Η ΜΕΓΑΛΗ διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στα επιτόκια καταθέσεων και χορηγήσεων γεννά το ερώτημα σε αρκετά νοικοκυριά αν συμφέρει να αποταμιεύουν χρήματα όταν χρωστούν ή να χρησιμοποιούν τα χρήματα που «βάζουν στην άκρη» για την ταχύτερη αποπληρωμή του στεγαστικού, καταναλωτικού δανείου ή του λογαριασμού της πιστωτικής τους κάρτας. Και αυτό γιατί το όποια έσοδα έχουν από το κεφάλαιο που αποταμιεύουν συρρικνώνονται αν ληφθεί υπόψη ο τόκος που πληρώνουν στο αντίστοιχο κεφάλαιο που χρωστούν.


Για να γίνει πιο κατανοητό το παραπάνω δίλημμα, ας το απλοποιήσουμε λίγο. Παίρνουμε ως παράδειγμα μια οικογένεια με εισόδημα της τάξεως των 800.000 δρχ., που έχει συνάψει ένα στεγαστικό δάνειο ύψους 20 εκατ. δρχ., με ονομαστικό ετήσιο επιτόκιο 12%, για να αγοράσει πρώτη κατοικία. Από τον συνολικό οικογενειακό προϋπολογισμό θα πρέπει κάθε μήνα να εκταμιεύονται περί τις 260.000 δρχ. για την αποπληρωμή του δανείου. Από τα χρήματα που θα περισσέψουν, όσα δεν πάνε για κάλυψη καταναλωτικών ή άλλων αναγκών, ένα ποσό, 100.000 ως 150.000 δρχ., μπορεί να αποταμιευθεί. Συμφέρει όμως η αποταμίευση του ποσού αυτού ή συμφέρει το ποσόν αυτό να χρησιμοποιείται για την εξόφληση του κεφαλαίου;


Μια προσέγγιση στο θέμα αυτό αποτελεί και ο λογαριασμός του εκκεντρικού άγγλου επιχειρηματία Ρίτσαρντ Μπράνσον, ο Virgin One, όπως ονομάζεται, ο οποίος ήδη λειτουργεί στη Βρετανία με τη συνεργασία του επιχειρηματία και της Royal Bank of Scotland. Η φιλοσοφία του λογαριασμού αυτού, που απευθύνεται κυρίως σε όσους έχουν συνάψει στεγαστικά δάνεια και συνεπώς διαθέτουν κάποιο ακίνητο, είναι απλή. Ο δανειολήπτης καταθέτει κάθε μήνα στον λογαριασμό τον μισθό του. Η διαχείριση του λογαριασμού είναι τέτοια, ώστε από τις καταθέσεις να εξοφλούνται κανονικά οι τοκοχρεολυτικές δόσεις αλλά και μεγαλύτερο μέρος του κεφαλαίου, στο συντομότερο δυνατόν χρονικό διάστημα.


Παράλληλα, ο κάτοχος του λογαριασμού μπορεί να εκπληρώνει τις καταναλωτικές του ανάγκες δανειζόμενος από τον ίδιο λογαριασμό με το χαμηλό επιτόκιο των στεγαστικών δανείων. Το πιστωτικό του όριο είναι ίσο με το 95% της αξίας του ακινήτου, η οποία εκτιμάται από ειδικούς της τράπεζας, μείον το ποσό που χρωστά. Ετσι, αν το δάνειο ανέρχεται σε 50.000 λίρες (22,5 εκατ. δρχ.) και η αξία του ακινήτου εκτιμάται σε 100.000 λίρες, τότε το πιστωτικό του όριο είναι 95.000 λίρες (το 95% της αξίας) μείον 50.000 λίρες, δηλαδή 45.000 λίρες.


Το κεφάλαιο εξάλλου που υπάρχει ανά πάσα στιγμή στον λογαριασμό τοκίζεται επίσης με το επιτόκιο των στεγαστικών δανείων. Η λύση αυτή βέβαια αφορά ανθρώπους που μπορούν να διαχειρισθούν σωστά τα οικονομικά τους και βέβαια όχι αυτούς που κοντεύουν να συνταξιοδοτηθούν. Αποτελεί πάντως μια καλή λύση.


Ας επιστρέψουμε όμως στη λύση του πιο πάνω διλήμματος. Από μια πρώτη ματιά η απάντηση μπορεί να δοθεί εύκολα. Σύμφωνα όμως με την άποψη στελεχών της Alpha Τράπεζας Πίστεως, απαιτείται πολλή σκέψη και προβληματισμός καθώς και υπολογισμοί με μολύβι και χαρτί, δεδομένου ότι ο δανειοδοτούμενος πρέπει να λάβει υπόψη του πολλές παραμέτρους.


