Πήρα και δημοσιεύω το παρακάτω «βέβηλο» γράμμα:


Αξιότιμε κύριε,


ΟΜΟΘΥΜΑΔΟΝ ­ όπως λέγαμε άλλοτε ­ χαιρετίσθηκε η εκλογή του Μητροπολίτη Δημητριάδος κ. Χριστοδούλου στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Ελλάδας, και πολλοί ήταν εκείνοι που τόνισαν και τίμησαν τις πολυσχιδείς δραστηριότητές του, την προοδευτικότητά του και άλλες αρετές, που τόσο τις χρειάζεται η χειμαζόμενη Εκκλησία της χώρας.


Ωστόσο, κάποιες εκδηλώσεις και δηλώσεις του νέου Προκαθημένου ξένισαν, ακόμα και τους πιο πρόθυμους να σεβασθούν την «περίοδο χάριτος» στην άσκηση των νέων καθηκόντων του.


ΑΝΑΦΕΡΟΜΑΙ, ειδικά, στην άποψή του (όπως την διάβασα στις εφημερίδες) ότι «γνήσιοι και περισσότερο Ελληνες» είναι όσοι ακολουθούν το «Ελληνορθόδοξο δόγμα»… και ότι αποτελεί «ακριβό προνόμιο ότι γεννήθηκαν Ελληνες και ορθόδοξοι». Αρα, το «σημαινόμενο» είναι πως όσοι Ελληνες δεν ανήκουν στο δόγμα αυτό (Καθολικοί, Διαμαρτυρόμενοι, Εβραίοι, Οθωμανοί κλπ.) είναι «νόθοι» και «λιγότερο Ελληνες». Και πως οι ορθόδοξοι Ελληνες είναι «περιούσιος λαός» ­ μια και η Ελληνορθόδοξη καταγωγή και πίστη τους στοιχειοθετεί «ακριβό προνόμιο», που το στερούνται, φυσικά, όσοι δεν είχαν την τύχη ή την πρόνοια ν’ ανήκουν σ’ αυτό το δόγμα…


Οντας Ελληνας και ορθόδοξος (το γράφει και η ταυτότητά μου), θα έπρεπε να καμαρώνω που είμαι τόσο «προνομιούχος». Αλλά όχι. Αντίθετα, πολύ απόρησα γι’ αυτόν τον διπλό διαχωρισμό ­ απ’ τη μια των Χριστιανών σε (άριστους) Ελληνορθοδόξους και (απορριπτέους ή μετεξεταστέους) αλλοδόξους… κι απ’ την άλλη των Ελλήνων σε (γνήσιους) Ορθοδόξους και (μπόσικους) ανορθόδοξους.


Θεολόγος δεν είμαι, αλλά θυμάμαι ­ σχετικά με το περί Χριστιανών πρώτο ­ πως ο απόστολος Παύλος γράφει: «Οσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε. Ουκ ένι (είναι) Ιουδαίος ουδέ Ελλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ. Πάντες γαρ υμείς είς (ένας) εστε εν Χριστώ Ιησού»1. Πώς εξηγείται, λοιπόν, ο αρχιεπισκοπικός χωρισμός του «ενός» σε ερίφια και σε πρόβατα, σε ήρα και σε στάρι;


Οσο για το δεύτερο, η βαθμολόγηση των Ελλήνων ανάλογα με τη θρησκεία, το δόγμα, τη φυλή, δεν συμπορεύεται με το «κοινόν των Ελλήνων αίσθημα», που αιώνες κι αιώνες συμβίωσαν αρμονικά με αλλόθρησκους, αλλόδοξους, αλλόφυλους ­ όταν άλλα, «ανώτερα» συμφέροντα δεν έσπερναν ανάμεσά τους τη διχόνοια.


Ο ευρυμαθής Αρχιεπίσκοπος γνωρίζει, φυσικά, πως ο εθνομάρτυς και ευσεβέστατος Ρήγας, στα επαναστατικά και πολιτικά κείμενά του, απευθύνεται σε όλους τους βαλκανικούς λαούς ­ «Ελληνες, Βουλγάρους, Αλβανούς, Αρμένιους, Βλάχους, Τούρκους» ­ τους θεωρεί ίσους και συγκυρίαρχους, «χωρίς κανέναν ξεχωρισμόν θρησκείας (επειδή όλοι πλάσματα του Θεού είναι και τέκνα του πρωτοπλάστου)»… «χωρίς ξεχωρισμόν γλώσσης ή διαλέκτου»2…


Και όλα τα Συντάγματά μας ­ από το πρώτο της Επιδαύρου (1822) ως το τωρινό ­ καθιερώνουν τόσο την ισότητα των Ελλήνων όσο και την ελευθερία και το απαραβίαστο της θρησκευτικής συνείδησης και λατρείας.


