Ο Τάσος Μπαντής διέλυσε το “Εμπρός”




Το νέο είχε αρχίσει να κυκλοφορεί ήδη από τον περασμένο χρόνο: «Το “Εμπρός” διαλύεται». Οι ελπίδες «μπας και τα βρουν» γρήγορα εξανεμίστηκαν. Τα πράγματα είχαν πια πάρει τον δρόμο τους ­ ήδη από το καλοκαίρι το τέλος ήταν προ των πυλών. Η αυλαία έπεσε με την τελευταία ­ πανηγυρική ­ παράσταση του «Γυάλινου κόσμου» (μία από τις πλέον επιτυχημένες των τελευταίων χρόνων στην Αθήνα). Στην υπόκλιση, εκτός από τους συντελεστές ­ μεταξύ των οποίων και η πρωταγωνίστρια Ράνια Οικονομίδου ­, χαιρέτησε το κοινό και ο Δημήτρης Καταλειφός. Ο Τάσος Μπαντής ήταν ο μεγάλος απών της βραδιάς. Το τρίγωνο είχε σπάσει οριστικά. Η Σχολή που ίδρυσαν προ επταετίας θα δώσει το 2000 τους τελευταίους αποφοίτους της. Μετά θα διαλυθεί και αυτή αφού το μέλλον της είναι απόλυτα συνυφασμένο με αυτό των «Μορφών».


Ως πρόσφατα η Ράνια Οικονομίδου δεν ήθελε να μιλήσει για όλα αυτά που είχαν συμβεί. Στην ουσία δεν ήθελε να πιστέψει ότι ήταν αλήθεια. Γι’ αυτό και προβληματίστηκε πολύ ώσπου να πάρει την απόφαση. Οταν όμως όλα είχαν πάρει τον δρόμο τους, όταν τα εξώδικα και οι δικηγόροι είχαν πια αντικαταστήσει τις «παλιές καλές ημέρες», σήμανε η ώρα. Το «εμείς» είχε γίνει «εγώ». Και είναι η πρώτη που το κάνει. Με αγάπη και πίκρα. Με θυμό, απογοήτευση, οργή. Αλλά και με την πεποίθηση ότι η νέα ομάδα που θα γεννηθεί μετά το «Εμπρός» θα επιβιώσει περισσότερο από μία δεκαετία. Χωρίς τον Τάσο Μπαντή, τον οποίο θεωρεί κύριο υπεύθυνο για όλα όσα συνέβησαν, αλλά μαζί με τον Δημήτρη Καταλειφό. Εστω και αν αυτή είναι η δεύτερη διάλυση θεατρικής ομάδας που αντιμετωπίζει. Είχε προηγηθεί εκείνη της «Σκηνής». Τότε ήταν επτά ηθοποιοί. Οταν διαλύθηκαν, οι τρεις εξ αυτών ίδρυσαν το «Εμπρός». Τώρα έμειναν δύο.


­ Πρώτα ήταν η «Σκηνή» που διαλύθηκε τη δεκαετία του ’80. Τώρα είναι το «Εμπρός», η δεύτερη θεατρική ομάδα που φθάνει στο τέλος της. Πώς νιώθετε;


«Και οι δύο με απογοήτευσαν τρομακτικά γιατί στη βάση τους είχαν κοινά στοιχεία. Και τις δύο φορές δεν το είχα φανταστεί. Είναι δουλειές στις οποίες δίνεσαι ολοκληρωτικά και πιστεύεις ότι θα κρατήσουν για πάντα. Γιατί δεν κρατάνε; Γιατί οι χαρακτήρες των ανθρώπων παίζουν τον πιο καθοριστικό ρόλο. Και στις δύο περιπτώσεις, σαν με καρμπόν, μέσα σε μία δεκαετία, δύο καλλιτέχνες αποφάσισαν ότι ήθελαν να γίνουν “καλλιτεχνικοί διευθυντές”. Στη “Σκηνή” ήταν ο Λευτέρης Βογιατζής και τώρα είναι ο Τάσος Μπαντής».


­ Είχαν διαφανεί εξαρχής οι προθέσεις του Τάσου Μπαντή; Τον θεωρείτε υπεύθυνο γι’ αυτή τη διάλυση;


«Τέτοιες προθέσεις δεν είναι ξεκάθαρες ποτέ. Ξαφνικά οι άνθρωποι αλλάζουν και εσύ δεν είσαι προετοιμασμένος. Και στις δύο περιπτώσεις ήταν η ίδια μεθόδευση. Γι’ αυτό όμως είχαμε φύγει από τη “Σκηνή”. Κι όμως ο Τάσος ξαφνικά απαίτησε να γίνει καλλιτεχνικός διευθυντής. Προσπαθεί να το παρουσιάσει σαν μια διάλυση που έγινε με τη συναίνεση όλων μας. Αυτό δεν είναι αλήθεια. Ηθελε να πάρει το θέατρο στα χέρια του, να αποφασίζει μόνος του. Από ένα σημείο και μετά λες και ήθελε να το διαλύσει».


