“Δεν χρησιμοποιώ τις ευκολίες μου”




Από τη σοφόκλεια «Ηλέκτρα» στην ευριπίδεια «Αλκηστη» και στη «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη, και από εκεί στη «Γέρμα» του Λόρκα και ύστερα πάλι στην «Αλκηστη». Οι διαδρομές της Λυδίας Κονιόρδου τα τελευταία χρόνια εγγράφονται στον ευρύτερο χώρο του τραγικού. Η καλλιτέχνις ανιχνεύει τις πολλαπλές όψεις του, επιλέγοντας ως πεδίο «δράσης» άλλοτε το αθηναϊκό κέντρο και άλλοτε την περιφέρεια. «Οι διαδρομές αυτές βέβαια δεν γίνονται ενσυνείδητα. Πρόκειται περισσότερο για μια ενστικτώδη προσέγγιση μύθων και συμβόλων τα οποία από τη στιγμή που προσωποποιούνται μας επιτρέπουν όχι μόνο να φωτίσουμε ό,τι σέρνουμε μέσα στους αιώνες αλλά και να γνωρίσουμε τη δική μας συλλογική μοίρα» εξηγεί η ηθοποιός στο «Βήμα» και μας μιλάει για τη νέα σκηνική συνάντησή της με τον Κώστα Τσιάνο: «Εχουν ωριμάσει πολλά πράγματα από τον καιρό της γόνιμης συνεργασίας μας στο Θεσσαλικό Θέατρο. Πιστέψαμε και οι δύο τότε στη σχέση της κλασικής παράδοσής μας με τη λαϊκή, έτσι όπως αυτή έχει αποτυπωθεί στα δρώμενα και στους χορούς. Βέβαια το ότι “υπηρετήσαμε” τα ίδια πράγματα δεν σημαίνει ότι θα χρησιμοποιήσουμε σήμερα τις ευκολίες μας. Οταν δύο καλλιτέχνες έχουν κάνει ήδη μια διαδρομή, έχουν μια επιπλέον αγωνία όταν ξαναβρεθούν. Τους απασχολεί να προχωρήσουν ένα βήμα παραπέρα…». Είναι όμως ικανή η αγωνία αυτή να απομακρύνει τον κίνδυνο του να μετατραπεί ο δρόμος που περνά μέσα από την ελληνική παράδοση σε μανιέρα; «Αν μείνει κανείς στο εξωτερικό περίβλημα, η διαδρομή αυτή ενέχει τον κίνδυνο να γίνει κλισέ. Οσον αφορά τη δική μου πορεία, υπάρχει ένας μηχανισμός άμυνας μέσα μου. Οταν ένας τρόπος έκφρασης μετατραπεί σε κέλυφος νεκρό, με κάνει να ασφυκτιώ. Εχω ανάγκη να είμαι ελεύθερη, να εκτίθεμαι. Δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να βολευτεί σε έναν δρόμο όσο κι αν εγγυάται την επιτυχία και την αποδοχή. Για τον λόγο αυτόν όταν προσέγγισα για πρώτη φορά σκηνοθετικά το αρχαίο δράμα ανεβάζοντας την “Αλκηστη”, κατέφυγα στο παραμύθι και χρησιμοποίησα κούκλες» επισημαίνει η Λυδία Κονιόρδου και προσθέτει: «Αναζητώ πάντα τη ρωγμή στο παραδοσιακά τραγικό και στο παραδοσιακά γνώριμο. Αναζητώ τη σημερινή γλώσσα αφαιρώντας από τον κόσμο της παράδοσης την “ηθογραφική” της διάσταση. Στη “Γέρμα”, π.χ., με ενδιέφερε μια σύγχρονη υποκριτική και όχι μια αναπαραγωγή παλαιών υποκριτικών προτύπων και στερεοτύπων. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι δεν προδιαθέτω τον θεατή σε σχέση με την τραγικότητα της Γέρμας. Η Γέρμα δεν βγαίνει στη σκηνή ως πρόσωπο τραγικό, δεν ξεκινάει στερεμένη. Φέρει μια λαχτάρα που αυξάνεται, όπως λέει ο Λόρκα, όσο λιγοστεύει η ελπίδα. Είναι μια γυναίκα απλή που μεγάλωσε όπως όλες οι γυναίκες του χωριού: περιμένοντας να δοθεί από τον πατέρα της εκεί όπου ήταν ωφέλιμο και χρήσιμο να δοθεί».