Πώς γίνεται, λοιπόν, εν έτει σωτηρίω 1998, οι συνταγματικά «ίσοι» να κηρύσσονται «άνισοι» (άλλοι «καλύτεροι» και άλλοι «χειρότεροι») και οι θρησκευτικά «σεβαστοί» να διακρίνονται σε «καθαρόαιμους» και μη; Πώς γίνεται να υποτιμάται η συμβολή των αλλόδοξων Ελλήνων στον κοινωνικό, οικονομικό κλπ. βίο της χώρας; Πώς γίνεται να ξεχνιέται ότι τόσοι και τόσοι απ’ αυτούς πολέμησαν και σκοτώθηκαν σε πολέμους και σε κατοχές; Ηταν, είναι, όλοι αυτοί λιγότερο Ελληνες και λιγότερο «άπεφθοι»;


ΦΟΒΑΜΑΙ πως ακούγοντας αυτούς τους χαρακτηρισμούς, πολλοί παλαιότεροι και νεότεροι Ελληνες ­ ανεξάρτητα από βαθμό «γνησιότητας» ­ θα θυμηθούν κάποιους άλλους καιρούς, όπου διάφοροι εθνοκήρυκες υμνούσαν τους «από τριών χιλιάδων ετών Ελληνες» (τους ομόφρονές τους), αντιπαραθέτοντάς τους στους πολιτικά και ιδεολογικά αντιπάλους τους, που τους βάφτιζαν «μη Ελληνες», «μιάσματα» και «απόβλητους του καθαρού Ελληνισμού».


Και όλοι μας ξέρουμε πού μπορούν να οδηγήσουν αυτές οι μισαλλοδοξίες και «οριοθετήσεις» («απαρτχάιντ», θα τις ονόμαζαν άλλοι), όταν εξωθηθούν στα άκρα και στις ακρότητες: όπως λ.χ.. ο αλήστου μνήμης διαχωρισμός των Γερμανών σ’ εκείνους που είχαν το προνόμιο να γεννηθούν «άριοι» και στους μη προνομιούχους άλλους ­ με τις τραγικότατες συνέπειες για τους δεύτερους, αλλά και για τον κόσμον ολόκληρο.


Μακριά από εμένα, βέβαια, έστω και η υπόνοια σκέψης πως ο Αρχιεπίσκοπος μπορεί να έχει την παραμικρή σχέση με τέτοιες ιδέες. Ομως οι συνειρμοί είναι συχνά ανελέητοι, και οι δογματισμοί μπορεί να καταστούν επικίνδυνοι, αν και όταν γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης από φανατικούς και άνοες, που αφθονούν ­ αλίμονο! ­ στις τάξεις των ζηλωτών, όπως έχουν αποδείξει τόσα και τόσα κρούσματα στον χώρο της Εκκλησίας, και όχι μόνο…


ΠΡΟΜΑΧΩΝΤΑΣ της Ελληνορθοδοξίας, ο Αρχιεπίσκοπος προσθέτει πως «το ακριβό προνόμιο ότι γεννηθήκαμε Ελληνες» δεν φτάνει να το γευόμαστε οίκαδε: «Το κύριο είδος προς εξαγωγή που διαθέτει η χώρα, είναι η Ελληνορθοδοξία».


Μήπως, και αυτό, αντιβαίνει «κάπως» στο άρθρο 13 παρ. 2 του Συντάγματος, που λέει ρητά ότι «Ο προσηλυτισμός απαγορεύεται»; Και μήπως αντιφάσκει με την έντονη (και δίκαιη) πολεμική της ορθόδοξης Ιεραρχίας κατά του προσηλυτισμού, που άσκησαν κατά καιρούς άλλα χριστιανικά δόγματα στην ελληνική επικράτεια;


ΥΠΑΡΧΕΙ, όμως, και άλλη πτυχή των αρχιεπισκοπικών λόγων:


Ο Μακαριώτατος διαφωνεί ριζικά με τον χωρισμό Εκκλησίας – Κράτους. Και όσους διαφωνούν μαζί του και υποστηρίζουν τον χωρισμό τους, τους αποκαλεί «γραικύλους».