­ Πότε φάνηκαν τα πρώτα σημάδια της κρίσης;


«Ισως από την εποχή της “Αγγέλας” (Δεκέμβριος 1997) άρχισα να διαισθάνομαι μια διάθεση αυτονόμησης. Αλλά και πάλι δεν φαντάστηκα ποτέ ότι θα φθάναμε ως εδώ. Ούτε τον Δεκέμβριο του ’98 που έφθασε στον Δημήτρη και σε μένα ένα εξώδικο από τον Τάσο. Ακόμη και τότε νόμισα ότι ήταν μια κρίση και ότι θα περάσει αφού θα υπερτερούσε η αγάπη για το θέατρό μας. Ως τότε οι διαφωνίες ήταν ασήμαντες, ήταν αντίστοιχες με αυτές που μπορεί να έχει κανείς με τον ίδιο του τον εαυτό. Οι τρεις μας μοιραζόμασταν όλες τις ευθύνες και σαφώς τις οικονομικές. Ποτέ δεν αρνηθήκαμε τίποτε στον Τάσο. Δεν διαφωνήσαμε για συντελεστές, για ηθοποιούς. Ολες οι αποφάσεις ήταν από κοινού».


­ Πότε πια αντιληφθήκατε ότι έφθασε το τέλος;


«Η διάλυση φάνηκε ότι ήταν πια οριστική στην τελευταία γενική συνέλευση των “Μορφών”, όπου εκτός από τους τρεις καλλιτέχνες συμμετείχαν άνθρωποι του θεάτρου, των τεχνών, των γραμμάτων. Βρέθηκαν στο μάτι του κυκλώνα: από τη μία ο Τάσος Μπαντής και από την άλλη ο Δημήτρης και εγώ».


­ Τι πιστεύετε ότι ώθησε τον σκηνοθέτη Τάσο Μπαντή σε αυτή τη στάση;


«Ο Τάσος μάς είπε: ‘Η γίνομαι καλλιτεχνικός διευθυντής ή φεύγω ­ δηλαδή, εμείς θα φεύγαμε. Ηθελε να έχει τον τελευταίο λόγο σε όλα. Το γεγονός ότι τράβηξε τα πράγματα στα άκρα οφείλεται κυρίως στο ότι ήταν εκείνος που “κατά τύχη” είχε βάλει την υπογραφή του στα συμβόλαια ενοικίασης του κτιρίου. Τότε, το ’88, δεν ήταν ακόμη έτοιμο το καταστατικό της εταιρείας, οπότε η υπογραφή θα μπορούσε να είναι οποιουδήποτε από εμάς. Είχαμε ξεκινήσει με τεράστια χρέη ­ 50 εκατ. δρχ. μόνο για να φτιαχθεί το θέατρο. Κανένας μας δεν έβαλε δικά του χρήματα. Ηταν όλα δάνεια, συναλλαγματικές, επιταγές. Τώρα ο Τάσος παραμένει κυρίαρχος του χώρου για άλλα δύο χρόνια και μετά θα πρέπει να επαναδιαπραγματευθεί τους όρους με την Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου, στην οποία και ανήκει το κτίριο».


­ Η εντύπωση που είχαμε όλοι μας γνωρίζοντας ότι το «Εμπρός» είναι μια ομαδική δουλειά ήταν πως ο σκηνοθέτης είχε ένα προβάδισμα εκπροσωπώντας και τους τρεις σας.


«Ηταν φυσικό με τη σκηνοθετική ιδιότητά του να περνά προς τα έξω μια εντύπωση αλλά και στον ίδιο τελικά, από ό,τι αποδεικνύεται. Τον χαρακτήριζαν “ηγέτη του Εμπρός”, “εμψυχωτή”, και αυτό μας έφερνε σε πολύ δύσκολη θέση. Δεν νομίζω ότι εκείνος τα προκαλούσε, δεν τον ενοχλούσαν όμως πραγματικά. Ισως όμως να ήταν και λίγο φυσικό, αφού ο Τάσος είναι πιο πληθωρικός ως άνθρωπος, πιο εξωστρεφής και ομιλητικός από εμάς τους δύο. Πάντα μιλούσε εκ μέρους μας».


