Στριπτιζέρ χωρίς αιτία
Γέννημα – θρέμμα της Γλασκώβης και όμως αρνήθηκε διαρρήδην να πάρει μέρος στο «Braveheart» των Οσκαρ. Απλούστατα γιατί δεν αντέχει τα χολιγουντιανά έπη με κιλτς. «Για να είμαι ειλικρινής, δεν ήθελα να είμαι ένας Χαϊλάντερ με τριχωτό πισινό που ανεβοκατεβαίνει λόφους» εξήγησε ο ίδιος, σε μια από τις ελάχιστες εξομολογήσεις του προς τον Τύπο. Και όμως ως γέννημα – θρέμμα του Μέιχιλ της Γλασκώβης ό,τι είναι το νότιο Μπρονξ για το Μανχάταν έβαλε στην τσέπη 27 πένες και μερικά τσιγάρα και έζησε ως αυτόχθονας homeless. Πέντε μέρες και πέντε νύχτες ζητιάνευε έξω από τον σταθμό του Βατερλό στο Λονδίνο. Και όλα αυτά για έναν ρόλο στην εντελώς άγνωστη στους κατοίκους του Μπέβερλι Χιλς ταινία «Safe» κάποιας Αντόνια Μπερντ. Την πρώτη μέρα βρήκε μια γωνία που έζεχνε αφόρητα, στρογγυλοκάθησε και περίμενε. Πέρασαν 20 λεπτά και δέχθηκε την επίθεση δύο αστέγων, οι οποίοι απλώς έτρεξαν να διεκδικήσουν τα κεκτημένα τους. Η καθαρόαιμη σκωτσέζικη προφορά του, η συχνή χρήση της λέξης που αρχίζει από f, κάτι στον αέρα του, τους αναχαίτισε. Είχαν να κάνουν με έναν «δικό» τους.
Η επιτυχία ήρθε απρόσκλητη. Μετά τα ρεκόρ εισιτηρίων του «Trainspotting», του «Αντρες με τα όλα τους», οι ατζέντηδες του έδωσαν το πρόσταγμα: «Τρέχα για το Χόλιγουντ!». Ομως δεν ακολούθησε ακόμη τουλάχιστον τα χνάρια του συμπατριώτη του Γιούαν Μακ Γκρέγκορ. Προτίμησε να μείνει στη δική του πλευρά του Ατλαντικού, να κάνει λίγο ακόμη δυσκολότερη τη ζωή του Κεν Λόουτς και του Ντάνι Μπόιλ, των σκηνοθετών που, για να λέμε την αλήθεια, ουσιαστικά τον ανακάλυψαν. Και τον στρατολόγησαν με τον τρόπο τους. Ο πρώτος για τις ανάγκες ενός πολιτικά χρωματισμένου, σταθερά αντιθατσερικού σινεμά της βρετανικής εργατικής τάξης, ο δεύτερος (μαζί με τους Αντριου Μακ Ντόναλντ και Τζον Χοτζ, το υπόλοιπο τιμ του «Trainspotting») για την ανεξάρτητη φιλμογραφία μιας λανθάνουσας Γενιάς Χ. Και ο «Μπόμπι», όπως επιμένουν να τον προσφωνούν χαϊδευτικά, τους κατέκτησε αμφότερους.
Ο Ρόμπερτ Καρλάιλ γεννήθηκε πριν από 36 χρόνια στο προαναφερθέν βιομηχανικών αποχρώσεων προάστιο του Μέιχιλ. Τα παιδικά χρόνια «πολύ ελεύθερα, πολύ ειδυλλιακά, πολύ «αριστερά»». Οπως θα ομολογήσει κάποτε ο ίδιος, στην πραγματικότητα μεγάλωσε «με 10 μαμάδες και 100 θείους». Η κυρία Καρλάιλ έφυγε από το σπίτι όταν εκείνος μόλις είχε προλάβει να κλείσει τα τέσσερα (σ.σ.: μια πρόσφατη απόπειρα αγγλικής ταμπλόιντ να εντοπίσει την απολεσθείσα μητέρα του θα τον κάνει πραγματικά έξω φρενών). Ο πατέρας του, Τζόζεφ, ένας μποέμ τύπος, μπογιατζής, διακοσμητής και πρώην χίπης στο επάγγελμα, τον ανέθρεψε στο πλαίσιο ενός διευρυμένου οικογενειακού κοινοβίου, από αυτά που συνηθίζονταν τότε, τη δεκαετία του ’60. Τουτέστιν, εκδρομές στο Λονδίνο και στο Μπράιτον για ψύλλου πήδημα, ολονύκτια πάρτι με λάγκερ και ό,τι ρούχα ήθελε στο σχολείο (μια μέρα ο δάσκαλος τον «τσάκωσε» να παίζει στο προαύλιο με μαλλιά που έφθαναν στο ύψος της μέσης, φορώντας ένα ψυχεδελικό πουκάμισο και σορτς, και τον έστειλε άρον άρον στο σπίτι του, επειδή, λέει, είχε ξεχάσει να φορέσει παπούτσια).
