ΤΟ ΤΖΑΚΙ έχει κάνει εδώ και αρκετά χρόνια την πανηγυρική επιστροφή του στις κατοικίες της πόλης. Και όχι μόνον ως είδος εσωτερικής διακόσμησης, αλλά ακόμη και ως πηγή θέρμανσης τις κρύες ημέρες και νύχτες του χειμώνα. Σχεδόν όλες οι καινούργιες κατασκευές κατοικιών περιλαμβάνουν ως απαραίτητο στοιχείο τους το τζάκι, ενώ συνηθισμένο φαινόμενο είναι και οι ανακαινίσεις παλαιότερων κατασκευών που έχουν αντικείμενό τους την τοποθέτηση τζακιού. Μάλιστα, όπως καταμαρτυρούν και τα στοιχεία από τις εταιρείες που πωλούν προκατασκευασμένα τζάκια, κάθε χρόνο παρατηρείται σημαντική αύξηση της τάξεως του 20%-25% στην εν λόγω αγορά.


Προτού ωστόσο ο μελλοντικός κάτοχος και χρήστης του τζακιού καθήσει αναπαυτικά μπροστά στην οικογενειακή εστία, έχει να απαντήσει σε πολλά ερωτήματα που αφορούν την κατασκευή του. Αυτό που προβληματίζει κυρίως τους υποψήφιους αγοραστές είναι το είδους του τζακιού που θα εγκαταστήσουν. Το κυρίαρχο ερώτημα είναι: προκατασκευασμένη ή χτιστή εστία;


Οπως τονίζει ο κ. Ανδρέας Παφίτης, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας ΜΑΡΧΟΝΑ ΑΕ η οποία δραστηριοποιείται 15 χρόνια στην αγορά εκπροσωπώντας μεγάλους ξένους οίκους προκατασκευασμένων, ένα τζάκι το οποίο στην εμφάνισή του φαίνεται απλό, στην πραγματικότητα είναι μια σύνθετη κατασκευή που απαιτεί ειδικές γνώσεις.



Σε γενικές γραμμές το τζάκι αποτελείται από τρία βασικά μέρη: την καμινάδα, τη διακόσμηση – επένδυση και το κύριο μέρος που είναι η εστία, ο θάλαμος δηλαδή καύσης. Ανάλογα με το είδος της εστίας, επισημαίνει ο ίδιος, τα τζάκια διαφοροποιούνται σε τρεις κατηγορίες: η πρώτη έχει εστία με πυρότουβλα που κτίζεται επί τόπου, τούβλο τούβλο, από κάποιον μάστορα ή προκατασκευάζεται σε στοιχεία και μεταφέρεται για να τοποθετηθεί στο σπίτι. Πρόκειται για τζάκι με μικρή απόδοση της θερμικής ενέργειας που παράγει το καιόμενο ξύλο.


Ο δεύτερος τύπος έχει προκατασκευασμένη εστία από πυρίμαχο υλικό και θωράκιση μαντεμιού. Είναι μια εστία κατά κανόνα προκατασκευασμένη σε στοιχεία με τυποποιημένες διαστάσεις και μορφές. Ορισμένες από αυτές έχουν διπλή «πλάτη» για κυκλοφορία αέρα, πράγμα που βελτιώνει την απόδοσή τους. Οι εστίες αυτής της κατηγορίας έχουν μέση απόδοση της θερμικής ενέργειας που παράγει το καιόμενο ξύλο, αλλά χαρακτηρίζονται περισσότερο ως εστίες τοπικής εμβελείας.


Ο τρίτος τύπος έχει εστίες κατασκευασμένες εξ ολοκλήρου από μαντέμι (χυτοσίδηρο) που χαρακτηρίζονται από υψηλό ποσοστό θερμικής απόδοσης. Οι μαντεμένιες εστίες διαφέρουν από τους δύο προηγούμενους τύπους γιατί είναι συνήθως θερμοδυναμικές και ζεσταίνουν όχι μόνον τοπικά, αν χρησιμοποιηθούν σε συνδυασμό με κυκλοφορητή που στέλνει τον ζεστό αέρα σε άλλα δωμάτια του σπιτιού.


