Εργο συγκρούσεων και δυνατών συγκινήσεων χαρακτηρίζει η Νικαίτη Κοντούρη τη «Μνήμη του νερού» της Σίλα Στίβενσον στην παράσταση που σκηνοθετεί στο θέατρο «Αθηνά». «Πρόκειται για ένα κείμενο πολύ ισχυρό, που πηγαίνει βαθιά στις σχέσεις των ανθρώπων, που δεν αντιμετωπίζει τηλεοπτικά τις συγκρούσεις. Οι ήρωές του έχουν κρυμμένα μυστικά και ψέματα που δεν μπορούν να κρατηθούν άλλο. Αλλωστε πολλές φορές στη διάρκεια της πρόβας αναφερθήκαμε στην ταινία του Μάικ Λι «Μυστικά και ψέματα». Εγκειται στη μαεστρία της συγγραφέως να δώσει μοιρασμένες τις αποκαλύψεις διατηρώντας αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή. Μετά από κάθε αποκάλυψη δίνεται η ψευδαίσθηση ότι το έργο κλείνει. Να όμως που υπάρχουν πολλά για να ειπωθούν».



«Η μνήμη του νερού», που πρωτοπαρουσιάστηκε το 1996 στο Χάμστεντ Θίατερ του Λονδίνου, διαδραματίζεται μέσα στους τέσσερις τοίχους ενός υπνοδωματίου. Σε ένα εικοσιτετράωρο τα έξι πρόσωπα του έργου θα ξεκαθαρίσουν τις αλήθειες μιας ολόκληρης ζωής. Στο απομονωμένο και χτισμένο πάνω στους αμμολόφους σπίτι στη Βορειοδυτική Αγγλία, με αφορμή τον θάνατο της μητέρας τους, οι τρεις αδελφές θα βρεθούν μαζί την παραμονή της κηδείας της. Σύντομα όμως θα περάσουν σε μια αναδρομή της ζωής τους, ενώ η νεκρή μητέρα θα βρίσκεται ανάμεσά τους, οδηγός και εμπόδιο σε αυτή την εσωτερική πορεία. Για την πρωτότοκη Τερέζα, τη μεσαία Μαίρη και τη νεότερη Κάθριν ο δρόμος θα είναι δύσκολος. Χωρίς να λείπει το κωμικό στοιχείο οι τρεις γυναίκες θα περάσουν από όλα τα στάδια: θα τσακωθούν, θα αγαπήσουν, θα κλάψουν, θα χορέψουν και θα γελάσουν πολύ. Διαβάζοντάς το η Νικαίτη Κοντούρη ένιωσε πρώτα απ’ όλα συγκίνηση. «Οχι μόνο γιατί διέθετε αποκαλύψεις και συγκρούσεις, όσο γιατί είχε ένα διαφορετικό χιούμορ, ένα χιούμορ που από τη μια αποσυμφορούσε τον μελοδραματισμό και από την άλλη υπογράμμιζε τη δραματικότητα των καταστάσεων. Στόχος μας ήταν να μην παρεκκλίνουμε και να κρατήσουμε την ισορροπία ανάμεσα στο δράμα και στο χιούμορ».


Στο επίκεντρο η καταπιεστική μάνα, αφού όλοι οι ανοιχτοί λογαριασμοί είναι μαζί της. Η μεσαία, η πιο προικισμένη, είναι ένα πλάσμα πληγωμένο γιατί όλοι έχουν πέσει πάνω της. Γιατρός η ίδια, διατηρεί μια πεντάχρονη σχέση με έναν παντρεμένο συνάδελφό της. Η πρωτότοκη, χρόνια παντρεμένη, τραβάει ως συνήθως όλα τα βάρη της οικογένειας, όπως έκανε και η μάνα όσο ζούσε. Η μικρή, άμυαλη και επιπόλαια, νιώθει ότι όλοι την έχουν απορρίψει και αναζητά σε κάθε πρόσκαιρο εραστή της ασφάλεια και προστασία. «Πλάι σε αυτές τις γυναίκες, οι άνδρες, δέκτες των καταστάσεων, επηρεάζονται εξίσου ισχυρά». Διόλου τυχαία η απουσία του πατέρα.


Ενας διαφανής τοίχος (ανάλογα με τη δράση θα σκεπάζεται από ένα λευκό πανί) χωρίζει στο βάθος τη σκηνή. Μπροστά είναι το δωμάτιο της μητέρας. Πίσω, κάποιοι κρυφοί προσωπικοί χώροι, όπως η τουαλέτα, η ντουζιέρα, ο νιπτήρας. «Με γοητεύει πάντα το τι γίνεται στα άλλα δωμάτια. Θεωρώ ότι το δεύτερο επίπεδο είναι πολύ σημαντικό γιατί αποσυμφορεί ό,τι γίνεται στο πρώτο» λέει η σκηνοθέτις, και εξηγεί πως όλα ξεκίνησαν από μια ρωγμή που υπάρχει, σύμφωνα με το έργο, στον τοίχο, μια ρωγμή περισσότερο ποιητική παρά ρεαλιστική. Είναι η ρωγμή μέσα από την οποία μπορεί να μπει μέσα στο σπίτι η θάλασσα και να το καταβροχθίσει. «Η μάνα έρχεται από τη θάλασσα. Αυτή η ανάγκη να μπει μέσα η θάλασσα είναι η ανάγκη να φανεί ο εσωτερικός χώρος για να δεις τι γίνεται έξω». Εξ ου και το νερό; Και μάλιστα νερό με μνήμη; «Το νερό είναι σαν μια μαγνητική ταινία. Εχει την ικανότητα να καταγράφει πληροφορίες και να τις μεταφέρει σε άλλους ζωντανούς οργανισμούς, ενώ οι ιδιότητές του παραμένουν ίδιες. Ο τίτλος κρύβει πολλά νοήματα. Μεταφορικά σημαίνει ότι η μνήμη μπάζει νερά. Οπως οι σχέσεις. Και αυτές είναι που πρέπει να βάλουν σε τάξη οι γυναίκες, οι οποίες παρά τα προβλήματά τους μπορούν και χαίρονται, κι αυτό βγαίνει στην παράσταση. Ο χορός, το γλέντι και η αγάπη για τη ζωή τις χαρακτηρίζει. Το έχουν άλλωστε κληρονομήσει από τη μάνα. Είναι η οικειότητα της φύσης, του φύλου, αυτό το στοιχείο του νερού που παραμένει ίδιο. Και στο τέλος έρχεται η συμφιλίωση και η λύτρωση» καταλήγει η Νικαίτη Κοντούρη.


ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ


«Η μνήμη του νερού» τής Σίλα Στίβενσον ανεβαίνει στο θέατρο «Αθηνά». Μετάφραση Μαριλένα Παναγιωτοπούλου, σκηνοθεσία Νικαίτη Κοντούρη, σκηνικά-κοστούμια Γιώργος Πάτσας, μουσική Ελένη Λομβάρδου, κίνηση Βάσω Μπαμπούση – Γιάννα Μπινάρη, φωτισμοί Φίλιππος Κουτσαφτής, video art Νίκος Ζάππας, βοηθός σκηνοθέτιδος Βασιλική Κυπραίου. Παίζουν: Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Σοφία Σεϊρλή, Μπέσσυ Μάλφα, Ιφιγένεια Αστεριάδη, Στάθης Κακκαβάς, Πέρης Μιχαηλίδης. Πρεμιέρα στις 6 Οκτωβρίου.