Η Μικρασιατική Καταστροφή, όπως συμπυκνώνεται στην καταστροφή της Σμύρνης, δεν είναι ένα απλό ιστορικό γεγονός μέσα στη ροή του 20ού αιώνα. Αντιπροσωπεύει μια πραγματική τομή για την ελληνική ιστορία, μια τομή που δεν συνδέεται απλώς με πολιτικά ή στρατιωτικά γεγονότα αλλά διαβρώνει όλες τις πτυχές της σύγχρονης Ελλάδας. Είναι γι’ αυτόν τον λόγο κυριολεκτικά δραματική. Και ίσως αυτό εξηγεί γιατί στάθηκε τόσο δύσκολη για πολιτικούς και ιστορικούς η νηφάλια αποτίμηση. Οι περισσότεροι αναλώθηκαν στην ενοχοποίηση μιας πολιτικής παράταξης ή γενικά των «ξένων». Σε κάθε περίπτωση, έμοιαζε να είναι μια εσωτερική ελληνική υπόθεση όπου η αναζήτηση ενόχων ήταν το σημαντικότερο στοίχημα. Ακόμη και σήμερα, 80 χρόνια μετά, παγιδευόμαστε μέσα σε ερωτήματα σχετικά με τον ρόλο του Βενιζέλου, τη σημασία του αποτελέσματος των εκλογών του 1920, τα διπλωματικά παιχνίδια. Και όμως τα περισσότερα ερωτήματα δεν έχουν απαντηθεί. Ακόμη περισσότερα ερωτήματα δεν έχουν καν τεθεί. Αυτό που φαίνεται ότι δεν μας έχει απασχολήσει παρά ελάχιστα είναι η θέση της «άλλης» πλευράς. Την υποψιαζόμαστε, αλλά δεν την ξέρουμε. Υποθέτουμε ότι και για εκείνους το γεγονός αυτό υπήρξε σημαντικό: τότε θεμελιώθηκε το σύγχρονο κράτος τους μετά τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Γιορτάζουν μάλιστα ως εθνική επέτειο την ημέρα που εμείς θρηνούμε ως εθνική καταστροφή. Είναι όμως άστοχο να αντλούμε βεβαιότητα από την άγνοια. Στο σημερινό αφιέρωμα των «Νέων Εποχών» γράφουν και Ελληνες και Τούρκοι. Οχι βέβαια για να φανεί ποιος έχει δίκιο ή ποιος φταίει. Αλλωστε κανείς δεν αμφισβητεί τον πόνο, την καταστροφή, τους αριθμούς των προσφύγων. Δεν δόθηκε, λοιπόν, έμφαση στα επί μέρους γεγονότα αλλά στο πώς το ίδιο το γεγονός της καταστροφής πέρασε στη μνήμη και στην ιστοριογραφία. Η προσέγγιση αυτή παραβλέπει ενδεχομένως την αναζήτηση της ιστορικής «αλήθειας». Είναι όμως μια άσκηση αυτογνωσίας.