Ο συνθέτης συναντά τους ποιητές
Ο Γιώργος Κουρουπός δεν κάνει βαρυσήμαντες δηλώσεις για την πάγια τακτική του να μελοποιεί ποιητές. Λέει απλώς πως το δικαίωμα του το δίνει η δυνατή επιθυμία στην οποία υποκύπτει κάθε φορά επιχειρώντας το. Η επιρροή της ποίησης αλλά και της λογοτεχνίας γενικότερα στη μουσική του είναι εμφανής. Ηδη το πρώτο έργο του το 1967, οι «Αντιφωνίες», είναι γραμμένο πάνω σε τρεις ψαλμούς του Δαβίδ. Εκτοτε, πάνω από τα τρία τέταρτα των έργων του, 90 στο σύνολό τους, υποκλίνονται στον ποιητικό λόγο.
Η τελευταία συνάντηση του Γιώργου Κουρουπού με την ποίηση πήρε το δρόμο των ακροατηρίων μέσα από ένα δίσκο με τον γενικό τίτλο «Η ωραία μας άγνωστη». Αυτή τη φορά προτείνει σε έναν κύκλο λόγιων τραγουδιών μελοποιημένες εκδοχές ποιημάτων του Οδυσσέα Ελύτη, του Ανδρέα Εμπειρίκου, και του Γιώργου Σεφέρη, καθώς και τριών σπαραγμάτων κυπριακής ποίησης του 16ου αιώνα. «Είναι φυσικό ένας Ελληνας να είναι διαποτισμένος από την ποίηση ή, για να το πω σωστότερα, ήταν φυσικό για έναν νεαρό Ελληνα τη δεκαετία του ’60», εξηγεί. «Αν δεν είχε ανάλογη παιδεία από το σπίτι του, έδιναν αρκετά ερεθίσματα ο ανήσυχος κοινωνικός περίγυρος, η έντονη πολιτικοποίηση, η βαθιά πίστη στις πνευματικές αξίες. Θυμάμαι την πρώτη χαρά της ανακάλυψης των δημοτικών μας τραγουδιών μέσα από τη συλλογή του Νίκου Πολίτη, που τη βρήκα σε μια βιβλιοθήκη του Πειραιά. Υστερα, κάθε ποιητής και μια νέα αποκάλυψη, όχι τρόπος του λέγειν, αληθινή δόνηση, δημιουργική πρόκληση. Ετσι μαθαίνεις ν΄ αγαπάς, αλλά και να κρίνεις και να συγκρίνεις και ν΄ αναζητάς».
Δεν παραβλέπει το γεγονός ότι υπήρχαν ήδη εκείνη την εποχή σημαντικά πρότυπα μελοποίησης, αν όχι τόσο στη λόγια μουσική, τουλάχιστον στο τραγούδι. Αυτό το τραγούδι που έφθασε σε υψηλό αισθητικό επίπεδο κατά τη δεκαετία του ΄60, κυρίως χάρη στους δύο μεγάλους του είδους, τον Μάνο Χατζιδάκι και τον Μίκη Θεοδωράκη. «Από την εποχή εκείνη συνειδητοποίησα, ωστόσο, πόσο δύσκολα η μορφή, το ύφος, αλλά και τα τεχνικά όρια του λαϊκότροπου τραγουδιού, μπορούσαν να αποδώσουν ένα πιο σύνθετο ποίημα, ένα ποίημα δηλαδή, που δεν μιμείτο τις λαϊκές μορφές ποίησης, το μέτρο, τις ρίμες, τις όμοιες στροφές. Αλλά και το περιεχόμενο ενός τέτοιου ποιήματος, συχνά πλούσιου σε ιδέες και εικόνες, που δεν παρέπεμπαν υποχρεωτικά σε μια στενά ελληνοκεντρική ιδεοληψία, περιοριζότανε, για να μην πω αλλοιωνότανε από τη μουσική “λαϊκοποίησή” του. Υπήρχαν ασφαλώς εξαιρέσεις, αλλά ήταν ειλικρινά πολύ λίγες. Πώς να γίνουν λαϊκά τραγούδια τα ποιήματα του Καβάφη ή, ακόμη δυσκολότερα, τα ποιήματα του Εμπειρίκου, αλλά και τα περισσότερα από τα ποιήματα του Σεφέρη και του Ελύτη;».
Τι καλείται να προσθέσει η μουσική σε ένα ποίημα και πώς μπορεί να το επιτύχει;
«Αν η μουσική έχει εδώ κάτι να προσφέρει ή κάτι να κερδίσει, είναι να τα μεταπλάσει, να τα μετατρέψει σε μουσική. Να βρει και να συνδυάσει τους πιο πολύτιμους ήχους όπως ακριβώς έκανε κι ο ποιητής με τις λέξεις , να δημιουργήσει με τους ήχους διαφορετικά επίπεδα ακρόασης, που να αντιστοιχούν μεταφορικά στα διαφορετικά επίπεδα ανάγνωσης του ποιήματος, να απογειωθεί, τέλος, σπάζοντας τα δεσμά του λόγου και ταξιδεύοντας στις περιοχές του άρρητου, στο άπειρο».