Αυτός ο «ωφελιμιστικός» προσανατολισμός του σύγχρονου πολιτισμού ανιχνεύεται εξάλλου και στην «Αλκηστη», που η καλλιτέχνις προσεγγίζει ξανά, αυτή τη φορά με την ομάδα της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού. «Πρόκειται για μια εργαστηριακής μορφής δουλειά, το αποτέλεσμα της οποίας θα καταλήξει σε παράσταση το πρώτο δεκαήμερο του Μαΐου. Τοποθετούμε τη δράση ανάμεσα στη δεκαετία του ’50 και του ’60, τότε που η Ελλάδα προσπαθούσε να ξεχάσει το οδυνηρό παρελθόν της “ισοπεδώνοντας” ό,τι το θύμιζε: τις προίκες, τα μπακίρια, τα παλιά σπίτια, τις “καλημέρες”… Σε αυτό το χρονικό διάστημα αισθάνομαι ότι εντοπίζεται, τουλάχιστον στον τόπο μας, η απομάκρυνση από αυτό που είναι όμορφο και η προσκόλληση σε αυτό που είναι χρήσιμο. Μέσα σε έναν τέτοιο κόσμο που διακατέχεται από τη χρησιμοθηρία η αυτοθυσία της Αλκηστης δείχνει παράλογη. Τη δέχονται με ανακούφιση ο άντρας της και οι δικοί της, γιατί τους είναι χρήσιμη, όμως αδυνατούν να την καταλάβουν. Οντας έργο ανατρεπτικό που εμπεριέχει το κωμικοτραγικό στοιχείο, η “Αλκηστη” μας επιτρέπει έτσι να προσεγγίσουμε το έμμεσα τραγικό · όχι το αυτονόητα τραγικό. Το τραγικό με άλλα λόγια στη διάσταση που βιώνεται σήμερα, μέσα από τα μικρά πράγματα της καθημερινότητας. Το ίδιο δεν συμβαίνει και με τη “Γέρμα”;». Επανέρχεται συχνά, κατά τη διάρκεια της κουβέντας μας, στην υπολανθάνουσα τραγικότητα της καθημερινότητας, υπογραμμίζοντας παράλληλα το αίσθημα της μουσικότητας που την οδηγεί σε κάθε ρόλο: «Με ενδιαφέρει το μουσικό θέατρο ­ αυτός ήταν άλλωστε ο λόγος που υπήρξα συνδιευθύντρια στο Κέντρο Μουσικού Θεάτρου Βόλου. Τη μουσική την αναζητώ ακόμη και σε ένα έργο πρόζας. Δεν είναι τυχαίο. Οταν ήμουν ακόμη στη σχολή, μου είχε κάνει εντύπωση η πληροφορία ότι η Κατίνα Παξινού δούλευε τους ρόλους της πάνω στο πιάνο. Στη σκηνή έχω την αίσθηση ότι στέκομαι σε μια κορυφογραμμή. Γλιστράω από τον λόγο στο τραγούδι και ξανά πίσω στον λόγο, χωρίς να υπάρχει χάσμα ανάμεσα στα δύο».


Στα γνώριμα μονοπάτια του μουσικού θεάτρου θα βρεθεί η Λυδία Κονιόρδου και τον ερχόμενο χειμώνα σκηνοθετώντας για την Ορχήστρα των Χρωμάτων ένα μουσικό θέαμα βασισμένο στο έργο του Στρατή Τσίρκα σε συνεργασία με τη Χρύσα Προκοπάκη. Ενδιάμεσος «σταθμός», μια βραδιά αναγνώσεων στις 17 Απριλίου στο Μέγαρο Μουσικής από κείμενα της βυζαντινής λογοτεχνίας, με τον Δημήτρη Καταλειφό επί σκηνής και με τον Αθανάσιο Αγγέλου να υπογράφει τη γενική επιμέλεια του προγράμματος. Και η ανάγκη του ηθοποιού να ρισκάρει; «Το ρίσκο υπάρχει πάντα στις επιλογές μου, με τη διαφορά ότι δεν είναι επιπόλαιο. Ρισκάρω με προσεκτικά βήματα. Προετοιμάζω δηλαδή με προσοχή το κάθε άλμα στο κενό. Οταν έφυγα από την πρώτη μου οικογένεια, το Εθνικό, και πήγα στο “αντίπαλο” στρατόπεδο, στο Θέατρο Τέχνης, δεν ήταν ένα ρίσκο; Και όταν μετά έφυγα από το “Τέχνης” και πήγα στη Λάρισα, όπου υπήρχε ο κίνδυνος να περάσει απαρατήρητο ό,τι έκανα, πάλι δεν ήταν ρίσκο; Μα και στη συνέχεια θα μπορούσα να μείνω στην Αθήνα και να επαναπαυθώ στην επιτυχία του Θεσσαλικού Θεάτρου αντί να φύγω για τον Βόλο. Ακόμη και σήμερα θα επέστρεφα στην περιφέρεια αν μου εξασφάλιζαν μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων. Ο θεσμός των Δημοτικών Περιφερειακών Θεάτρων είναι ανάγκη κατά τη γνώμη μου να επανεξετασθεί, να εμπλουτισθεί και να προχωρήσει στο εξής με μεγαλύτερη τόλμη και ελευθερία».


Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ


Η «Γέρμα» του Λόρκα παρουσιάζεται στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού (Αγίου Κωνσταντίνου 22-24) σε σκηνοθεσία Κώστα Τσιάνου, σκηνικά – κοστούμια Ιωάννας Παπαντωνίου, μουσική Γιώργου Χριστιανάκη. Παίζουν: Λυδία Κονιόρδου, Στέφανος Κυριακίδης, Μάρθα Βούρτση, Κώστας Φαλελάκης, Ζωή Ναλμπαντή, Ρίκα Σηφάκη κ.ά.