Ενα φυτώριο γεμάτο αγκάθια





Σε μερικές εβδομάδες εκατοντάδες νέα παιδιά θα δώσουν εξετάσεις και τουλάχιστον για πέντε λεπτά θα αποπειραθούν να ερμηνεύσουν ­ κατά προτίμηση ­ την Αντιγόνη, την Ηλέκτρα, τον Ορέστη, κάποια ηρωίδα του Τενεσί Γουίλιαμς ή κάποιον ήρωα του Αρθουρ Μίλερ, σε μια προσπάθεια να πείσουν τις αρμόδιες επιτροπές ότι αξίζουν μια θέση σε κάποια δραματική σχολή. Στη συνέχεια οι υποψήφιοι που θα επιτύχουν θα γνωρίσουν από κοντά όχι μόνο τα μυστικά της υποκριτικής τέχνης αλλά και τα αγκάθια και τις ελλείψεις του συστήματος.



Περισσότερα από 700 παιδιά, αποπειρώνται κάθε χρόνο να εισαχθούν στις 21 δραματικές, δύο κρατικές και 19 ιδιωτικές, σχολές οι οποίες λειτουργούν ως και σήμερα (19 εξ αυτών στην Αθήνα και δύο μόνο στην περιφέρεια). Ο αριθμός των επιτυχόντων πολύ μικρότερος. Περίπου 250 μόνο θα καταφέρουν να κερδίσουν μια θέση στις σχολές, ενώ πολλοί εξ αυτών μόλις αποφοιτήσουν εγκαταλείπουν το επάγγελμα του ηθοποιού λόγω της ανεργίας που μαστίζει τον κλάδο. Ωστόσο οι υποψήφιοι δεν αποθαρρύνονται από τις δυσκολίες, με αποτέλεσμα όλες οι δραματικές σχολές τα τελευταία χρόνια να συμπληρώνουν τον απαιτούμενο αριθμό σπουδαστών πλην ελαχίστων εξαιρέσεων.


Τα προσόντα


Η διαδικασία εισαγωγής στις δραματικές σχολές παραμένει η ίδια εδώ και αρκετά χρόνια. Η υποβολή των αιτήσεων γίνεται στη Διεύθυνση Καλών Τεχνών του υπουργείου Πολιτισμού, ενώ τα «απαραίτητα προσόντα» είναι το απολυτήριο λυκείου και μια σειρά πιστοποιητικά. Εχοντας τα απαραίτητα έγγραφα ο υποψήφιος καλείται να προετοιμαστεί σε έναν μονόλογο αρχαίας τραγωδίας, σε έναν από το σύγχρονο ρεπερτόριο, στην απαγγελία ποιήματος ή τραγουδιού, ενώ απαιτούνται και στοιχειώδεις θεωρητικές γνώσεις ιστορίας θεάτρου και λογοτεχνίας. Αυτά αποτελούν και τα συστατικά της δοκιμασίας του υποψηφίου ενώπιον των δύο επιτροπών: αυτής που ορίζεται από την εκάστοτε σχολή και αυτής του υπουργείου Πολιτισμού, η οποία καθορίζει ουσιαστικά με τις αποφάσεις της την εισαγωγή ή μη των υποψηφίων στις ανώτερες δραματικές σχολές.


Συνήθως οι υποψήφιοι εμφανίζονται προετοιμασμένοι. Και εδώ συναντάται το πρώτο αγκάθι της όλης διαδικασίας, αφού δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που καταγγέλλεται ένα μεγάλο ποσοστό αναρμόδιων και ακριβοπληρωμένων (η αμοιβή τους αγγίζει ακόμη και τις 15.000 δρχ. την ώρα) εκπαιδευτών, οι οποίοι σε αναζήτηση πελατών μοιράζουν φυλλάδια ακόμη και έξω από τις σχολές και τα εξεταστικά κέντρα, όπως τονίζει ο διευθυντής της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου Τάσος Ρούσσος. «Τα παιδιά αυτά έχουν κάτσει σε προκρούστεια κλίνη και τους έχουν διαστρεβλώσει. Ολοι αυτοί οι δασκαλεμένοι φαίνονται. Οσο αδέξιο και πρωτόλειο κι αν είναι αυτό που κάνουν τα παιδιά που έρχονται από μόνα τους είναι προτιμότερο. Αρκετά έρχονται και από τον ίδιο φροντιστή. Αυτοί οι άνθρωποι λυμαίνονται τον χώρο. Κάθε καλοκαίρι βγάζουν εκατομμύρια. Ούτε η Εφορία δεν τους πιάνει».


