Η επίσκεψη της Αβα Γκάρντνερ στο Μεταξοχώρι


Στην Αλίκη Γεωργούλη


Η είδηση έσκασε σαν βόμβα στη μικρή κοινωνία των ξένων του χωριού πριν από μερικά χρόνια. Ερχεται η Αβα Γκάρντνερ στο Μεταξοχώρι. Ενα μικρό χωριό στις υπώρειες του Κισάβου. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Η Μαρία έφερε το νέο. Οτι η Ειρήνη Παπά, φίλη τής σταρ, θα την έφερνε για τρεις μέρες στο χωριό και ότι η ίδια το ήθελε πολύ. Μπορεί να το έβλεπε ως περιπέτεια, όπως εκείνες τις εξωτικές ταινίες που γυρνούσε κάποτε και ξεσήκωνε τον κόσμο με την ομορφιά της. Ειδοποιήθηκαν σχετικά όλοι οι αθηναίοι παραθεριστές του χωριού (Μέντης, Λουκιανός, Γιάννης, Πέτρος, Αννα, Μάριος, Παντελής, Ρένα και ο γράφων) και προσπάθησαν να βρουν την ισορροπία τους, από το απρόσμενο γεγονός. (Για φαντάσου να ζούσε και ο Χέμινγκγουεϊ και να του έγραφε στην Κούβα και να μας ερχότανε και αυτός. Με τη γραφομηχανή, το κυνηγετικό όπλο και το ουίσκι του και να κυνηγούσε ανύπαρκτα άγρια θηρία!). Πήρε μέρος και ο πρόεδρος της κοινότητας με καθαρισμούς και άλλα. Η ζωή φυσικά στο χωριό συνεχιζόταν κανονικά. Ο Μέντης, με το γνωστό χιούμορ του, έλεγε: «Ε ρε, τι έχει να γίνει. Θα προτείνω στην Αβα να παίξει στη Μήδειά μου» και γελούσε. Οι άλλοι εμείς είχαμε μια νευρικότητα, μια προσμονή για το θαύμα. Γιατί περί θαύματος επρόκειτο. Τον Λουκιανό ­ φανατικό θαυμαστή της από παιδί ­ δεν τον έπιανε ύπνος και όλο έπαιζε στο πιάνο κάτι. Επιτέλους ήρθε εκείνο το μοιραίο καλοκαίρι. Ολοι έτοιμοι. Και ένα ζεστό μεσημέρι μια λιμουζίνα με σοφέρ ανέβαινε αργά και επίσημα την ανηφόρα του χωριού. Κάτι πήρε το μάτι μας πίσω από το μαύρο τζάμι. Μια οπτασία και ένα αχνό μειδίαμα. Το αυτοκίνητο έστριψε στης Αλίκης και χάθηκε. Το βραδάκι όμως την περιμέναμε όλοι στη μέση της πλατείας. Τώρα ήρθε πεζή. Ξέχασα να σας πω ότι στην Αθήνα πριν έψαχνα και ανακάτευα ντουλάπια, κουτιά και πατάρι για να βρω φωτογραφίες της που μάζευα από παιδί και λάμπανε ακόμη από την ομορφιά της. Δεν βρήκα τίποτα ή δεν ήθελα. Λοιπόν βάδιζε αργά και ανέμελα. Κοίταξε γύρω τα τεράστια πλατάνια και κατέβηκε τα σκαλάκια της πλατείας. Ηρθε πιο κοντά, κάθησε. Μας κοίταξε όλους στα μάτια, με εκείνο το βλέμμα από το φιλμ «Πενήντα μέρες στο Πεκίνο». Λίγο αφηρημένη ήτανε και μια μικρή ρυτίδα, σαν αστραπή, χαράκωνε το διάστημα των φρυδιών. Ηπιε τσίπουρο με τρόπο που γνώριζε το αλκοόλ. Κάποιος τής είπε στο αφτί την ιδιότητά μου και μου χαμογέλασε πάλι. Εγώ ίδρωσα. Εδειχνε άνετη μέσα σε τόσους καλλιτέχνες. Θα έλεγε κανείς ότι βρήκε τη φάρα της. Ρωτούσε για πολλά πράγματα της Ελλάδας. Κυρίως όμως για θέατρο. Το ποτάμι πλάι μας κυλούσε ανέμελα. Το αεράκι κατέβαινε από το βουνό. Τύλιξε γύρω στους ώμους της ένα μοβ σάλι. Εμείς τις κακόγουστες ζακέτες. Φορούσε μαύρο πανταλόνι και γαλάζιο μπλουζάκι. Ενα ακριβό βραχιόλι στον καρπό. Εκείνα όμως που σε καθήλωναν για ώρες, μέρες και χρόνια ακόμη, ήταν τα μάτια και τα μήλα του προσώπου. Δημιουργούσαν ομορφιά, μύθο, έρωτα, βαθιά βελούδα, ποιήματα. Αυτόματα σκέφτηκα τα φιλιά του Φρανκ Σινάτρα και άλλων. Τα τραγούδια, τις μουσικές, το Χόλιγουντ. Τα γύρω τραπέζια ούτε κατάλαβαν τίποτα. Εφαγε μια μελιτζάνα και μια μπουκιά γαλοτύρι. Είπε διάφορα. Ρώτησε για τη θάλασσα. Εξάλλου την άλλη μέρα έφευγε για κρουαζιέρα στα νησιά. Μας χαιρέτησε έναν έναν. Εσκυψα και της φίλησα το χέρι. Πάλι βελούδα και άρωμα. Εφυγε πάλι πεζή. Χάθηκε κάτω από τα πλατάνια. Η αλήθεια όμως είναι άλλη. Δεν ήρθε ποτέ. Ή λάθος είδηση, ή φάρσα. Ξαναγυρίσαμε στην κανονική μας ζωή. Μετά από λίγα χρόνια πέθανε η Αλίκη, μετά η Αβα Γκάρντνερ, μετά ο Μποστ. Τα καλοκαίρια όμως όλοι κοιτάμε την ανηφόρα του χωριού, μήπως ανέβαινε αργά και τελετουργικά η γνωστή λιμουζίνα με τα φυμέ τζάμια.