Το 1988 οι ΗΠΑ γνώρισαν μία από τις χειρότερες ξηρασίες του 20ού αιώνα. Παρατεταμένα κύματα ανυδρίας και καύσωνα σάρωσαν την ενδοχώρα σκοτώνοντας περίπου 10.000 χιλιάδες ανθρώπους και καταστρέφοντας τις σοδειές καλαμποκιού και σόγιας, με το κόστος των ζημιών να αγγίζει σε σημερινές τιμές τα 160 δισ. δολάρια. Εν μέσω εκείνου του αποπνικτικού καλοκαιριού, ο κλιματολόγος Τζέιμς Χάνσεν κατέθετε στο Κογκρέσο ότι το 1988 ήταν το θερμότερο έτος που είχε καταγραφεί, ότι το σήμα της υπερθέρμανσης του πλανήτη είχε πλέον «ξεχωρίσει από τον θόρυβο» και ότι με 99% βεβαιότητα οφειλόταν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου.
Στις 8 Νοεμβρίου του ίδιου έτους ο Τζορτζ Μπους ο πρεσβύτερος εκλέγεται πρόεδρος των ΗΠΑ, έχοντας κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του καμπάνιας κάνει σημαία την παράφραση του φαινομένου του θερμοκηπίου στο μνημειώδες «φαινόμενο του Λευκού Οίκου», με το οποίο επιχείρησε, αποτελεσματικά όπως φάνηκε, να πείσει για την αποφασιστικότητα που θα δείκνυε ως πρόεδρος στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
Τέσσερα καλοκαίρια μετά, όπως εξιστορείται στο ομώνυμο ντοκιμαντέρ «The White House Effect», οι ΗΠΑ αποχωρούν από τη σύνοδο του Ρίο έχοντας προηγουμένως αρνηθεί να δεσμευθούν σε συγκεκριμένους, νομικά δεσμευτικούς στόχους και χρονοδιαγράμματα μείωσης των εκπομπών CO2, αφήνοντας τη σύμβαση-πλαίσιο του ΟΗΕ για το κλίμα με έναν ασαφή μακροπρόθεσμο στόχο και γενικόλογες υποχρεώσεις. Σχεδόν τρεις δεκαετίες αργότερα, ο τότε επικεφαλής της Υπηρεσίας Προστασίας Περιβάλλοντος των ΗΠΑ (EPA) Μπιλ Ράιλι θα μιλούσε για «ανυπολόγιστα σημαντική» χαμένη ευκαιρία, που αν είχε αξιοποιηθεί ίσως να είχε αποτρέψει τη σημερινή τοξική πόλωση γύρω από την κλιματική πολιτική των ΗΠΑ.
Οπως δήλωσε στον «Guardian» η σκηνοθέτρια του ντοκιμαντέρ Μπόνι Κοέν, σε αντίθεση με τις περισσότερες ταινίες που επιχειρούν να «χρυσώσουν το χάπι», το «The White House Effect» φιλοδοξεί μέσα από αδιάψευστο αρχειακό υλικό να καλλιεργήσει την οργή απέναντι στην άρνηση της κλιματικής κρίσης. Εκφάνσεις αυτής της οργής εκδηλώθηκαν τη δεύτερη μέρα της COP30 στο Μπελέμ της Βραζιλίας, όπου δεκάδες ιθαγενείς διαδηλωτές, φωνάζοντας ότι «η γη μας δεν είναι προς πώληση» και «δεν τρώμε λεφτά», εισέβαλαν στο συνεδριακό κέντρο και συγκρούστηκαν με την ασφάλεια, απαιτώντας ουσιαστική δράση για την προστασία του Αμαζονίου και των πατρογονικών τους γαιών.
Χαμένες προσδοκίες
Από το Ρίο του 1992 και τη γέννηση της σύμβασης-πλαίσιο του ΟΗΕ για το κλίμα μέχρι σήμερα, η κλιματική πολιτική γράφεται σε ένα παλίμψηστο εναλλασσόμενων προσδοκιών και διαψεύσεων. Το 1997 το Πρωτόκολλο του Κιότο έφερε για πρώτη φορά νομικά δεσμευτικούς στόχους για τις ανεπτυγμένες οικονομίες, αλλά μπήκε σε ισχύ μόλις το 2005 και χωρίς τις ΗΠΑ, αφήνοντας ένα μεγάλο κενό αξιοπιστίας.
Η αποτυχημένη απόπειρα «μεγάλης συμφωνίας» στην Κοπεγχάγη το 2009 οδήγησε τελικά στη Συμφωνία του Παρισίου το 2015, με σχεδόν οικουμενική συμμετοχή, η οποία έθεσε κεντρικό στόχο περιορισμού της υπερθέρμανσης του πλανήτη τον 1,5°C, συνοδευόμενο από εθνικά σχέδια δράσης (NDCs) που υποτίθεται θα γίνονταν όλο και πιο φιλόδοξα.
Ωστόσο, η πρώτη παγκόσμια αποτίμηση εφαρμογής της Συμφωνίας στο Ντουμπάι (COP28) κατέγραψε ότι ο πλανήτης παραμένει εκτός τροχιάς για τον στόχο του 1,5°C, ακόμη κι αν αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά η ανάγκη «μετάβασης μακριά από τα ορυκτά καύσιμα» και τριπλασιασμού των ΑΠΕ. Στο Μπακού (COP29) οι χώρες συμφώνησαν σε έναν νέο στόχο για την κλιματική χρηματοδότηση προς τις αναπτυσσόμενες χώρες, αλλά άφησαν πολλά δύσκολα θέματα για «την επόμενη φορά».
