«Μποτίλια στο πέλαγος» χαρακτηρίζει το βιβλίο του γερμανού φιλοσόφου Gottfried Wilhelm Leibniz «Η μοναδολογία» (1714) ο Rafael Pividal στον συλλογικό τόμο ιστορίας της φιλοσοφίας υπό την επιμέλεια του Francois Chatelet. (Το βιβλίο αυτό κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Γνώση στη Φιλοσοφική και Πολιτική Βιβλιοθήκη, της οποίας διευθυντής είναι ο Παναγιώτης Κονδύλης). Με τον όρο αυτόν δηλώνεται πρωτίστως ότι η «υποδοχή» της φιλοσοφίας του Leibniz εξαρτάται από τις επιστημολογικές συνθήκες της εκάστοτε εποχής και τις θεωρητικές αναζητήσεις της εκάστοτε επιστημονικής κοινότητας. Και είναι αλήθεια ότι το φιλοσοφικό έργο του Leibniz δεν μπορεί να αποτελεί μόνο αντικείμενο ιστορίας της φιλοσοφίας, αλλά είναι σε θέση να «ανακατασκευασθεί» υπό τις θεωρητικές προοπτικές της εποχής η οποία το μελετά. Ο έλληνας αναγνώστης κρατάει στα χέρια του μια έγκυρη έκδοση της «Μοναδολογίας», η οποία έχει ιδιαίτερα εκδοτικά προτερήματα, όπως π.χ. είναι το γεγονός ότι η έκδοση περιλαμβάνει και το πρωτότυπο κείμενο, ενώ ταυτόχρονα η εισαγωγή του Γεράσιμου Βώκου, καθηγητή της ιστορίας της φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ανασυγκροτεί τον ιστορικό και τον επιστημολογικό ορίζοντα της συγγραφής του κειμένου. Η «Μοναδολογία» είναι μια πυκνή σύνοψη της φιλοσοφίας του Leibniz που γράφτηκε το 1714, δύο χρόνια πριν από τον θάνατό του, το 1716, στο Αννόβερο. Η ελληνική έκδοση συμπληρώνεται από ένα εκτενές χρονολόγιο του φιλοσόφου και ένα εμπεριστατωμένο βιβλιογραφικό σημείωμα για το ίδιο το κείμενο.
Η «Μοναδολογία» αποτελείται από 90 παραγράφους, στις οποίες συνοψίζονται οι βασικές φιλοσοφικές θέσεις του Leibniz για τον κόσμο, τον Θεό, τον λόγο και συνιστά τη θεωρητική αντίκρουση της σκέψης του Descartes. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η φιλοσοφία «τρέφεται» από διενέξεις, συζητήσεις, αντικρούσεις και επιχειρηματολογίες κατά προγενέστερων φιλοσόφων. Για την ιστορία της φιλοσοφίας κάτι τέτοιο είναι κοινός τόπος. Το ίδιο συμβαίνει και με τη θεωρητική συγκρότηση του Leibniz, ο οποίος επιλέγει ως «αντίπαλό» του την επικρατούσα στην εποχή του καρτεσιανή σκέψη. Κύριος λοιπόν «εχθρός» του Leibniz είναι ο δυϊσμός που εισάγει στη σκέψη ο Descartes ανάμεσα στο σκεπτόμενο πράγμα (υποκείμενο) και στο εκτατό πράγμα, δηλαδή εκείνο που ορίζεται σε σχέση προς την έκταση και την κίνησή του (το σύνολο των φυσικών φαινομένων). Ο Leibniz αναζητά την ουσία των πραγμάτων στην παραγωγό δύναμη της ενέργειας. Η συνολική πραγματικότητα συλλαμβάνεται ως ενέργεια και ως σκέπτεσθαι. Κάθε οντότητα συγκροτείται ως «μονάδα», δηλαδή ως ενότητα ενέργειας και σκέψης. Η πραγματικότητα είναι η κινούμενη (ενεργειακή) σκέψη. Στο σημείο αυτό διακρίνει κανείς την πρώιμη φάση μιας αναστοχαστικής φιλοσοφίας, η οποία αργότερα κατά την περίοδο του γερμανικού ιδεαλισμού θα αναπτυχθεί πλήρως σε φιλοσοφία του υποκειμένου.
Θα πρέπει να τονισθεί ότι από τη σκοπιά της φιλοσοφίας των ιδεών η θεωρία του Leibniz κατέχει μια ιδιαίτερη θέση, στον βαθμό που εκφράζει τη μετάβαση από τη θεολογική σκέψη στη φιλοσοφία του Λόγου. Ο Leibniz είναι ένας παθιασμένος οπαδός του ορθολογισμού, μολονότι πιστεύει ότι η έσχατη αιτία της αρμονίας του κόσμου είναι ο Θεός. Δεν μπορεί να νοηθεί συγκρότηση της πραγματικότητας παρά μόνο αν ο ανθρώπινος Λόγος θέσει ως a priori πραγματολογική προϋπόθεση τη θεότητα. Η μονάδα ως το έσχατο στοιχείο της πραγματικότητας διαμεσολαβεί την ανθρώπινη λογική με τον Θεό. Το παράδειγμα των δύο ρολογιών είναι χαρακτηριστικό του θεωρητικού προγράμματος για τη σύνδεση του ανθρώπινου Λόγου με τον Θεό.
