Ποιητής, ο Στρατής Πασχάλης μεταφράζει και διασκευάζει για το θέατρο εδώ και τρεις δεκαετίες. Εφέτος υπογράφει τη διασκευή της νουβέλας του Τόμας Μαν «Θάνατος στη Βενετία» που σκηνοθετεί ο Γιώργος Παπαγεωργίου (από 28/2, με τους Νίκο Χατζόπουλο, Ορέστη Χαλκιά κ.ά.,) και την επιστροφή της επιτυχημένης παράστασης για την ποίηση «Δόξα Κοινή» του Δημήτρη Τάρλοου – αμφότερα στο Πορεία.

Παράλληλα διδάσκει δημιουργική γραφή στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο, γιατί τον ενδιαφέρει το ελληνικό έργο, ο λόγος. Και γράφει, ποίηση…

Ο Νίκος Χατζόπουλος στον ρόλο του Άσενμπαχ στη θεατρική μεταφορά της νουβέλας «Θάνατος στη Βενετία» στη σκηνή του Πορεία.

«Δόξα Κοινή»: διαφέρει από την πρώτη εκδοχή;

«Η πρώτη ήταν πιο στυλιζαρισμένη, η δεύτερη είναι πιο ελεύθερη, πιο αισθησιακή. Δεν φοβάται ακόμα και τη διάλυση, έχει έναν δυναμισμό, μια ενέργεια».

Πώς ξεκίνησε ο «Θάνατος στη Βενετία;»

«Η ιδέα ήταν του Δημήτρη Τάρλοου, ξεκίνησε παράξενα. Τη βρήκα πολύ ενδιαφέρουσα. Δεν πέρασαν δύο μέρες και μου είπε ότι δεν μπορούμε να το κάνουμε γιατί τα δικαιώματα τα έχει ο Γιώργος Παπαγεωργίου. Λυπήθηκα. Οταν όμως ο Γιώργος έμαθε ότι εγώ ενδιαφερόμουν να το κάνω με το Πορεία, μου τηλεφώνησε. Και ξεκινήσαμε, πάνε δύο χρόνια.

Το είχα δει στον κινηματογράφο, στην περίφημη εκδοχή του Βισκόντι, μετά το διάβασα. Η θεματική του αφορά την ομορφιά και τη σχέση με τον θάνατο».

Και μάλιστα σε περίοδο πανδημίας, στα πρόθυρα ενός παγκόσμιου πολέμου…

«Πράγματι. Αλλά η ομορφιά είναι μια ελπίδα μέσα στη μάστιγα της αρρώστιας που οδηγεί μια κοινωνία στον θάνατο. Εκεί ο Ασενμπαχ συναντά το ιδανικό όλης του της ζωής, που το είδε μόνο μέσα από έργα τέχνης. Κι όταν συναντά τον Τάτζιο, είναι σαν να εκπροσωπεί τον ψυχοπομπό που θα τον οδηγήσει στον άλλο κόσμο. Κι εκεί συντρίβεται αλλά και σώζεται, γιατί βιώνει μια εμπειρία σχεδόν μυστηριακά τελετουργική και μη ρεαλιστική. Τότε εκείνος συναντά αυτό το ιδεώδες, το οποίο τον οδηγεί στη θέαση ενός φωτός, λίγο πριν τελειώσει τη ζωή του. Και καταλαβαίνει ότι ήταν όλα μάταια αλλά άξιζαν τον κόπο, για να αξιωθεί αυτό το όραμα».

Τι είναι η ομορφιά;

«Αυτό που τέρπει τις αισθήσεις ή αυτό που μας αποκαλύπτει κάτι που δεν είναι αυτονόητο μέσα στη ζωή. Οταν ξαφνικά αισθάνεσαι ότι όλα είναι στη θέση τους. Ισως η σημερινή εποχή δεν πιστεύει στην ομορφιά ή καλύτερα πιστεύει στην ομορφιά με έναν άλλον τρόπο».

Πώς δουλέψατε τη διασκευή;

«Στη διαδικασία της διασκευής για το θέατρο υπάρχουν δύο τρόποι, σε γενικές γραμμές: Η δραματουργική επεξεργασία του αφηγήματος, όπου εκεί περισσότερο βασίζεσαι στο υλικό της γλώσσας, του ύφους του συγγραφέα, το οποίο ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί ως θεατρική γλώσσα. Και η άλλη, της θεατροποίησης, όπου εκεί δημιουργείς ένα θεατρικό έργο, πρωτότυπο. Είναι ο τρόπος που διασκεύασα τον «Γιούγκερμαν» και τη «Μεγάλη Χίμαιρα», ο οποίος παρατηρώ ότι θεωρείται όχι τόσο συμβατός με τις αντιλήψεις του σύγχρονου θεάτρου».

Ο Τόμας Μαν πού τοποθετείται;

«Κάπου ανάμεσα. Εχει ένα ύφος ιδιαίτερα σκοτεινό και αρκετά περίπλοκο. Επίσης αυτό που αφηγείται δεν έχει τόσο σημαντική πλοκή. Μοιραία σε οδηγεί σε ένα είδος μεικτό αλλά νόμιμο.

Πρότεινα στον Γιώργο δύο τρόπους, δύο κείμενα. Και καταλήξαμε ότι θα μείνουν και τα δύο ενεργά. Ωστε με βάση τη δική του αυτοσχεδιαστική δουλειά με τους ηθοποιούς να δημιουργηθεί κάτι το οποίο να εμπλουτίζεται και με κείμενα που θα συνομιλούν με το αφήγημα – Ρίλκε, Μαλαρμέ, Ρεμπό κ.ά. Ολα μαζί οδηγούν σε έναν διάλογο με τον Τόμας Μαν, χωρίς να φαίνεται».

Σύνθετη παράσταση…

«Ναι, και θα λειτουργεί σαν μια πρωτότυπη θεατρική ονειροφαντασία, ένα μυθικό όνειρο, παρά μια ρεαλιστική φαντασία, αυτός τουλάχιστον είναι ο στόχος. