνθρωποι να «τολμούν» να ακολουθούν μια δυναμική μορφή ορθογραφίας που θα τηρεί με όσο γίνεται μεγαλύτερη συνέπεια την ιστορική παράδοση των λέξεων της ιστορικά ενιαίας γλώσσας μας. Ο ίδιος ο Τριανταφυλλίδης, αν ζούσε σήμερα, θα άλλαζε πολλά από μόνος του, συνηθισμένος να ανοίγει δρόμους και να μην προσκολλάται στα καθιερωμένα.


ΣΗΜ. Σχετικά με την ορθογραφία των λέξεων αφτί και αβγό μου κάνει εντύπωση ότι ο κ. Τομπαΐδης φαίνεται να αγνοεί τους λόγους, οι οποίοι ανάγκασαν τον Μ. Τριανταφυλλίδη, τους έχει αναφέρει τόσες φορές (πβ. Απαντα Μ. Τριανταφυλλίδη, τόμ. 7, σ. 32 κ.εξ.), να γράψει αυγό και αυτί με -υ- στη Νεοελληνική Γραμματική και στην επανέκδοση των Αναγνωστικών. Στα Αναγνωστικά του 1917 έγραψε αβγά και αφτιά, που αναγκάσθηκε να τα αλλάξει, όπως ομολογεί ο ίδιος, από τις επιθέσεις που δέχτηκε μέσα στη δίνη του γλωσσικού. Με φανερή πικρία γράφει ο Τριανταφυλλίδης: «Στη Νεοελληνική Γραμματική […] διατηρήθηκαν σε μερικές περιστάσεις γραφές ετυμολογικά όχι σωστές, αλλά καθιερωμένες πια […]. Μαζί με αυτές προτιμήθηκε για το αυτί, αυγό η καθιερωμένη ορθογραφία με υ, με κάποια αδιαφορία και εδώ για την ιστορικά πιο δικαιολογημένη, αλλά με την πρόθεση να μην ξαφνίζωνται ευκολοπείραχτοι αναγνώστες […]». Εμένα πάντως με ανησυχεί περισσότερο η παρατήρηση του Τριανταφυλλίδη: «Είναι περίεργο πως η ορθογραφία των αυγών γίνεται πάντα επίκαιρη όταν φουντώνει παγκόσμιος πόλεμος»! Λέτε;


Ο κ. Γιώργος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής της Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.