Το δίκαιο δεν προστατεύει τον επενδυτή από την κακή κρίση του


Ο κ. Παναγιώτης Τριδήμας βραβεύτηκε πρόσφατα από το Ιδρυμα Μποδοσάκη για την έρευνά του στον τομέα των κοινωνικών επιστημών. Τακτικός καθηγητής του Ευρωπαϊκού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Σαουθάμπτον της Βρετανίας και καθηγητής στο Νομικό Τμήμα του Κολεγίου της Ευρώπης ο κ. Τριδήμας έχει επίσης υπάρξει, από το 1992 ως το 1995, εισηγητής του βρετανού γενικού εισαγγελέα στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που εδρεύει στο Λουξεμβούργο. Επαγγελματικοί λόγοι είχαν εμποδίσει τον κ. Τριδήμα να παρευρεθεί στην τελετή απονομής του βραβείου αλλά και να μιλήσει στον Τύπο. Σήμερα ο κ. καθηγητής μιλάει στο «Βήμα» τόσο για τις λεπτές ισορροπίες που καλείται να διατηρήσει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στην προσπάθειά του να υπερασπιστεί τον πολίτη όσο και για τη χρηματιστηριακή νομοθεσία, τομέα στον οποίο έχει εντρυφήσει.





­ Σε τι ακριβώς συνίσταται το ερευνητικό έργο σας;


«Το σημαντικότερο αντικείμενο των ερευνών μας είναι η συστηματική ανάλυση του ρόλου της δικαστικής εξουσίας στη διαμόρφωση της έννομης τάξης της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Εξετάζουμε τον τρόπο με τον οποίο η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου έχει επηρεάσει την ανάπτυξη του κοινοτικού δικαίου και του δικαίου των κρατών-μελών σε διάφορους τομείς του ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου».


­ Πώς είναι δυνατόν να εξεταστεί αυτή η επίδραση;


«Μέσω της ανάλυσης δικαστικών αποφάσεων οι οποίες έχουν ληφθεί από το ΕΔ σε διάφορους τομείς αναζητούμε τον τρόπο με τον οποίο η νομολογία επηρεάζει την κατανομή της πολιτικής εξουσίας μεταξύ των κρατών-μελών και των οργάνων της Κοινότητας. Για παράδειγμα, η ΕΕ εκδίδει έναν κανονισμό που ορίζει τα ανώτατα ωράρια ημερησίας και εβδομαδιαίας εργασίας. Ενα κράτος-μέλος μπορεί να υποστηρίζει ότι το ζήτημα αυτό δεν εμπίπτει στην εξουσία των οργάνων της ΕΕ αλλά επαφίεται στα κράτη-μέλη. Σε περίπτωση τέτοιας διαφωνίας εναπόκειται στο ΕΔ να αποφασίσει την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ των οργάνων της Κοινότητας και των κρατών-μελών».


­ Μπορείτε να μας δώσετε πιο χειροπιαστά παραδείγματα;


«Βεβαίως. Η Κοινότητα υποστηρίζει την ελεύθερη διακίνηση των αγαθών. Η νομοθεσία της Σουηδίας απαγορεύει τη διαφήμιση που έχει στόχο τα μικρά παιδιά. Αυτή η απαγόρευση όμως συνιστά περιορισμό της διακίνησης των αγαθών. Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά σε μια υπόθεση σύγκρουσης συμφερόντων. Από τη μία υπάρχει το οικονομικό συμφέρον και από την άλλη το συμφέρον να προστατευτεί η διανοητική και ψυχολογική υγεία των παιδιών. Το ΕΔ έρχεται να παίξει τον ρόλο του διαιτητή και να αποφασίσει ποιο από τα δύο συμφέροντα, τα οποία προστατεύονται από διαφορετικούς νομοθέτες, έχει προτεραιότητα. Αντίστοιχο είναι ένα παράδειγμα το οποίο αφορά την Ιρλανδία. Στη χώρα αυτή απαγορεύονται οι αμβλώσεις. Η Συνθήκη της Ρώμης όμως προβλέπει την ελεύθερη διακίνηση των υπηρεσιών και οι αμβλώσεις είναι ιατρικές υπηρεσίες. Πρόσφατα φοιτητές στο Πανεπιστήμιο του Δουβλίνου διαφήμιζαν κλινικές στη Βρετανία οι οποίες ειδικεύονται στις αμβλώσεις. Το ΕΔ κλήθηκε να λάβει θέση μεταξύ του δικαιώματος της ελεύθερης διακίνησης των υπηρεσιών και των ηθικών αρχών που αναγνωρίζονται σε εθνικό επίπεδο».