Δέκα χρόνια μετά το Παρίσι, η COP30 στο Μπελέμ, στην άκρη του Αμαζονίου, προβάλλει ως διάσκεψη-καμπή. Εκεί όπου αντιπροσωπείες 193 κρατών (συν την ΕΕ ως ξεχωριστό μέλος) καλούνται να φέρουν ενισχυμένα εθνικά σχέδια, σαφείς κανόνες για την προσαρμογή και την κλιματική δικαιοσύνη και, κυρίως, συγκεκριμένα βήματα απεξάρτησης από τον άνθρακα, αν δεν θέλουν να παραδεχθούν ότι ο στόχος του 1,5°C έχει ήδη θυσιαστεί στον βωμό της «ήπιας» μετάβασης.
Σύμφωνα με τον κ. Νίκο Πέτρου, πρόεδρο της Ελληνικής Εταιρείας Προστασίας της Φύσης (ΕΕΠΦ) και του Ιδρύματος για την Περιβαλλοντική Εκπαίδευση (FEE), η κρίση δεν είναι μόνο κλιματική αλλά πρωτίστως θεσμική. Οπως αναφέρει στο «Β», το πλαίσιο διακυβέρνησης των COP, όπως έχει διαμορφωθεί ειδικά την τελευταία δεκαετία, έχει ξεπεραστεί από την ίδια την πραγματικότητα.
Χωρίς δεσμευτικούς μηχανισμούς, οι ετήσιες παγκόσμιες διασκέψεις καταλήγουν σε «ζεστό αέρα», σε υποσχέσεις που δεν εφαρμόζονται σχεδόν ποτέ στο πεδίο. Την ίδια στιγμή, η αυξανόμενη παρουσία της πετρελαϊκής βιομηχανίας – με λομπίστες που στις πρόσφατες COP ξεπερνούν αριθμητικά ολόκληρες ομάδες κρατών – διαβρώνει εκ των έσω την αξιοπιστία της διαδικασίας. «Δεν καλείς τους εμπόρους όπλων σε μια διάσκεψη για την ειρήνη» σχολιάζει ο ίδιος.
Τέσσερα κρίσιμα θέματα
Αν και είναι νωρίς να εξαχθούν συμπεράσματα, καθώς η διάσκεψη ολοκληρώνεται στις 21 Νοεμβρίου, φαίνεται ότι κάτι άρχισε να κινείται στο Μπελέμ. Μετά από πιέσεις κυρίως των αναπτυσσόμενων χωρών, μπήκαν στην ατζέντα εκτός του αρχικού προγραμματισμού τέσσερα κρίσιμα θέματα: η χρηματοδότηση για την προσαρμογή, οι εμπορικές ρυθμίσεις τύπου «φόρος άνθρακα» της ΕΕ, η ανάγκη να μείνει ο κόσμος στο μονοπάτι του 1,5°C με τρόπο δεσμευτικό και, τέλος, η διαφάνεια στα εθνικά σχέδια (NDCs).
Τα σημερινά και ελαφρώς αναθεωρημένα NDCs παραμένουν όμως ανεπαρκή, οδηγώντας σε μείωση 5%-6% των εκπομπών έως το 2030, όταν για να υπάρχει ελπίδα για τον στόχο του 1,5°C θα χρειαζόταν πάνω από 40%. «Αν στον σχεδόν 1,5°C συμβαίνουν αυτά που ζούμε, φανταστείτε έναν κόσμο στους 2,5°C» αναφέρει ο κ. Πέτρου. Σύμφωνα με τον πρόεδρο της ΕΕΠΦ, το πρόσφατο θετικό ορόσημο για την παγκόσμια δράση για την κλιματική κρίση μπορεί να ήταν η Συμφωνία του Παρισιού, αλλά το πραγματικό πισωγύρισμα ξεκίνησε με τον πόλεμο στην Ουκρανία και την επιστροφή στους υδρογονάνθρακες στο όνομα της ενεργειακής αυτονομίας και ασφάλειας.
Σε αυτό το ρευστό γεωπολιτικό πλαίσιο, οι κυβερνήσεις επαναγράφουν τις πολιτικές για την πράσινη μετάβαση στο παλίμψηστο της πολιτικής αμφισημίας για το κλίμα, αυτή τη φορά προβάλλοντας αφηγήματα με επίκεντρο τις ενεργειακές προκλήσεις για το βιοτικό επίπεδο των πολιτών τους και την ανταγωνιστικότητα των οικονομιών τους, με φόντο τις πρόσφατες ανακοινώσεις του Παγκόσμιου Μετεωρολογικού Οργανισμού για νέο ιστορικό ρεκόρ συγκέντρωσης CO2 το 2024.
Την ώρα που οι διαπραγματεύσεις στο Μπελέμ εστιάζουν σε κοινά αποδεκτούς μηχανισμούς προάσπισης της κλιματικής ανθεκτικότητας, ο τυφώνας «Kalmaegi» σκοτώνει εκατοντάδες στη Νοτιοανατολική Ασία, ενώ ο «Fung-wong» αναγκάζει πάνω από ένα εκατομμύριο ανθρώπους να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, υπενθυμίζοντας για μια ακόμη φορά ότι κάθε νέα φυσική καταστροφή γράφεται πάνω στην «ανυπολόγιστα σημαντική» χαμένη ευκαιρία εκείνου του αποπνικτικού καλοκαιριού του 1988 στις Μεσοδυτικές Πολιτείες των ΗΠΑ.