Ας δούμε όμως τι αναφέρουν στελέχη της Alpha Τράπεζας Πίστεως, για το δίλημμα αυτό, προς «Το Βήμα». Το πρώτο πράγμα που θα πρέπει να δει ο δανειοδοτούμενος είναι τα πραγματικά επιτόκια, δηλαδή πόσες ποσοστιαίες μονάδες πάνω από τον πληθωρισμό θα πάρει σε μια κατάθεση ή τοποθέτηση σε αμοιβαία κεφάλαια και πόσες πάνω από τον πληθωρισμό θα πληρώσει για το δάνειο. Η διαφορά ανάμεσα στα πραγματικά καταθετικά επιτόκια και στο σταθερό επιτόκιο ενός στεγαστικού δανείου είναι σήμερα 4 ως 5 μονάδες. Κάτι που σε γενικές γραμμές δεν τον συμφέρει. Ετσι, θα μπορούσε κάλλιστα να χρησιμοποιεί τα επιπλέον χρήματα για την αποπληρωμή του κεφαλαίου του δανείου αντί για αποταμίευση.


Αυτά βέβαια στην περίπτωση του νοικοκυριού που αναφέραμε. Υπάρχει βέβαια και η λύση μιας επένδυσης με υψηλή απόδοση, μεγαλύτερης από το επιτόκιο του στεγαστικού δανείου, όπως σε μετοχές ή αναπτυξιακά αμοιβαία κεφάλαια. Ομως οι επενδύσεις αυτές έχουν κάποιο ρίσκο, κάτι που πρέπει να σκεφθεί πολύ σοβαρά κάποιος που χρωστά ένα μεγάλο ποσόν και συνεπώς βρίσκεται «στο κόκκινο». Οπως τονίζουν άλλωστε τα ίδια στελέχη, η ίδια η έλλειψη κεφαλαίων είναι αυτή που οδηγεί τον κόσμο στο να δανειστεί.


Θα πρέπει ακόμη, βάσει των εκτιμήσεων των στελεχών της ίδιας τράπεζας, να ληφθεί υπόψη και η περίπτωση αυτών που αν και διαθέτουν το κεφάλαιο για μια μεγάλη αγορά, σπιτιού ή αυτοκινήτου, δανείζονται για να αποφύγουν τυχόν φορολογικές επιβαρύνσεις. Σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να υπολογίσουν τι μακροπρόθεσμη απόδοση θα έχει το κεφάλαιό τους αν τοποθετηθεί σε τραπεζικό λογαριασμό, τι συνολική επιβάρυνση θα έχουν από τους τόκους του δανείου, αλλά και τι μείωση φόρου θα έχουν στην περίπτωση που οι τόκοι του δανείου εκπίπτουν από το φορολογητέο ετήσιο εισόδημα.


Αυτή τη διάσταση άλλωστε επισημαίνει και ο κ. Γ. Αλβέρτης, διευθύνων σύμβουλος του τμήματος πιστωτικών καρτών της Eurobank. Οπως τονίζει ο ίδιος προς «Το Βήμα», τα στεγαστικά δάνεια συνοδεύονται από πολλές φορολογικές απαλλαγές που βέβαια εξαρτώνται από τη φορολογική δήλωση που υποβάλλει κάθε φορολογούμενος. Οι απαλλαγές αυτές πρέπει σαφώς να συνυπολογίζονται στα «κέρδη» του στεγαστικού δανείου, εφόσον είναι έξοδα που ο καταναλωτής «αποφεύγει», έχοντας ένα στεγαστικό δάνειο.


Σε ό,τι αφορά το γενικό ερώτημα, δηλαδή το κατά πόσον συμφέρει να έχει κάποιος δανειακό υπόλοιπο σε τράπεζα και συγχρόνως έναν ή περισσότερους καταθετικούς λογαριασμούς ή άλλη επένδυση, ο κ. Αλβέρτης το χαρακτηρίζει εύλογο μεν, διευκρινίζει όμως ότι δεν μπορεί να δοθεί απάντηση συνολικά αλλά να εξεταστεί σε επιμέρους περιπτώσεις. Πέραν λοιπόν των όποιων φοροαπαλλαγών, στην περίπτωση που ο δανειολήπτης έχει ένα σταθερό και μηνιαίο εισόδημα, δηλαδή αν είναι μισθωτός ή ελεύθερος επαγγελματίας, τότε το δάνειο συμφέρει για τον επιπλέον λόγο ότι και η αποπληρωμή του είναι σταθερή και μπορεί χρονικά να συμβαδίζει με τη μισθοδοσία. Με αυτόν τον τρόπο καλύπτεται μια ανάγκη για μετρητά σε μια συγκεκριμένη στιγμή, τα οποία θα καλυφθούν με ένα πρόγραμμα αποπληρωμής που ταιριάζει με το μηνιαίο εισόδημα του δανειζομένου. Ετσι, ο μισθωτός ή ο ελεύθερος επαγγελματίας μπορεί να κάνει χρήση ενός δανείου και να μη χρειαστεί να ρευστοποιήσει μια μεσομακροπρόθεσμη επένδυση, που ενδεχομένως να έχει σε μια χρονική στιγμή που ίσως δεν είναι κατάλληλη (π.χ. χαμηλή τιμή ρευστοποίησης, έξοδα για προείσπραξη σε καταθέσεις περιορισμένου χρόνου κλπ.).