Οπως αναφέρει ο κ. Παφίτης, οι μαντεμένιες εστίες διακρίνονται και αυτές σε δύο τύπους: τις ανοικτές με χαμηλότερη απόδοση και τις κλειστές με υψηλότερη. Οι εστίες κλειστού τύπου με την υψηλή απόδοση μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη θέρμανση ολόκληρου του σπιτιού και μάλιστα με μεγάλη οικονομία στα ξύλα (τρεις ως τέσσερις φορές λιγότερα ξύλα) απ’ ό,τι στα τζάκια ανοικτού τύπου.


Ας έλθουμε όμως και στο κόστος. Ενα τζάκι κτιστό που κατασκευάζεται τούβλο τούβλο από κάποιον μάστορα μπορεί να κοστίσει γύρω στις 350.000 δρχ. και θα απαιτηθούν γύρω στα 10-12 μεροκάματα. Βεβαίως οι παραδοσιακοί μάστορες έχουν τη δική τους άποψη, που λέει ότι ένα χειροποίητο παραδοσιακό τζάκι αν κατασκευασθεί σωστά δουλεύει πολύ καλύτερα απ’ ό,τι ένα τυποποιημένο. Σύμφωνα με τον κ. Β. Μουστάκη, ο οποίος επί 45 χρόνια κατασκευάζει κτιστά τζάκια, το μυστικό για τη σωστή λειτουργία του τζακιού βρίσκεται στον τρόπο που θα κατασκευασθούν η καμινάδα και τα τοιχία.


Από την άλλη πλευρά, ο κ. Παφίτης επισημαίνει ότι ένα τυποποιημένο τζάκι κοστίζει τουλάχιστον 500.000 δρχ. καθώς στο κόστος των 170.000 δρχ. που αφορά την αγορά της εστίας θα πρέπει να υπολογίζει κανείς τα έξοδα μεταφοράς, τοποθέτησης, εγκατάστασης και διακόσμησης.


Ενα σημείο που πρέπει να λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τους οι καταναλωτές είναι η κατασκευή της καμινάδας. Οπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Παφίτης, η καμινάδα είναι το σημείο από το οποίο ξεκινούν και τελειώνουν πολλά προβλήματα. Η διατομή όσο και η κατασκευή του καπναγωγού, ακόμη και τα υλικά που θα χρησιμοποιηθούν πρέπει να είναι σύμφωνα με αυστηρές προδιαγραφές και κανονισμούς λειτουργίας και ασφαλείας.


Επίσης η καμινάδα όταν κατασκευάζεται σε εξωτερικό τοίχο πρέπει να είναι μονωμένη για να αποφεύγεται η ψύξη των καυσαερίων που προκαλεί μείωση του ελκυσμού (δηλαδή το τζάκι «καπνίζει») και επικαθίσεις στα τοιχώματα. Σημαντικό ακόμη στοιχείο είναι το ύψος της καμινάδας στη στέγη ώστε να αποφεύγονται οι στροβιλισμοί από πνέοντες ανέμους καθώς και το «καπέλο». Επίσης, καθώς η κίνηση του καπνού στην καμινάδα είναι ελικοειδής, θα πρέπει η καμινάδα να είναι στρογγυλή με λεία τοιχώματα για να αποφεύγονται οι τριβές.


Τελικά τι θα πρέπει να προτιμήσει ένας αγοραστής; Ας δούμε τα μειονεκτήματα και τα πλεονεκτήματα: Η κατασκευή ενός παραδοσιακού κτιστού τζακιού κοστίζει λιγότερο απ’ ό,τι η αγορά ενός προκατασκευασμένου. Οσο όμως σωστά και αν δουλεύει το τζάκι αυτό, θερμαίνει μόνον τοπικά και η θερμική απόδοσή του είναι περιορισμένη. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι από τη συνολική θερμική ενέργεια που εκλύεται κατά την καύση των ξύλων μόνον ένα ποσοστό είναι ωφέλιμο.


Πάντως αυτό που τονίζεται από όλους, παραδοσιακούς κατασκευαστές αλλά και εισαγωγείς τυποποιημένων τζακιών, ο καταναλωτής, όταν φθάσει στο σημείο να σκεφθεί να βάλει τζάκι, θα πρέπει να ψάξει και να μελετήσει όλους τους παράγοντες, αλλά και να δει τι καλύπτει τις πραγματικές ανάγκες του διότι, όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν, το τζάκι είναι το μόνο «έπιπλο» του σπιτιού που δεν αλλάζει.