Ο κ. Στέφανος Κακλαμάνης απαντά στον κ. Παναγιώτη Κονδύλη για το θέμα της ελληνικής μετάφρασης του έργου τού Γιάκομπ Μπούρκχαρτ «Ο Πολιτισμός της Αναγέννησης στην Ιταλία».
* Είχα την ελπίδα ότι ο κ. Παναγιώτης Κονδύλης, ως επιμελητής και διευθυντής της σειράς «Ο Νεότερος Ευρωπαϊκός Πολιτισμός», θα διάβαζε με τη δέουσα προσοχή την κριτική παρουσίαση της ελληνικής μετάφρασης του βιβλίου τού Jacob Burckhardt «Ο Πολιτισμός της Αναγέννησης στην Ιταλία» («Το Βήμα», 27 Ιουλίου 1997) και θα αντλούσε από το κείμενό μου, που κατά τη δήλωσή του είναι γραμμένο «με γνώση και αγάπη», χρήσιμα για τη φιλόδοξη σειρά που διευθύνει συμπεράσματα. Δυστυχώς όμως κάτι τέτοιο δεν φάνηκε από την απάντησή του. Ας είναι!
Οι λιγοστές, ενδεικτικές μόνο, παρατηρήσεις μου στην ελληνική μετάφραση ξεκίνησαν από τη διαπίστωση ότι γι’ αυτήν δεν είχε επιλεγεί η καλύτερη έκδοση του έργου και αυτό απέδειξαν, νομίζω, πειστικά. Την επαναλαμβάνω ως έχει: «Η ελληνική μετάφραση έγινε από το κείμενο της πρώτης έκδοσης (Βασιλεία 1860), έπρεπε όμως να προτιμηθεί η δεύτερη έκδοση (1869) που περιέχει πολλές διορθώσεις και προσθήκες από τον συγγραφέα. Επικουρικά θα βοηθούσε και η ιταλική μετάφραση του έργου από τον Diego Valbusa (Φλωρεντία 1876), στην οποίαν επίσης είχαν περιληφθεί και πολλές άλλες προσθήκες και διορθώσεις στο γερμανικό κείμενο, σταλμένες από τον ίδιον τον Burckhardt». Ετσι, οι φραστικές βελτιώσεις στην ελληνική μετάφραση και οι τυχόν αποκλίσεις στο περιεχόμενο από το κείμενο της πρώτης έκδοσης του γερμανικού κειμένου που υπέδειξα (λ.χ. για τον Francesco Carrara) είναι στην πραγματικότητα διορθώσεις / επεμβάσεις που ο Burckhardt εισάγει στο αναθεωρημένο γερμανικό και ιταλικό κείμενο. Δεν πρόκειται λοιπόν για δική μου άγνοια του πρωτοτύπου, όπως άστοχα και άδικα μού αποδίδει ο κ. Κονδύλης, αλλά για τροποποιήσεις που ο ίδιος ο συγγραφέας έχει επιφέρει στο κείμενό του.
Για κάποιες, πάντα ενδεικτικές, αδυναμίες της ελληνικής μετάφρασης που διαπίστωσα, σημείωνα: «Είναι λοιπόν προφανές ότι η ελληνική έκδοση χρειαζόταν έναν πρόσθετο σύντομο σχολιασμό ώστε να καταστεί πιο “φιλική” σε ένα αναγνωστικό κοινό που εκ προοιμίου δεν διαθέτει τον απαραίτητο εξοπλισμό και τις εξειδικευμένες γνώσεις. Και βέβαια δεν εννοώ σχολιασμένη έκδοση του έργου τύπου L. Geiger (γερμανική) και G. Zippel (ιταλική), εκδοτών που διόγκωσαν υπέρμετρα το κυρίως κείμενο αλλοιώνοντας τη μορφή και τον χαρακτήρα του». Πράγματι, πολλές από τις αδυναμίες της ελληνικής έκδοσης (λ.χ., οι διπλοί ή και τριπλοί τύποι των κύριων ονομάτων) θα μπορούσαν να είχαν αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά (όπως κατά κανόνα κάνει το ΜΙΕΤ στις εκδόσεις του) με τον αναλυτικό Πίνακα ονομάτων και πραγμάτων, που θα καθιστούσε εύχρηστο το σημαντικό αυτό βιβλίο και θα αναδείκνυε την ποιότητα και την εμβέλεια της εργασίας που έγινε. Ωστόσο ένας τέτοιος πίνακας λείπει αδικαιολόγητα από την ελληνική έκδοση.