Τέλος, προτού κάποιος ρευστοποιήσει αποταμιεύσεις για να καλύψει κάποια συγκεκριμένη ανάγκη, καλό θα είναι να συνυπολογίσει και τον παράγοντα ασφαλείας που παρέχουν αυτές, έναντι ενός απρόοπτου γεγονότος με οδυνηρές οικονομικές συνέπειες. Ενα καταναλωτικό δάνειο αντίθετα έχει χαμηλές μηνιαίες εισφορές, που στις περισσότερες περιπτώσεις καλύπτονται εύκολα από τα έσοδα του δανειζομένου, τα οποία δεν θα έφθαναν σε καμία περίπτωση για να καλύψουν σε μια δεδομένη χρονική στιγμή μια τέτοια ανάγκη. Ο προσωπικός τραπεζίτης σας


ΠΕΡΙ Private Bank ο λόγος και άλλη μία τράπεζα δραστηριοποιείται σε αυτή την κατέυθυνση. Η Citibank απευθύνεται σε όσους διαθέτουν κεφάλαια ύψους 1 εκατ. δολαρίων (275 εκατ. δρχ., περίπου). Βέβαια, όπως πολύ χαρακτηριστικά ανέφερε ο προϊστάμενος της Citibank Private Bank, κ. Γ. Ντουνιάς, η υπηρεσία είναι διαθέσιμη και για όσους είναι διατεθειμένοι να «παίξουν» δυναμικά ως και 900.000 δολάρια.


Ο προσωπικός τραπεζίτης που αναλαμβάνει να συνεργαστεί με τον υποψήφιο πελάτη φροντίζει κατ’ αρχάς να εξετάσει με κάθε λεπτομέρεια τους πόρους, τους στόχους, το ισοζύγιο, τη φορολογική δομή, τις εισοδηματικές απαιτήσεις αλλά και τους χρονικούς περιορισμούς που θέτει ο ενδιαφερόμενος επενδυτής. Στη συνέχεια συντονίζει τις λύσεις βάσει των οικονομικών λεπτομερειών της ζωής του πελάτη.


Στις υπηρεσίες που προσφέρει συγκαταλέγεται και η παροχή συμβουλών για τη συντήρηση του πλούτου των πελατών της αλλά και την ελαχιστοποίηση των φόρων στους οποίους υποβάλλεται. Παράλληλα δανειοδοτεί τους πελάτες της, για λόγους επιχειρηματικούς, επενδυτικούς ή καθαρά προσωπικούς. Εχει επίσης δημιουργήσει οικονομικά προϊόντα για ιδιοκτήτες επιχειρήσεων που επιδιώκουν να αποκτήσουν, να ρευστοποιήσουν ή να μεταβιβάσουν περιουσιακά στοιχεία, με φορολογικά αποτελεσματικό τρόπο.


Στις υπηρεσίες συμπεριλαμβάνονται οικονομικές και φορολογικές συμβουλές για απόκτηση ή εκποίηση επιχειρήσεων, καθώς και σχεδιασμός συγκεκριμένων πιστώσεων βάσει των περιουσιακών στοιχείων, της δανειοληπτικής ικανότητας και των λειτουργικών αναγκών των εταιρειών των πελατών της. Τέλος, εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι είναι σε θέση να προσφέρει τις συμβουλευτικές και πιστωτικές της υπηρεσίες σε θέματα τέχνης. Οι ειδικοί εξετάζουν τα έργα, τα αξιολογούν, μπορούν να αντιπροσωπεύσουν τους πελάτες σε δημοπρασίες, ενώ παράλληλα επιτρέπουν στους πελάτες να χρησιμοποιήσουν τη συλλογή τους σαν περιουσιακό στοιχείο για τη χρηματοδότηση των όποιων επενδύσεών τους.