«Αν δείτε τους υποψηφίους στις εισαγωγικές εξετάσεις, μοιάζουν πάρα πολύ και τα κείμενα είναι ίδια» σχολιάζει ο Γιάννης Ρήγας, πρώην διευθυντής της Δραματικής Σχολής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος και νυν διδάσκων. «Εκείνοι οι οποίοι έρχονται απροετοίμαστοι ξεχωρίζουν σαν τη μύγα μέσα στο γάλα».


Ο Μίμης Κουγιουμτζής, ο οποίος συνδιευθύνει με τον Γιώργο Λαζάνη τη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης, υποστηρίζει: «Η οποιαδήποτε προετοιμασία σε φροντιστήρια ή “άλλα επικερδή ιδρύματα” που ουδεμία σχέση έχουν με τη θεατρική αγωγή ή παιδεία μόνο παραπλάνηση και διαστρέβλωση προκαλεί στους υποψήφιους σπουδαστές. Η ευαισθησία και αυτό που λέμε ταλέντο δεν μπορούν να αναπτυχθούν σε σεμινάρια ούτε σε αυτοσχέδια φροντιστήρια διάρκειας δύο ή τριών μηνών ή ενός έτους. Πόσο μάλλον όταν οι διδάσκοντες σε αυτά είναι άσχετοι και προβάλλουν μέσω των σπουδαστών τις προσωπικές τους ανασφάλειες και ματαιοδοξίες».


Το πρόβλημα είναι γνωστό και για τον Κωστή Λειβαδέα, διευθυντή της Δραματικής Σχολής του Ωδείου Αθηνών. «Οταν κάποιοι ηθοποιοί που δεν ευτύχησαν, αντί να μοιράζουν σουβλάκια, διδάσκουν υποκριτική, τότε σαφώς είναι ανεπίτρεπτο. Βγάζουν το άχτι τους και το καλλιτεχνικό απωθημένο τους».


Το πλαίσιο λειτουργίας


Η λειτουργία των δραματικών σχολών στην Ελλάδα καθορίζεται με βάση το προεδρικό διάταγμα υπ’ αριθμόν 370, το οποίο αφορά την ίδρυση, τη λειτουργία, τους καθηγητές, τον γενικό κανονισμό λειτουργίας, τις εξετάσεις αλλά και τα μαθήματα.


Το διάταγμα καθορίζει τα προσόντα των καθηγητών, τα οποία είναι διαφορετικά για κάθε μάθημα. Σύμφωνα με αυτό, ικανοί για να διδάξουν είναι σκηνοθέτες, ηθοποιοί, συγγραφείς, φιλολόγοι, σκηνογράφοι, ενδυματολόγοι, θεατρολόγοι, όλοι «αναγνωρισμένης αξίας», με θητεία στο θέατρο και κατά προτίμηση με ειδίκευση στα ανάλογα μαθήματα. Στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης «οι καθηγητές θα πρέπει να προέρχονται από το Θέατρο Τέχνης, να έχουν μια ορισμένη θητεία στο θέατρο και την ικανότητα της μεταδοτικότητας. Δοκιμάζονται στην αρχή βοηθητικά δίπλα σε έμπειρους δασκάλους και στη συνέχεια αναλαμβάνουν ευθύνες διδασκαλίας ανάλογα με τις ικανότητές τους. Αλλωστε τη γραμμή πλεύσης της Σχολής τη δίνουν πάντοτε οι τέσσερις-πέντε παλαιοί και έμπειροι, δημιουργώντας έτσι το πλαίσιο για την επαρκέστερη καλλιέργεια και πειθαρχία», σύμφωνα με τον Μ. Κουγιουμτζή. Στη Σχολή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος τα κριτήρια, σύμφωνα με τον Γ. Ρήγα, «είναι περίπλοκα και πολύπλοκα. Για να διδάξει κάποιος απαιτούνται χρόνια θητείας στο επάγγελμα και κάποιες θέσεις προϋποθέτουν πτυχία ανώτερης σχολής, ειδικά σε ό,τι αφορά τα θεωρητικά μαθήματα. Χρειάζονται αρκετά χρόνια δουλειάς, εμπειρίας για να μπορείς να διδάξεις. Κάτι που λειτουργεί αφενός ως ασφαλιστική δικλίδα, αφετέρου ως εμπόδιο για κάποιους που θα μπορούσαν να “μιλήσουν” νωρίτερα. Ωστόσο με βάση το διάταγμα είναι ρευστά τα πράγματα. Ποιος μπορεί να πει ότι, για παράδειγμα, δέκα χρόνια θητείας στο θέατρο εξασφαλίζουν και τα προσόντα για να διδάξει κάποιος;».