Πιστεύω ότι όσα σημειώθηκαν παραπάνω ή και λάθη όπως, λ.χ., τα «Δεκαήμερα» του Marco Antonio Sabellico (σ. 170), δεν είναι «αβάσιμα ψιλολογήματα», όπως τόσο εύκολα τα ξεπερνά και τα χαρακτηρίζει ο κ. Κονδύλης, αλλά ενδείξεις, για μένα σοβαρές, βιαστικής επιμέλειας σε ένα κείμενο που του άξιζε περισσότερη φροντίδα και αγάπη.
Ευχαριστώ για τη φιλοξενία
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΑΚΛΑΜΑΝΗΣ
Για την κατηγορία του «κρατικού βραβείου διηγήματος» γράφει ο αναγνώστης μας κ. Βασίλης Ιωακείμ.
* Υπάρχουν επαγγέλματα που εξαφανίζονται λόγω εξέλιξης της τεχνολογίας. Υπάρχουν όμως, φοβάμαι, και είδη γραφής που θα εξαφανισθούν λόγω αλλαγής της νομοθεσίας. Να πω και ένα γνωστό ρητό: Η ζήτηση καθορίζει την προσφορά.
Αναφέρομαι στο νομοσχέδιο περί Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας. Ενσωματώνοντας το Βραβείο Διηγήματος με το Βραβείο Μυθιστορήματος σε ένα κοινό Βραβείο Πεζού Λόγου οδηγούμε τη διηγηματογραφία σε εξαφάνιση. Ηδη υπάρχει η τάση για ογκώδη μυθιστορήματα, οπότε η επιτροπή αλλά και οι αναγνώστες θα σνομπάρουν (κάτι που γίνεται ήδη) το διήγημα. Αφού λοιπόν θα εξαφανισθεί ως ξεχωριστό είδος γραφής (προς κρίση και διάκριση) το διήγημα, και θα ασφυκτιά κάτω από την ίδια στέγη βράβευσης με το ογκώδες μυθιστόρημα, οι συγγραφείς θα «τραβάνε από τα μαλλιά» τα κείμενά τους να μεγαλώσουν για να τα προσέξουν η επιτροπή και ο αναγνώστης.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με το μονόπρακτο στο θέατρο. Είχα την τύχη και την τιμή το πρώτο μου μονόπρακτο να μεταδοθεί από την ΕΡΑ2 το 1988. Οταν έγραψα και δεύτερο μονόπρακτο πήγα να το υποβάλω και αυτό στην ΕΡΑ. Η υπάλληλος όμως μου είπε πως καταργήθηκε η σειρά. Και στη συζήτηση εξέφρασε τη λύπη της γιατί έβλεπε πως όσο υπήρχε η σειρά, υποβάλλονταν στην ΕΡΑ 20 – 30 μονόπρακτα τον χρόνο. Με δεδομένο το γεγονός πως και οι θίασοι σπάνια ανεβάζουν μονόπρακτα, τείνει και αυτό προς εξαφάνιση.
Προς τιμή και δόξα του Παπαδιαμάντη, του Βιζυηνού, του Καρκαβίτσα, θα ήθελα να ζητήσω από το ΥΠΠΟ να επανεξετάσει την απόφασή του. Το διήγημα έχει ένδοξο παρελθόν στην Ελλάδα. Ας το σεβαστούμε, και ας το βοηθήσουμε να συνεχίσει να υπάρχει.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΙΩΑΚΕΙΜ
ΤΟ ΒΗΜΑ δημοσιεύει στη θέση αυτή επιστολές αναγνωστών για θέματα που αφορούν το βιβλίο και την ύλη του ενθέτου «Βιβλία», εφόσον είναι ενυπόγραφες. Για τον λόγο αυτόν οι επιστολογράφοι πρέπει να σημειώνουν και τον αριθμό του τηλεφώνου, μέσω του οποίου η Γραμματεία της Συντάξεως θα μπορεί να ελέγξει το γνήσιο της επιστολής. Η Σύνταξη διατηρεί το δικαίωμα να συντομεύει τα κείμενα. Οι επιστολές, με την ένδειξη «για τα βιβλία», μπορούν να αποστέλλονται μέσω φαξ, στο (01)3239.097 και στο
Ε-mail: tovima@dolnet.gr.



