Τα βραβεία Οσκαρ είναι κάτι που λες και αυτομάτως σου έρχονται στο μυαλό οι ΗΠΑ – στην προκειμένη περίπτωση οι Αμερικανοί και το σινεμά τους. Η βραδιά της απονομής τους ήταν ανέκαθεν μια αμερικανική βραδιά, με σταρ που χαμογελούσαν στα κόκκινα χαλιά και δάκρυζαν όταν κέρδιζαν: αφιέρωναν το βραβείο σχεδόν όλοι στην αγία αμερικανική οικογένειά τους, στη μαμά και στον μπαμπά ή στον σύντροφο για την υποστήριξη ή στα παιδιά τους που θα καμαρώνουν.

Αν και πού και πού εμφανιζόταν κάποιος αντισυμβατικός σταρ σαν τον Μάρλον Μπράντο που θα απαρνιόταν την τιμή και θα έστελνε μια Ινδιάνα να εκφωνήσει λόγο διαμαρτυρίας για την καταπάτηση των δικαιωμάτων των αυτοχθόνων από τη σκηνή: και αυτό αμερικανικό ήταν. Μέχρι που εφέτος προέκυψαν ταινίες υποψήφιες για θριάμβους που νομίζεις πως έγιναν για να τρελάνουν αυτόν τον καλό Αμερικανό που τη βραδιά την παρακολουθεί στην τηλεόραση.

Και που όχι μόνο δεν τις έχει δει τις ταινίες (οι πιο πολλές έκοψαν ελάχιστα εισιτήρια…), αλλά όταν διάβασε την υπόθεσή τους πιστεύω πως το λιγότερο «φρίκαρε».

Η τελετή έγινε μία εβδομάδα πριν και το Οσκαρ καλύτερης ταινίας ως γνωστόν κέρδισε η ταινία «Anora». Ποια είναι η Ανόρα; Πρόκειται για μια σεξεργάτρια που δουλεύει σε ένα στριπτιζάδικο και ερωτεύεται τον γιο ενός ρώσου ολιγάρχη στις ΗΠΑ – δεν το λες και ιστορία που θα ενθουσίαζε τον μέσο αμερικανό οικογενειάρχη. Αλλά ακόμη και αν κάποιες ταινίες που την ανταγωνίζονταν κέρδιζαν, μάλλον ο συγκεκριμένος τηλεθεατής δεν θα γλίτωνε το σοκ.

Η «Emilia Pérez» είναι μια ταινία που διηγείται την απόφαση ενός μεξικανού μεγαλεμπόρου ναρκωτικών να αλλάξει φύλο αποφασίζοντας να κάνει outing ή «να βγει από την ντουλάπα» όπως, αθλίως είναι η αλήθεια, λέγαμε κάποτε. Το «The Substance: Το Ελιξίριο της Νιότης» είναι ένα φρικτό σε σύλληψη κατασκεύασμα όπου παρακολουθούμε τις περιπέτειες μιας πενηντάρας χορεύτριας η οποία, αφού απολύεται από τον παραγωγό της λόγω της ηλικίας της, χρησιμοποιεί μία ουσία που προμηθεύεται στη μαύρη αγορά, που της επιτρέπει να δημιουργήσει μία αρκετά νεότερη εκδοχή του εαυτού της: η ταινία προκαλεί στομαχικές διαταραχές.

Το «The Brutalist» μιλάει για τη χρεοκοπία του αμερικανικού ονείρου, με πρωταγωνιστή έναν μετανάστη αρχιτέκτονα του οποίου το όνειρο (και όχι μόνο…) βιάστηκε από πλούσιους και κακούς Αμερικανούς. Το «Είμαι ακόμα εδώ» είναι μια βραζιλιάνικη ιστορία που εξελίσσεται στα χρόνια της βραζιλιάνικης χούντας τη δεκαετία του ’70, για την οποία φταίνε οι Αμερικανοί. Το «Κονκλάβιο» αναφέρεται στην επιλογή ενός νέου Πάπα από καρδινάλιους, θέτοντας ερωτήματα για το αν πρέπει να μας απασχολεί η σεξουαλική του ταυτότητα.

Το «Nickel Boys» προβάλλεται ως «αμερικανικό ιστορικό δράμα», αλλά μην πάει ο νους σας σε κάτι ηρωικό: η ταινία ακολουθεί δύο πιτσιρικάδες Αφροαμερικανούς που στέλνονται σε ένα αναμορφωτήριο στη Φλόριντα του 1960, όπου τους κακομεταχειρίζονται πάλι κάποιοι κακοί λευκοί. Και υπήρχε και η συνέχεια του «Dune», που είναι και αυτό μια αλληγορία για την αποικιοκρατία – υπέροχα δοσμένη από τον Ντενί Βιλνέβ, αλλά ως ταινία επιστημονικής φαντασίας μάλλον δεν θα κέρδιζε ποτέ.