­ Ποιες ήταν οι αποφάσεις του ΕΔ σχετικά με αυτά τα ζητήματα;


«Στην περίπτωση της Σουηδίας αποφάσισε ότι η ελεύθερη διακίνηση των αγαθών δεν απαγόρευε τον περιορισμό τέτοιων διαφημίσεων, αν και στις περιστάσεις υπήρχε συγκεκριμένη κοινοτική νομοθεσία που αναφερόταν στη ρύθμιση τηλεοπτικών εκπομπών και την οποία το ΕΔ εφήρμοσε. Στην περίπτωση της Ιρλανδίας, αποφάσισε ότι το θέμα δεν εγείρετο, καθώς η διαφήμιση γινόταν από φοιτητές και όχι από τις ίδιες τις κλινικές. Δεν επρόκειτο επομένως για διαφήμιση για εμπορικούς σκοπούς αλλά για απλή πληροφόρηση και έτσι το θέμα δεν ενέπιπτε στην ελεύθερη διακίνηση των υπηρεσιών. Με άλλα λόγια, στη δεύτερη περίπτωση το Δικαστήριο δεν έλαβε θέση στη σύγκρουση μεταξύ εθνικών αξιών και κοινοτικού δικαίου. Αντιλαμβάνεστε ότι ορισμένες αποφάσεις του ΕΔ, αν και δεν είναι πολιτικές, έχουν μια πολιτική διάσταση υπό την ευρεία έννοια του όρου».





­ Πώς προστατεύει το Δικαστήριο τα δικαιώματα του πολίτη;


«Η αρμοδιότητα του ΕΔ είναι να διασφαλίζει την τήρηση του δικαίου και την ερμηνεία και την εφαρμογή των συνθηκών που διέπουν την Κοινότητα. Η θεμελιώδης λειτουργία του είναι να διασφαλίζει την αρχή της μονιμότητας. Το Δικαστήριο ελέγχει όχι μόνο τη νομιμότητα των πράξεων των κρατικών αρχών, όπως δείχνουν τα παραπάνω παραδείγματα, αλλά και τη νομιμότητα των πράξεων των κοινοτικών οργάνων. Εχει αρμοδιότητα να ακυρώνει τις πράξεις του κοινοτικού νομοθέτη όταν αντίκεινται στους κανόνες δικαίου».


­ Υπάρχει παράδειγμα που να καταδεικνύει αυτή την προστασία;


«Η οικονομική αγροτική πολιτική της Κοινότητας μπορεί, για την επίτευξη των σκοπών του δημοσίου συμφέροντος, να περιορίζει την οικονομική ελευθερία των αγροτών. Ο ρόλος του ΕΔ είναι να προστατεύσει τα δικαιώματα των αγροτών ανάλογα με την περίσταση. Για παράδειγμα, προκειμένου να μειωθεί η υπερπαραγωγή γάλακτος στην Κοινότητα είχαν προσφερθεί κίνητρα στους αγρότες, οι οποίοι αν τα αποδέχονταν θα όφειλαν να εγκαταλείψουν την παραγωγή γάλακτος για πέντε χρόνια. Πράγματι, ορισμένοι παραγωγοί το έκαναν. Κατά τη διάρκεια αυτής της πενταετίας η Κοινότητα έλαβε δραστικότερα μέτρα για τον περιορισμό της γαλακτοπαραγωγής. Ετσι αποφάσισε να ορίσει την ανώτατη ποσότητα γάλακτος που θα μπορούσε να παραχθεί από κάθε παραγωγό. Δεν προέβλεψε όμως να κάνει το ίδιο και για όσους είχαν αποσυρθεί για την πενταετία, με αποτέλεσμα όταν αυτοί θέλησαν να ξαναμπούν στην παραγωγή γάλακτος να έχουν χάσει το δικαίωμά τους να το παράγουν. Η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης επέβαλλε στην Κοινότητα να επιδώσει αυτό το δικαίωμα στους αγρότες που είχαν αποσυρθεί».


­ Το ΕΔ φαίνεται πως πρέπει πάντοτε να διατηρεί εξαιρετικά λεπτές ισορροπίες…


«Πράγματι. Η πολιτική εξουσία λαμβάνει αποφάσεις οι οποίες είναι προϊόν πολιτικού συμβιβασμού. Τα πρόσωπα που ασκούν την πολιτική εξουσία έχουν εκλεγεί από εμάς. Οταν το ΕΔ παρεμβαίνει και ακυρώνει νόμους, μπορεί να ανατρέπει τα αποτελέσματα των δημοκρατικών διαδικασιών, δεν σφετερίζεται όμως πολιτική εξουσία. Το Δικαστήριο ανατρέπει τις αποφάσεις των νομοθετικών οργάνων όταν αυτές αντίκεινται στους θεμελιώδεις κανόνες της Κοινότητας. Με αυτόν τον τρόπο προστατεύει τον πολίτη έναντι της πολιτικής αυθαιρεσίας. Η αναζήτηση των ορθών ορίων της δικαστικής εξουσίας είναι αντικείμενο ζωηρής ακαδημαϊκής συζήτησης».