Μπορεί να μοιάζει υπερφίαλη φιλοδοξία μια τέτοια προσέγγιση.
«Πώς αλλιώς να τολμήσω να πιάσω στα χέρια μου ένα ποίημα σαν “Το γάλα του Αιγιαλού” του Ανδρέα Εμπειρίκου, για παράδειγμα; Διαβάστε το προσεκτικά. Η πληθωρικότητα των εικόνων, των χρωμάτων, των αισθήσεων, των ήχων, ακόμη και των οσμών, η έντεχνη σύνδεσή τους και η σύνθεσή τους σ΄έναν κόσμο υγρό, ζεστό, αισθησιακό, αληθινό και φαντασιωσικό μαζί πώς όλα αυτά γίνονται μουσική, χωρίς συγχρόνως να χαθεί το πρώτο επίπεδο ανάγνωσης του ποιήματος; Αυτό ακριβώς είναι το στοίχημα που με ενδιαφέρει».
Εχετε μάθει τελικά όλους τους κώδικες μελοποίησης;
«Είτε από το θέατρο είτε από την ποίηση έχω, είναι αλήθεια, μεγάλη πείρα στη μελοποίηση. Είναι άπειροι, ωστόσο, οι τρόποι μελοποίησης που μπορεί η ανθρώπινη φαντασία να εφεύρει και κανείς ποτέ δεν τους εξαντλεί».
Υπήρξαν δυσκολίες που αυτή τη φορά συναντήσατε στη μελοποίηση;
«Επειδή τα έργα αυτά γράφτηκαν σε διαφορετικές εποχές, κάθε έργο ανταποκρίνεται στις επιθυμίες και τις αναζητήσεις της συγκεκριμένης εποχής.
Ετσι, δεν υπάρχει κάτι που να με δυσκόλεψε ιδιαίτερα. Κάθε έργο πάντως έχει τη δική του δυσκολία και, πέρα από την καθεαυτό μελοποίηση, το ζήτημα είναι πώς μεταφέρεις τον κόσμο του ποιητή σε ήχους».
Ενα έμμετρο κείμενο που δεν έχει γραφτεί για να γίνει τραγούδι αφήνει στον συνθέτη ελευθερίες ή τον υποτάσσει η μελωδία των λέξεων;
«Ενας συνθέτης μπορεί πάντοτε να ξεφύγει από τους “καταναγκασμούς” του κειμένου. Μπορεί ακόμη, αν θέλει, να αποδομήσει εντελώς το ποίημα. Τελικά, τα πάντα αιτιολογούνται από την πειστικότητα του αποτελέσματος, της μουσικής ανάπλασης δηλαδή. Για να το πούμε απλά: χρειάζεται γνώση και ταλέντο».
Ο συνθέτης πίσω από τον ποιητή είναι προστατευμένος;
«Ετσι νομίζει, συνήθως, και σε αυτό “ποντάρει”. Οικειοποιείται νομίζει κάτι από τη δόξα του ποιητή. Αργά ή γρήγορα όμως, ο χρόνος ξεκαθαρίζει τα πράγματα και η προσπάθειά του μπορεί να φανεί ως και γελοία. Να η εκδίκηση του ποιητή!».
Σε μια αντιποιητική εποχή, όπως αυτή που ζούμε, τι ανταπόκριση μπορεί να έχει ένα ποίημα που γίνεται τραγούδι;
«Οταν γράφεις έντεχνη μουσική, δεν στοχεύεις υποχρεωτικά στην αμεσότητα της ανταπόκρισης. Ολες οι προχωρημένες μορφές τέχνης ακόμη και η ίδια η ποίηση είναι “ένα στοίχημα με την ιστορία” (όπως θα έλεγε και ο Κούντερα) που το κερδίζεις ή το χάνεις».
Προκειμένου να μη χαθεί το στοίχημα, ο Γιώργος Κουρουπός επέλεξε άξιους συνεργάτες για την «Ωραία μας άγνωστη». Τον βαρύτονο Σπύρο Σακκά, ο οποίος ερμηνεύει Ελύτη και Εμπειρίκο με την πιανιστική αρωγή του συνθέτη, την υψίφωνο Μάτα Κατσούλη, την οποία συνοδεύει στο πιάνο η Νέλλη Σεμιτέκολο, και τη νέα επίσης υψίφωνο Ειρήνη Καραγιάννη.