Ο χαρακτηρισμός είναι βαρύτατος. Οπως ξέρετε, «πατέρας» αυτού του επιθέτου (graeculus) ήταν ο Κικέρων, χωρίς όμως να του δίνει υποτιμητική σημασία3. Αργότερα, ωστόσο, ονομάσθηκαν «γραικύλοι» οι χαμερπείς, δουλοπρεπείς Ελληνες που παρασιτούσαν στη Ρώμη, αλλά και οι «ελληνομανείς» Ρωμαίοι, που μιμούνταν άτεχνα κι αδέξια τους τρόπους και τους λόγους των Ελλήνων. Προπάντων, όμως, το επίθετο έμεινε σαν ρετσινιά για τους ανάξιους και εθελόδουλους Ελληνες.


(Τέτοιο ­ οικτρό ­ δείγμα γραικυλισμού δίνει, δυστυχώς, ο ίδιος ο Πλούταρχος, όπως επίσης ξέρετε. Ο χαιρωνέας ηθολόγος κλπ. συμβουλεύει τους πολιτικούς της υποταγμένης στους Ρωμαίους Ελλάδας, «όχι μόνο να προσφέρουν τον εαυτό τους και την πατρίδα τους στους (ξένους) κυριάρχους χωρίς καμιάν αντίδραση σ’ εκείνους, αλλά και να έχουν φίλο τους πάντα κάποιον απ’ τους δυνατότατους άρχοντες, σαν σίγουρο έρμα της πολιτείας» («Ου μόνον δει παρέχειν αυτόν τε και την πατρίδα προς τους ηγεμόνας αναίτιον, αλλά και φίλον έχειν αεί τινα των δυνατωτάτων, ώσπερ έρμα της πολιτείας βέβαιον»). Και πλειοδοτώντας: «… Οσο για ελευθερία, οι λαοί έχουν τόσο μερίδιο, όσο τους παραχωρούν οι κυρίαρχοι, και ίσως καθετί περισσότερο δεν θα ήταν καλό γι’ αυτούς» («… ελευθερία δ’ όσον οι κρατούντες νέμουσι τοις δήμοις μέτεστι και το πλέον ίσως ουκ άμεινον»4). Τι περισσότερο έλεγαν οι διάφοροι «κουίσλινγκ» και άλλοι συνεργάτες των χιτλερικών στρατών κατοχής;).


Αναφαίρετο, φυσικά, δικαίωμα του Αρχιεπισκόπου ­ και κάθε ανθρώπου ­ είναι να πιστεύει ό,τι πιστεύει και να μάχεται γι’ αυτό. Αλλά δεν είναι κανενός δικαίωμα να στιγματίζει σαν «ανάξιους, χαμερπείς, δουλόφρονες» κλπ., όσους άλλα πιστεύουν. «Το πνεύμα όπου θέλει πνει» (πνέει) κατά την ευαγγελική, πάλι, ρήση 5­ και δεν φαντάζομαι ο Αρχιεπίσκοπος να θεωρεί πως όσοι διαφωνούν μ’ εκείνον στερούνται… πνεύματος. Οπως δεν θ’ αρνιέται ότι «είναι δούλος όποιος δεν λέει ελεύθερα ό,τι φρονεί» («Δούλου… μη λέγειν ά φρονεί»6).


ΕΛΠΙΖΩ πως δεν θα χαρακτηρισθώ «βλάσφημος» ή «γραικύλος» για όσα έγραψα. Αλλά σήμερα, περισσότερο παρά ποτέ, «παρρησίας έχομεν ανάγκην». Αυτήν, άλλωστε, την παρρησία ­ και εφ’ όλης της ύλης ­ διεκδικεί ο Αρχιεπίσκοπος, «εκφράζοντας, όπως λέει, τον ελληνικό λαό». Λαός κι εγώ, «δικαιούμαι δια να ομιλώ», από πρώτο χέρι. Και έκαστος «εν ω μέτρω κρίνει, κριθήσεται»…


Με κάθε τιμή


Σ. ΞΕΝΙΔΗΣ


Και για την αντιγραφή


Μ. Πλ.


1. Προς Γαλάτας, Γ, 27-29. – 2. Νέα Πολιτική Διοίκησις. Τα Δίκαια του ανθρώπου (άρθρ. 3). Σύνταγμα της Ελληνικής Δημοκρατίας (άρθρα 2 και 7). – 3. Δίων Κάσσιος, 46, 18, 1. – 4. Πολιτικά παραγγέλματα, 814C και 824C. – 5. Ιωάννου, Γ, 8. – 6. Ευριπίδης, Φοίνισσαι, 382.