Ο μέσος Αμερικανός που είδε την πρόσφατη τελετή απονομής των Οσκαρ ανακάλυψε πως οι ταινίες της χρονιάς ασχολούνται είτε με το να καταδείξουν ζητήματα σεξουαλικού προσανατολισμού είτε με το να αποκαλύψουν πόσο κακοί και άκαρδοι μπορούν να γίνουν οι πολίτες της χώρας του – ίσως και ο ίδιος.

Ακούγοντας όλα αυτά, μάλλον ένιωσε μια χαρά με τη συνείδησή του που ψήφισε τον Ντόναλντ Τραμπ: τον ίδιο δεν τον απασχολούν θέματα σεξουαλικής ταυτότητας και μάλλον δεν θεωρεί τη χώρα του το άντρο του κακού της ανθρωπότητας.

Ο Τραμπ τού λέει διαρκώς ότι θα ξανακάνει την Αμερική μεγάλη. Αυτός καταλαβαίνει πως εκείνο που ο νέος πρόεδρος του υπόσχεται είναι πως δεν θα αφήσει κανέναν να δυσφημεί τη χώρα του – ούτε καν να την πιάνει στο στόμα του. Κατανοητό. Αλλά εμείς τι φταίμε;

Οσο ο καιρός περνάει και ο νέος-παλιός αμερικανός πρόεδρος με την dream team των «παλαβών» που έχει για συνεργάτες δίνει το σόου του, γίνεται κομμάτι κατανοητό γιατί οι Αμερικανοί τον ψήφισαν – τουλάχιστον μια μεγάλη μερίδα τους. Στις τελευταίες προεδρικές εκλογές οι αμερικανοί ψηφοφόροι βρέθηκαν ανάμεσα σε υποψηφιότητες που εκπροσωπούν διαφορετικού τύπου «παλαβωμάρες»: από τη μία ήταν οι Τραμπικοί, που πιστεύουν πως στη Γη πρέπει να κυριαρχήσει ο νόμος του δυνατού και ας διαλυθούν τα πάντα, και από την άλλοι κάποιοι άλλοι, προφανώς ακραίοι, που θεωρούν ότι τα μεγάλα θέματα προβληματισμού των ανθρώπων το 2025 πρέπει να έχουν να κάνουν με τα όνειρα των τρανς, την ανάλγητη συμπεριφορά των πλούσιων ή την ανάγκη για μια πιο φιλελεύθερη Εκκλησία.

Θα ήταν μάλλον καλύτερα για εμάς τους υπόλοιπους να μην κέρδιζαν οι Τραμπικοί, αλλά οι άλλοι. Δεν θα είχαμε κανένα πρόβλημα να συμφωνήσουμε πως τα όνειρα των τρανς είναι και αυτά σεβαστά, πως τα αφεντικά πρέπει να τιμωρούνται για τη σκληρότητά τους και πως οι μειονότητες στις ΗΠΑ υπέφεραν και υποφέρουν. Ελα όμως που οι Αμερικανοί οι οποίοι ψήφισαν τον Τραμπ βλέπουν το πράγμα διαφορετικά και αν εμείς θεωρούμε τον νέο-παλιό πρόεδρο των ΗΠΑ εκπρόσωπο της «παλαβωμάρας», οι Αμερικανοί έχουν βάσιμους λόγους να θεωρούν παλαβούς τους «άλλους». Και δεν αποκλείεται να πιστεύουν πως και τα εφετινά Οσκαρ είναι απλά αποδείξεις αυτής της ατελείωτης παλαβωμάρας, την οποία στο σινεμά και στην Τέχνη εν γένει μάθαμε να αποκαλούμε «λοξότητα».

Το πρόβλημα στην ιστορία είναι ότι αυτό το μπρα ντε φερ μεταξύ «παλαβών» που φαίνεται πως έγινε στις ΗΠΑ, μπορεί να το πληρώσει η Ευρώπη μας. Ο Τραμπ και οι συν αυτώ θεωρούν πως οι Ευρωπαίοι είναι ιδεολογικά πιο κοντά στους αντιπάλους τους: μας βλέπουν κι εμάς ως παλαβούς, ακριβώς όπως εμείς βλέπουμε ως παλαβό τον Τραμπ – όσοι τουλάχιστον δεν εντυπωσιαζόμαστε από το πορτοκαλί μαλλί του κλέους του. Δεν είναι δυνατόν να μπεις στο μίξερ όλης αυτής της παλαβωμάρας και να βγεις κερδισμένος: θα γίνεις αλοιφή.

Μια λύση θα ήταν στις επόμενες αμερικανικές εκλογές να ζητήσουμε να ψηφίσουμε κι εμείς. Θα ακουστεί παλαβό, όσο και ότι μια ταινία με θέμα τα προβλήματα μιας σεξεργάτριας με έναν Ρώσο κέρδισε το Οσκαρ. Αλλά τι δεν είναι πλέον παλαβό στην εποχή μας;