Το αρχαίο δράμα


Σε ό,τι αφορά τα μαθήματα ως υποχρεωτικά ορίζονται η υποκριτική – αυτοσχεδιασμός, η αγωγή του προφορικού λόγου, η κίνηση και ο χορός, ενώ ως δευτερεύοντα η μουσική, το τραγούδι, η δραματολογία, η ιστορία θεάτρου, νεοελληνικής λογοτεχνίας και κινηματογράφου, η σκηνογραφία και η ενδυματολογία. Τέλος, προαιρετικά μαθήματα χαρακτηρίζονται η οπλομαχία και η ξιφασκία. Είναι εμφανές ότι το αρχαίο δράμα δεν ορίζεται ως μάθημα κύριο ή δευτερεύον και έγκειται στην απόφαση της κάθε σχολής το πόσο, πώς και αν θα το διδάξει!


Το Εθνικό Θέατρο και η Σχολή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος διδάσκουν το αρχαίο δράμα παραδοσιακά σχεδόν σε όλα τα έτη. Στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης «στη διάρκεια της φοίτησής τους οι σπουδαστές διδάσκονται κατ’ επιλογή των καθηγητών και ανάλογα με τις ανάγκες του κάθε σπουδαστή το αρχαίο δράμα. Εκτός όμως της Σχολής, το Θέατρο Τέχνης απασχολεί έναν μεγάλο αριθμό τελειόφοιτων σπουδαστών στις παραστάσεις αρχαίου δράματος που παρουσιάζει κάθε χρόνο στο Φεστιβάλ Επιδαύρου», σύμφωνα με τον Μ. Κουγιουμτζή. Χαρακτηριστική ως προς το θέμα είναι η άποψη της Παναγιώτας Βεάκη, διευθύντριας της Σχολής Βεάκη. «Το προεδρικό διάταγμα δεν καθορίζει την ύλη. Πριν από την ανωτεροποίηση κάτι είχε ειπωθεί άτυπα αλλά τώρα τίποτε. Πάντως δυσανασχετούσε η επιτροπή του υπουργείου. Δεν τους πολυάρεσε η ιδέα να δίνουν εξετάσεις οι απόφοιτοι στο αρχαίο δράμα. Λες και περίμεναν να δουν την Παξινού ή τον Βεάκη. Αν είναι δυνατόν, νέα παιδιά είναι! Ετσι κι εμείς το περιορίσαμε».


Στις υπόλοιπες ιδιωτικές σχολές το αρχαίο δράμα διδάσκεται στον βαθμό που θα το αποφασίσει η διεύθυνση της κάθε σχολής. Ωστόσο, σύμφωνα με πληροφορίες, έχουν υποβληθεί προς τον υπουργό Πολιτισμού κ. Ευάγγελο Βενιζέλο προτάσεις που αφορούν την επίσημη ένταξη ειδικού μαθήματος για το αρχαίο δράμα και εξετάζεται το ενδεχόμενο να υπάρξει συγκεκριμένη διάταξη.


Τα δίδακτρα


Η φοίτηση στις σχολές του Εθνικού Θεάτρου και του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος είναι δωρεάν, καθώς είναι κρατικές. Επίσης η Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών επιχορηγείται από το κράτος, με αποτέλεσμα τα δίδακτρα να αγγίζουν τις 30.000 δρχ. τον μήνα. Στις υπόλοιπες ιδιωτικές σχολές τα δίδακτρα κατά μέσο όρο αγγίζουν τις 80.000 δρχ. μηνιαίως. Ο Κ. Λειβαδέας καταγγέλλει την τακτική κάποιων ιδιωτικών σχολών, όπου «στα παιδιά τα οποία μπαίνουν για πληροφορίες κόβουν ένα χαράτσι 20.000 δρχ., ενώ απαιτούν και ένα ποσό περίπου 40.000-50.000 δρχ. για εξέταστρα. Δεν θέλω να κάνω τον έξυπνο, από τη στιγμή που επιχορηγούμαστε από την πολιτεία, αλλά αυτό είναι εξωφρενικό».