Η εφηβεία του θα είναι λιγότερο ανέμελη. Κάθε απόγευμα που γύριζε από το σχολείο (των 1.800 μαθητών, 45 παιδιά σε κάθε τάξη) και αναγκαζόταν να μαγειρεύει μόνος του, «τρελαινόταν». Οι προσφιλείς εξάρσεις της ηλικίας, μόνο λίγο πιο διογκωμένες. Ωσπου στα 16 του αποφάσισε να τα παρατήσει όλα και να πιάσει δουλειά δίπλα στον πατέρα του. Αυτή η θητεία θα του εξασφαλίσει και τα πρώτα του μαθήματα υποκριτικής βλέπετε, οι συναλλαγές με τους εκάστοτε πελάτες απαιτούσαν καλή γνώση της μιμικής αλλά και των ποικίλων διαλέκτων της Βρετανίας (σ.σ.: έτσι εξηγείται άλλωστε η εύκολη προσαρμογή στην προφορά του Σέφιλντ στο «Αντρες με τα όλα τους»). Κάποια στιγμή το βαρέθηκε και αυτό. Αρχισαν οι οικόσιτες επαναστάσεις, οι αμφιβολίες, οι καβγάδες με τον πατέρα του. Εγινε εκπρόσωπος των εργατικών σωματείων, κυκλοφορούσε για καιρό με τύπους «που σήμερα ούτε πεθαμένο δεν θα ήθελα να με δει κάποιος δίπλα τους». Μόνο που δύο χρόνια αργότερα άλλαξε γνώμη. Ισως να συνετέλεσε σε αυτό και η αυτοκτονία ενός φίλου του που έσβησε μέσα σε ένα κανάλι του Μέιχιλ.«Επρεπε να κάνω κάτι». Ετσι άρχισε το νυχτερινό σχολείο. Λογοτεχνία και Ιστορία. Και στα δύο αποφοίτησε με Α.
Εχει κλείσει τα 21 του, όταν πέφτει κατά λάθος στα χέρια του το «The Crucible» του Αρθουρ Μίλερ. Το θεατρικό έργο που δεν τον «μύησε» απλώς στον μακαρθισμό. «Στην αρχή η επίδραση που είχε πάνω μου ήταν περισσότερη πολιτικής φύσεως και λιγότερο καλλιτεχνικής. Σιγά σιγά όμως ανακάλυψα μέσα σε αυτό πώς μπορείς να μιλάς για ένα συγκεκριμένο θέμα, χωρίς όμως να αποκαλύπτεις ποιος ακριβώς είσαι». Κάποια περάσματα από θεατρικές παραστάσεις της γειτονιάς και «είδα πόσο πολύ μου άρεσε να υποδύομαι έναν ρόλο, να κρύβομαι πίσω από έναν χαρακτήρα και να μπορώ μέσω αυτού να λέω την αλήθεια». Σε λίγο βρισκόταν να αυτοσχεδιάζει σε μια από τις τάξεις της Βασιλικής Σκωτικής Ακαδημίας της Μουσικής και της Δραματικής. Τρία χρόνια αργότερα έπιασε δουλειά σε κάμποσους θιάσους ρεπερτορίου. Οταν βέβαια είδε και απόειδε από τις υπερβολικές δόσεις Τσέχοφ και Ιψεν, αποφάσισε να δώσει σάρκα και οστά στον δικό του θίασο. Το όνομα αυτού «Rain Dog» (από ένα τραγούδι του Τομ Γουέιτς), «συνεργοί» κάτι παλιόφιλοι ηθοποιοί (ανάμεσά τους και η μέλλουσα σύζυγός του Καρολάιν Πάτερσον)
Στο μεταξύ εισβάλλει στο BBC με την καλτ τηλεοπτική σειρά «Hamish Macbeth» όπου υποδύεται έναν χασισοπότη μπάτσο που δεν σηκώνει συμβιβασμούς. Δεν είχε προλάβει ακόμη να ανεβάσει, ως θιασάρχης, την παρθενική του παραγωγή και του χτύπησε την πόρτα ο Κεν Λόουτς. Ενα δοκιμαστικό και η προϋπηρεσία του στον συνδικαλισμό και στα εργοτάξια του χάρισαν τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο «Riff Raff». Οι κριτικοί υποκρίνονται και ο κύριος Καρλάιλ, ο νέος protege του άγγλου σκηνοθέτη, παίρνει τον πρώτο του περίπατο στις Κάννες («Το βράδυ της προβολής ήμουν πολύ νευρικός, γιατί με είχαν πληροφορήσει ότι αν δεν τους άρεσε, θα άρχιζαν να γιουχάρουν. Φαίνεται πως τους άρεσε, όταν τελείωσε… χειροκρότησαν και με έσυραν πάνω στη σκηνή μαζί με τον Κεν. Τότε συνειδητοποίησα ότι ήταν κάτι παραπάνω από μια απλή ταινία, πως ο Κεν ήταν, τουλάχιστον για την Ευρώπη, κάτι παραπάνω από ένας απλός σκηνοθέτης».