­ Πού έχει βασιστεί η ανάπτυξη της νομολογίας του ΕΔ;


«Με βάση τις συνταγματικές παραδόσεις των κρατών-μελών και τις αξίες της φιλελεύθερης δημοκρατικής παράδοσης, το ΕΔ έχει αναπτύξει στη νομολογία του μία σειρά από άγραφες γενικές αρχές δικαίου οι οποίες διέπουν την άσκηση εξουσίας, την προστασία του πολίτη και τις σχέσεις μεταξύ κοινοτικών και κρατικών αρχών. Για παράδειγμα, η νομολογία αναγνωρίζει τις αρχές της ισότητας, της προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων και της αναλογικότητας. Η τελευταία αρχή προβλέπει ότι οι δημόσιες αρχές δεν πρέπει να περιορίζουν την ελευθερία του πολίτη περισσότερο από ό,τι είναι αναγκαίο και κατάλληλο για την επίτευξη του δημοσίου συμφέροντος. Αυτές οι αρχές δεν είναι ρητά γραμμένες στους βασικούς νόμους που διέπουν την ΕΕ αλλά απορρέουν από την έννοια της ευνομούμενης πολιτείας. Αξίζει εδώ να σημειώσουμε ότι η επίδραση του ΕΔ στην ανάπτυξη του κοινοτικού δικαίου δεν έχει ίσως ιστορικό προηγούμενο. Ποτέ ένα δικαστήριο δεν είχε συμβάλει τόσο στη διαμόρφωση μιας έννομης τάξης, με εξαίρεση ίσως το ανώτατο δικαστήριο των ΗΠΑ».


­ Αντικείμενο της διδακτορικής διατριβής σας ήταν η ενοποίηση του χρηματιστηριακού δικαίου στην ΕΕ. Εκτιμάτε ότι έχει επιτευχθεί αυτή η ενοποίηση;


«Θα έλεγα ότι υφίσταται μια εναρμόνιση παρά μια ενοποίηση. Η ΕΕ εκδίδει οδηγίες οι οποίες προβλέπουν ένα κατώτατο όριο προστασίας των επενδυτών, το οποίο θα πρέπει να εφαρμόζεται από όλα τα κράτη-μέλη».


­ Τι μπορεί να περιμένει κανείς από το δίκαιο σε ό,τι αφορά τα χρηματιστηριακά;


«Ο σκοπός του δικαίου είναι να προστατεύσει τον αποταμιευτή. Οι προσδοκίες όμως θα πρέπει να είναι λογικές. Το δίκαιο δεν μπορεί να προστατεύσει τον επενδυτή από την κακή του κρίση. Ο στόχος της νομοθετικής επέμβασης είναι διπλός: Πρώτον, να εξασφαλίσει το δικαίωμα του επενδυτή να είναι σωστά πληροφορημένος για τις ευκαιρίες και τους κινδύνους των επενδύσεων. Δεύτερον, να ελέγχει τα χρηστά ήθη και την ικανότητα αυτών που λαμβάνουν επενδυτικές αποφάσεις για λογαριασμό των αποταμιευτών».


­ Πώς αντιλαμβάνεστε τον ρόλο του νομικού επιστήμονα στην πολιτεία;


«Ξεκινώ από το πλατωνικό ιδεώδες ότι η ευβουλία, δηλαδή η σωστή κρίση, θεμελιώνεται σε επιστημονικό συλλογισμό. Θεωρώ ότι ο ρόλος του νομικού επιστήμονα είναι να συμβάλλει στη βελτίωση της απονομής δικαιοσύνης, να προάγει τη γνώση και την κατανόηση του δικαίου και σε τελική ανάλυση να συμβάλλει στην ορθή κυβέρνηση. Πιστεύω ότι η απονομή δικαιοσύνης βασίζεται σε δύο στοιχεία: ένα σύστημα αποδεκτών αξιών και συστηματική μεθοδολογία. Μέθοδος χωρίς ιδεώδη δεν έχει περιεχόμενο, αλλά και ιδεώδη χωρίς μεθοδολογία οδηγούν, στα πλαίσια της απονομής δικαιοσύνης, σε σύγχυση. Πιστεύω ότι ο ρόλος του νομικού επιστήμονα είναι να προάγει και τα δύο αυτά συστατικά στοιχεία, δηλαδή και τις αξίες και την τεχνική του δικαίου».