­ Τι θα άλλαζε στη λειτουργία του θεάτρου αν γινόταν «καλλιτεχνικός διευθυντής»;


«Κατ’ αρχήν ήταν μια αντικαταστατική ενέργεια. Στο καταστατικό της εταιρείας ήταν ρητώς δηλωμένο ότι δεν υπήρχε μία κεφαλή αλλά τη θέση της είχε πάρει μια τριμελής διοικούσα επιτροπή. Δηλαδή, θα έπρεπε να αλλάξει το καταστατικό. Και επιπλέον δεν συνέτρεχε λόγος ώστε εκείνος να έχει την τελευταία λέξη σε όλα».


­ Αρχικά πώς αντιμετωπίσατε από κοινού με τον Δημήτρη Καταλειφό αυτή την κατάσταση;


«Πρώτα από όλα νομίσαμε ότι κάτι του συνέβη, ότι κάτι είχε πάθει. Λόγω ανασφάλειας από την επιτυχία του “Γυάλινου κόσμου”, λόγω του ότι ο Δημήτρης σκηνοθέτησε τον Χόρβατ ενώ αρχικά είχε προτείνει στον Τάσο να σκηνοθετήσει αυτό το έργο. Αλλά ως εκείνη τη στιγμή δεν είχε φέρει κανενός είδους αντίρρηση σε ό,τι ανεβάζαμε. Ούτε στον Χόρβατ. Αλλωστε όλες μας οι παραγωγές ήταν δυσανάλογες προς τις δυνάμεις μας. Ποτέ δεν κάναμε μιζέριες και τσιγκουνιές. Σε κάθε παράσταση δίναμε ό,τι απαιτούσε η παραγωγή».


­ Ωστόσο αυτή η δυσαναλογία ήταν επόμενο να οδηγήσει το θέατρο σε προβληματική κατάσταση;


«Φυσικά, και αυτό ήταν κάτι που το ξέραμε. Κάθε παραγωγή μας κόστιζε από 25 εκατομμύρια και επάνω, αργούσε να αρχίσει, παιζόταν για λίγο διάστημα και μάλιστα σε ένα μικρό κοινό 80-120 θέσεων. Και εγώ προσωπικά αντιδρούσα πολύ σε αυτή την άποψη. Θεωρώ ότι είχα πιο πρακτικό μυαλό από τους δύο άνδρες και έκρουα τον κώδωνα του κινδύνου. Επρεπε να είχαμε έναν διευθυντή παραγωγής. Τους έλεγα να πάρουμε έναν άνθρωπο που να γνωρίζει και να χειρίζεται τα οικονομικά και με κοιτούσαν με έκπληκτα μάτια. Μόνο τώρα στο τέλος είχα καταφέρει να βρω χορηγό, την Panafon, αλλά ήταν πια αργά. Είχα ετοιμάσει ένα φυλλάδιο για την πορεία του “Εμπρός” το οποίο λειτουργεί πια σαν αναμνηστικό λεύκωμα…».


­ Οσον αφορά τα οικονομικά, το θέατρο έπαιρνε πάντα γερές επιχορηγήσεις από το υπουργείο Πολιτισμού… Ποιο είναι το χρέος που μένει τώρα;


«Το γεγονός όμως ότι τα χρήματα δεν έφθαναν στην ώρα τους, σε συνδυασμό με τη δική μας κακή οργάνωση, έφερε αυτό το αποτέλεσμα. Το να μην έρχεται η επιχορήγηση στην ώρα της μας δημιούργησε δύο πολύ σοβαρά χρέη: τα δάνεια στην τράπεζα και το ΙΚΑ. Σήμερα το χρέος ανέρχεται σε 38 εκατομμύρια. Αναμένουμε την τελευταία δόση της επιχορήγησης (12 εκατ. δρχ.). Τα υπόλοιπα χρέη τα μοιραζόμαστε».


­ Εγιναν προσπάθειες να τα ξαναβρείτε;


«Μετά τα εξώδικα, τον περασμένο Δεκέμβριο, κάναμε ορισμένες προσπάθειες διχοτόμησης του θεάτρου. Εφόσον είχαμε βγάλει το πρόγραμμα για την επόμενη διετία, θα μπορούσαμε να χωρίσουμε τις δύο σκηνές και να δούμε μήπως και η κατάσταση εκτονωθεί. Ο Τάσος δεν ήθελε με τίποτε να συνυπάρχει μαζί μας. Ηταν άλλωστε ο μόνος που δεν ήθελε να συνεχίσει εφέτος, για ένα τρίμηνο ακόμη, ο “Γυάλινος κόσμος”. Τον είχε πιάσει μια μανία. Σαν την αγελάδα που δίνει μια κλωτσιά στην καρδάρα με το γάλα μετά από τόσο κόπο για το άρμεγμα».