Ας μην ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε στα πρώτα στάδια της απελευθέρωσης του ανθρώπου από τις παραδοσιακές κοσμοεικόνες και θα πρέπει όλα να «ζυγιάζονται» και να «υπολογίζονται» σωστά. Οι «μονάδες» δεν είναι στατικές οντότητες, αλλά δυνάμεις που ενεργούν ή ορθότερα επενεργούν και σχηματίζουν έναν κόσμο αιτιοκρατικό. Το περίφημο αριστοτελικό «το ον λέγεται πολλαχώς» βρίσκει στη σκέψη του Leibniz τη θεωρητική πεμπτουσία του. Δεν αποτελείται ο κόσμος από σταθερές καρτεσιανές υποστάσεις αλλά από αναρίθμητες δυνάμεις, που χαρακτηρίζουν τις ιδιότητες των πραγμάτων. Η differentiam specificam (ειδοποιός διαφορά) είναι η συγκροτησιακή δυναμική των πραγμάτων και όχι η υπαγωγή τους στη λογική του γένους. Μπροστά σε μια κινούμενη και υπό διαμόρφωση πραγματικότητα το σκεπτόμενο πράγμα (υποκείμενο) δεν μπορεί να ανυψώνει το υπερβατικό τείχος της διάνοιας αλλά θα πρέπει να μηχανευθεί θεωρητικούς τρόπους που να είναι σε θέση να συλλάβουν την κίνηση και την ενέργεια.
Στον γάλλο φιλόσοφο Gilles Deleuze οφείλει η θεωρητική συνείδηση της μετανεωτερικής εποχής μας την «ανασυγκρότηση» της σκέψης του Leibniz. Το βιβλίο του Deleuze με τον τίτλο «Η πτυχή. Ο Leibniz και το μπαρόκ» («Le pli. Leibniz et le baroque») δημοσιεύθηκε το 1988 και εκεί καταγράφεται το μετέωρο βήμα του ορθολογισμού να συλλάβει την πραγματικότητα με τους όρους της διάνοιας. Μια τέτοια τύπου όμως θεωρητική επιχείρηση μας οδηγεί στο παράδοξο: ο άκρατος ορθολογισμός να μετατρέπεται σε ανορθολογισμό. Η αμφισημία (η διαλεκτική με σύγχρονους θεωρητικούς όρους) είναι εγγενής στη διαδικασία μετατροπής του ανθρώπου σε υποκείμενο. Κατά τον Deleuze, η σκέψη του Leibniz είναι «φτιαγμένη» από πτυχώσεις, οι οποίες αποτυπώνουν τους κυματισμούς της σκέψης μπροστά στην υπό διαρκή μεταβολή πραγματικότητα. Οι «μονάδες» ως ψυχές, ως πνευματικές δυνάμεις εκτείνονται από τις σκοτεινές και ασυνείδητες ορμές ως την ύψιστη μονάδα που είναι ο παντοκράτωρ και παντογνώστης Θεός. Η μπαρόκ σκέψη του Leibniz στοχεύει να προστατέψει τον άνθρωπο από την ορθολογική στιλπνότητα του υποκειμενοκεντρισμού.
Στην προβληματική αυτή επιμένει με έμφαση ο Γ. Βώκος στο εισαγωγικό του σημείωμα όταν γράφει: «Ολο το θέμα είναι να δούμε και να πούμε εμείς που είμαστε μεταβλητό σημείο τη μεταβολή του μεταβλητού όλου που είναι ο κόσμος» (σελ. 20). Το ίδιο πρόβλημα αναλύει και ο Deleuze, του οποίου η ιστοριογραφική μελέτη για τον Leibniz έχει στόχο της τη μετανεωτερική «υποδοχή» της σκέψης του. Αποδεικνύεται λοιπόν ότι η «εμπλοκή» του υποκειμένου ως αρχιμήδειου σημείου για τη σύλληψη της πραγματικότητας είναι ο βασικός θεωρητικός φόβος που αντιμετωπίζει η σκέψη του Leibniz. Ο κατ’ εξοχήν ορθολογιστής στοχάζεται τις συνέπειες του ίδιου του εγχειρήματός του και θέλει να προστατεύσει τη σκέψη από τα αναρθολογικά αποτελέσματα που η ίδια δημιουργεί. Η «μοναδολογία» του Leibniz ως οντολογική σύλληψη λοιπόν είναι μια συνεπής μεγαλοφυής θεωρία για την αμφισημία του ανθρώπινου Λόγου (που μόλις τότε, στα πρώιμα χρόνια της νεωτερικότητας, γεννιόταν)· και ως τέτοια μπορεί η φιλοσοφική αυτοσυνείδηση της μετανεωτερικής κοινωνίας μας να την «ανασυγκροτήσει».
Ο κ. Θεόδωρος Γεωργίου είναι συγγραφέας.