Η δεύτερη ταινία του για τους αστέγους θα γίνει με την Αντόνια Μπερντ, μια εξίσου πολιτικοποιημένη Αγγλίδα, με μπόλικη χολή για τη «Σιδηρά Κυρία» των Τόρις. Η ίδια θα του εμπιστευθεί έναν ακόμη «επώδυνο» ρόλο στο «Priest», όπου θα κληθεί να υποδυθεί τον εραστή ενός καθολικού παπά. (Σ.σ.: θα παραδεχθεί ότι οι ερωτικές σκηνές ήταν πολύ λιγότερο αγχογόνες, «πιο εύκολες από αυτές που γυρίζεις με γυναίκες – παρτενέρ. Δεν αναγκάζεσαι να υπενθυμίζεις κάθε τόσο ότι «Καταλαβαίνεις βέβαια ότι αυτό που κάνουμε δεν μου αρέσει στ΄ αλήθεια»»). Ακολουθεί «Το τραγούδι της Κάρλα», πάλι διά φακού Κεν Λόουτς, το ταξίδι στη Νικαράγουα για τα γυρίσματα, και τα εντατικά μαθήματα για το δίπλωμα οδήγησης διώροφου λονδρέζικου λεωφορείου (το πήρε μέσα σε έξι μέρες!).
Η απογείωση φυσικά θα γίνει φυσικά με την κινηματογραφική μεταφορά του «Trainspotting» του Ιρβιν Γουέλς, μια μαρτυρική βόλτα στην κουλτούρα των λευκών ουσιών του Εδιμβούργου. Ο Καρλάιλ δεν θα επιχειρήσει βουτιές σε λεκάνες τουαλέτας όπως ο συμπρωταγωνιστής του Μακ Γκρέγκορ. Ο Ντόιλ τον προσεγγίζει με τον ρόλο του πολλά βαρύ Begbie, ίσως του πιο βδελυρού ήρωα του βιβλίου, που είναι το χειρότερο τζάνκι απ΄ όλα. Γιατί κάνει ενδοφλέβιες ενέσεις βίας. Ο ίδιος όμως έχει τις επιφυλάξεις του, κυρίως λόγω του συμπυκνωμένου physique του. «Δεν ήμουν σίγουρος ότι μπορούσα να το κάνω, γιατί είχα διαβάσει το «Trainspotting» και έβλεπα τον Begbie σαν ένα γιγάντιο τέρας». Τελικά όμως η μικρή συσκευασία αποδείχθηκε εξαιρετικά επιτυχής, γιατί το δηλητήριο ταιριάζει καλύτερα σε μικρά μπουκαλάκια. Και όταν η ταινία θα αρχίσει να μαζεύει στα ταμεία τις στερλίνες με τα τσουβάλια, ο Καρλάιλ θα παραδεχθεί ότι πρότυπό του για τον ρόλο ήταν οι μικρόσωμοι «μάγκες» της Γλασκώβης. Αυτοί που πουλάνε «τσαμπουκά» και σκορπάνε τον τρόμο σε τρία – τέσσερα οικοδομικά τετράγωνα.
Το «Αντρες με τα όλα τους» θα τον αφήσει στην οθόνη in puris naturalibus. Μια κωμωδία για το ανδρικό γυμνό, την ανεργία, την αντιστροφή των ρόλων, την πολιτική ορθότητα από την ανάποδη. Ολόκληρος ο πλανήτης υποκλίνεται στον Gaz, έναν εργάτη χαλυβουργείου που αποφασίζει να βγει από το οικονομικό του αδιέξοδο ανεβάζοντας ένα σόου αντρικού στριπτίζ. Δεν θα ξεχάσει ποτέ εκείνη την καταραμένη ημέρα που αναγκάσθηκε να ξεγυμνωθεί μπροστά σε 300 γυναίκες. «Γυριζόταν δυόμισι μέρες αλλά την περισσότερη ώρα ο φακός έκανε close up σε μια γραβάτα ή σε ένα μπουφάν που ετοιμαζόταν να πέσει έτσι το φιλοθέαμον κοινό είχε αρχίσει να χασμουριέται. Τελικά η κάμερα βρέθηκε από πίσω μας και φέραμε εις πέρας ολόκληρη τη σκηνή του στριπτίζ. Οι γυναίκες πραγματικά αφήνιασαν. Ηταν τρομακτικό, αληθινά τρομακτικό».
