Η μοιραία συνάντηση ενός εφήβου και ενός αστυνομικού, ένα βράδυ στα Εξάρχεια, που στοίχισε τη ζωή του πρώτου. Η τραγική αυτή ιστορία γίνεται σύμβολο μιας κοινωνίας σε κρίση και ιστορικό ορόσημο.
Το βράδυ του Σαββάτου 6 Δεκεμβρίου του 2008, εξελισσόταν ένα εφηβικό πάρτι σε μία από τις επιβλητικές παλιές μονοκατοικίες του Ψυχικού. Προσκεκλημένοι κυρίως 15χρονοι από το Κολλέγιο και το Μωραΐτη, πολλοί από αυτούς Ψυχικιώτες. Μια χαρούμενη συντροφιά. Ξαφνικά ένα τηλεφώνημα θα πάγωνε τα χαμόγελά τους. Ένα από τα παιδιά, ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος, είχε πέσει νεκρός από τις σφαίρες ενός αστυνομικού.
Η μουσική διακόπηκε το ίδιο απότομα με τον ήχο του τηλεφώνου και σαστισμένα τα παιδιά κοιταζόντουσαν με δακρυσμένα μάτια. Ήταν τα ίδια παιδιά που μαζί με χιλιάδες άλλα αγόρια και κορίτσια θα πήγαιναν τις μέρες που ακολούθησαν να αφήσουν ένα λουλούδι μαζί με την κατάθεση της δικής τους ψυχής, αποτυπωμένη σε σημειώματα και στίχους, στη συμβολή των δρόμων Μεσολογγίου και Τζαβέλλα.
Κατεβαίνοντας από το σπίτι του Αλέξανδρου την οδό Διαμαντίδου προς τη Β’ Πλατεία Ψυχικού, οι φρεσκοβαμμένοι φράχτες, οι επιβλητικές είσοδοι και οι καλλωπισμένες δενδροστοιχίες πάνω στα φαρδιά πεζοδρόμια αποτελούν ένα ειδυλλιακό σκηνικό, που εκπέμπει ευημερία και ασφάλεια. Ανάμεσα στις μεγάλες επαύλεις και στους κομψούς κήπους, τα πολυτελή αυτοκίνητα με τους σοφέρ και τις Φιλιππινέζες με τα παιδικά καρότσια, αισθάνεται κανείς ότι τίποτα κακό δεν θα μπορούσε ποτέ να συμβεί.