Παρουσιαστείτε, ερμηνεύσατε… τελειώσατε


Οι υποψήφιοι, στην πλειονότητά τους κορίτσια, έχουν στη διάθεσή τους 10-15 λεπτά για να πείσουν τις επιτροπές για το ταλέντο και τις ικανότητές τους. Πόσο εύκολο είναι μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα να διακριθεί αν είναι ικανός ένας υποψήφιος; Οι απόψεις των αρμοδίων διίστανται. «Με το “καλημέρα” που λέει το παιδί καταλαβαίνεις. Ο άνθρωπος που έχει εμπειρία 30 και 40 χρόνια στο σανίδι δεν χρειάζεται περισσότερο από μία φράση για να καταλάβει αν το παιδί είναι ικανό» υποστηρίζει ο Τ. Ρούσσος. Ο Κ. Λειβαδέας διαφωνεί και υποστηρίζει: «Οι εξετάσεις έχουν το εξής μειονέκτημα: και ένα κούτσουρο να το βάλεις να προετοιμαστεί τόσο πολύ για δέκα στίχους στο τέλος κάπως θα το πει. Επιπλέον υπάρχουν και κάποιοι άλλοι οι οποίοι δίνουν και δεύτερη και τρίτη φορά κι έχουν πάρει τον αέρα». Ο Μ. Κουγιουμτζής υποστηρίζει: «Ο ρόλος των εξετάσεων του υπουργείου προκειμένου να μειώσει την εισαγωγή νέων στο επάγγελμα μάλλον σύγχυση προκαλεί, αφού ούτε ο χρόνος των εξεταζομένων είναι επαρκής ούτε η επιτροπή έχει τη διαύγεια να επιλέξει τους καλύτερους. Είναι ένα σύστημα που κατά βάση υποβαθμίζει τον ρόλο των έγκριτων σχολών, οι οποίες πρέπει από τους “εγκεκριμένους” του υπουργείου να επιλέξουν τους πιο ικανούς».


Ο βουλευτής λόρδος… Μπάρας


Τι μέλλει γενέσθαι όμως από τη στιγμή που κάθε χρόνο αποφοιτούν εκατοντάδες μαθητές και οι θέσεις εργασίας είναι περιορισμένες; Ο Τ. Ρούσσος από την πλευρά του πιστεύει ότι ναι μεν το πρόβλημα είναι μεγάλο, όπως και ο αριθμός των αποφοίτων, αλλά θεωρεί πως μερική λύση στο πρόβλημα μπορεί να δώσει η απορρόφηση κάποιων ηθοποιών από παράπλευρους τομείς, όπως είναι το σπικάζ, τα διαφημιστικά κ.ά.


Σε ό,τι αφορά το επίπεδο των αποφοίτων, ο Μ. Κουγιουμτζής τονίζει: «Δυστυχώς το επίπεδο των σπουδαστών με τις πάμπολλες και ανεξέλεγκτες σχολές που υπάρχουν είναι μάλλον απογοητευτικό. Αυτό όμως δεν έχει σχέση με την ανεργία που μαστίζει τον κλάδο, αφού ο αριθμός των αποφοίτων από τις δραματικές σχολές υπερβαίνει τη ζήτηση και την κάλυψη από κάθε είδους θεατρική δραστηριότητα. Οι ικανοί και οι ταλαντούχοι επιβιώνουν ως επί το πλείστον, ασχέτως του αν μέσα σ’ αυτούς εισχωρούν περιστασιακά και ατάλαντοι».


Αρνητική είναι και η εικόνα πολλών σπουδαστών. Πολλοί από αυτούς είναι πλήρως καταρτισμένοι, ενώ άλλοι δεν γνωρίζουν ούτε τον Αισχύλο. «Δεν μπορώ να κατηγορήσω τα παιδιά για το χαμηλό επίπεδο» τονίζει ο Γ. Ρήγας. «Υπάρχει μια δυσκολία που λέγεται τριετής φοίτηση. Είναι λίγα τα χρόνια, πρέπει να γίνει τετραετής. Τα παιδιά πλέον δεν μιλούν ελληνικά και δεν φταίνε απαραίτητα τα παιδιά γι’ αυτό».


«Δεν ευθύνονται τόσο τα παιδιά όσο το σύστημα εκπαίδευσης, το οποίο δεν καταφέρνει να τους δώσει τις απαραίτητες γνώσεις» πιστεύει ο διευθυντής της Σχολής του Ωδείου Αθηνών. Σε ορισμένες περιπτώσεις και δίχως να αποτελεί κανόνα τα περιστατικά είναι «ανέκδοτα». Η έλλειψη γνώσεων, και ειδικά σε ό,τι αφορά την ελληνική γλώσσα, είναι μεγάλη, παρατηρεί ο Κ. Λειβαδέας. Χαρακτηριστικός είναι ο παρακάτω διάλογος, για τον οποίο τα σχόλια μάλλον είναι περιττά, εκτός από μια απαραίτητη διευκρίνιση: κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας είναι ο λόρδος Μπάιρον. «Ο λόρδος Μπάρας, κύριε» απαντά ο ερωτηθείς σπουδαστής. «Και τι ήταν ο λόρδος Μπάρας, παιδί μου;». «Βουλευτής νομίζω» απαντά ο σπουδαστής. «Βουλευτής; Πού ήταν βουλευτής;». «Στη Βαλκανική». «Δηλαδή;». «Ε, Νορβηγία, Σουηδία… τα γνωστά…».