Οι μετοχές του ανέβηκαν αλλά η χολιγουντιανή κρεατομηχανή θα περιμένει ακόμη πολύ. Τελευταία του χτυπήματα δύο ακόμη αγγλικές ταινίες: το «Πρόσωπο» (με πρωταγωνιστές βρετανούς «γκάγκστερ», ανάμεσά τους και ο Ντέιμον Αλμπαρν, o τραγουδιστής των «Blur») και το «Μείνε μακριά μου» (στον ρόλο ενός πρώην ποδοσφαιριστή που μαθαίνει ότι πάσχει από σκλήρυνση κατά πλάκας και αγωνίζεται επί ματαίω να απομακρύνει από το προσωπικό του δράμα την αγαπημένη του). Ουδείς γνωρίζει αν θα διεκδικήσει στο μέλλον το ρεπερτόριο ενός Ντε Νίρο. Εκείνο πάντως που τον φοβίζει περισσότερο απ΄ όλα είναι να γυρίσει μια ταινία για την οποία δεν θα έχει τι να πει. «Ο μεγαλύτερος εφιάλτης μου είναι να πάω σε μια συνέντευξη και να μην έχω να καταθέσω τίποτε». Επί του παρόντος όμως βλέπει μόνο low-budget όνειρα.
Τι είπε
Για τον άλλο κ. Καρλάιλ:
Ο πατέρας μου ήταν αναγκασμένος να γίνεται χαμαιλέοντας προκειμένου να τα βγάζει πέρα. Ηταν ένας χαρισματικός ηθοποιός, έτσι κέρδισα πολλά παρακολουθώντας τον να κερδίζει το ψωμί του
Για τον Κεν Λόουτς:
Οταν δουλεύεις μαζί του, όλα είναι αληθινά. Μόλις σε δει να «υποδύεσαι» τον ρόλο είναι που φωνάζει «Cut!»
Για τις «ουσίες» στη Σκωτία:
Το πρόβλημα των ναρκωτικών έχει πάρει αστρονομικές διαστάσεις στη Σκωτία… Αλλά για μένα η ταινία (σ.σ.: το «Trainspotting») δεν ήταν τόσο για τους τζάνκις όσο για την ίδια την κοινωνία που φιλοξενεί στους κόλπους της έναν τέτοιο μικρόκοσμο
Για τον βρετανικό Τύπο
(σ.σ.: όταν κάποιος δαιμόνιος ρεπόρτερ της εφημερίδας «Guardian» πλησίασε τον ιερέα που τέλεσε το μυστήριο του γάμου του):
Το πιστεύετε; Πήγε ο μπάσταρδος και είπε στον παπά ότι είναι πολύ φίλος μου. Μετά το θέμα βγήκε στην εφημερίδα κάτω από τον τίτλο «Ο μυστικός γάμος του Ρόμπερτ Καρλάιλ». Μα πώς στο διάολο ήταν μυστικός, αφού βρίσκεται στην εφημερίδα; Κυριολεκτικά με αηδίασαν και σας διαβεβαιώ ότι κάθε άλλος στη θέση μου έτσι θα αισθανόταν
Για τους ευσεβείς πόθους του:
Θα ήθελα πολύ να παίξω σε ένα γουέστερν. Σε ένα σκωτσέζικο γουέστερν
Για την καταγωγή του:
Είναι πολύ εύκολο να τυποποιηθείς ως «ο Σκωτσέζος». Προτιμώ να αντιμετωπίζω τον εαυτό μου ως έναν ηθοποιό που απλώς τυγχάνει να είναι από τη Γλασκώβη και όχι ως ένα σκωτσέζο ηθοποιό. Είναι μεγάλη η διαφορά
Για τα ατοπήματα της νιότης:
Μικρός είχα διάφορα μπλεξίματα με σκληρές παρέες. Πολλή βία… Κάποια στιγμή αντελήφθην ότι δεν είχα το κατάλληλο physique για να χειριστώ τόση βία αν μη τι άλλο, πάντα είχα γρήγορα πόδια