­ Τι σκέφτεστε για τη μετά «Εμπρός» εποχή;


«Εχω πολλές επιθυμίες και πολλές προτάσεις. Υπάρχουν τρεις-τέσσερις άνθρωποι που μου δίνουν εν λευκώ τον χώρο τους για να κάνω ό,τι θέλω. Και αυτό με συγκινεί. Πάντως ό,τι τελικά κάνω θα ξεκινήσει με το 2000. Και έχω τη διάθεση για κωμωδία. Δεν ξέρω, θα δω. Συγχρόνως συνεχίζουμε με τον Δημήτρη τον Καταλειφό να σκεφτόμαστε το ενδεχόμενο μιας νέας συνεργασίας μεταξύ μας, μιας νέας ομάδας, αλλά σε τελείως άλλη βάση: με υπεύθυνο στα οικονομικά, χωρίς ερασιτεχνισμούς».


­ Πώς είναι σήμερα οι σχέσεις σας με τον Τάσο Μπαντή;


«Δεν μπορώ να μιλήσω πια στον Τάσο. Δεν θέλω να μου μιλάει, δεν θέλω ούτε “γεια” να του λέω, παρά μόνο παρουσία των δικηγόρων μας. Δεν ξέρω αν θα μου περάσει σε 10 χρόνια και αν τότε θα του δώσω άφεση αμαρτιών. Τώρα δεν του τη δίνω. Τον θεωρώ υπεύθυνο για τη διάλυση του “Εμπρός”. Θεωρώ ότι έκανε έναν πολύ κακό πόλεμο, έναν άτιμο πόλεμο στους συνεργάτες του. Διότι δεν εξέφρασε απλώς τη δική του φιλοδοξία. Αυτό, μάλιστα, θα το καταλάβαινα. Αλλά δεν μπορείς να διώχνεις τους συνεργάτες σου εφευρίσκοντας ψέματα για να δικαιολογείς τη δική σου πράξη. Δεν μπορώ να τον καταλάβω».


­ Ποιο είναι το προσωπικό σας παράπονο; Αν υπάρχει…


«Δεν θα το έλεγα παράπονο. Νιώθω περισσότερο οργισμένη. Απέναντι στον άνθρωπο, απέναντι στον φίλο Τάσο. Θεωρώ ότι έπρεπε να μου έχει ευγνωμοσύνη. Πιστεύω ότι ο Τάσος ήταν και είναι ένας πολύ ταλαντούχος άνθρωπος. Αλλά το γεγονός ότι ανέδειξε το ταλέντο του το χρωστά και σε εμένα. Στην επιμονή μου να τον βγάλω από την κατάθλιψη όπου είχε πέσει τότε λόγω του Λευτέρη Βογιατζή. Πραγματικά πιστεύω ότι σε αυτές τις δουλειές έβαλα τον εαυτό μου σε δεύτερη μοίρα. Ποτέ δεν πρόβαλλα δικές μου επιθυμίες για ρόλους, έργα, σκηνοθεσία. Προσπάθησα να είμαι αυτό που πιστεύω ότι πρέπει να είμαστε μέσα σε μια ομάδα: να βοηθώ τον άλλο να αναπτύξει τη δημιουργικότητά του. Κανένας δεν το έκανε αυτό για μένα. Κανένας δεν με βοήθησε».


­ Το πάθημα σας έγινε μάθημα;


«Εχω πει στον εαυτό μου: “Ράνια, δεν είναι τακτική αυτή να λες ότι, εφόσον σε πληγώνει ένας φίλος, δεν ξανακάνεις φίλους. Η ζωή είναι γεμάτη απώλειες. Δεν μπορεί για τον φόβο της απώλειας να στερείσαι τις χαρές”. Γιατί και το “Εμπρός” μας έδωσε πολύ μεγάλες χαρές. Γι’ αυτό και εξακολουθώ να πιστεύω στις ομάδες και μόνο στις ομάδες. Οι άνθρωποι εξαντλούνται. Η διαφορετική οπτική του καθενός δίνει ζωή, τροφοδοτεί την ομάδα. Αρκεί να μην είσαι φαταούλας. Να αφήνεις ζωτικό χώρο για τους άλλους, να τους σέβεσαι».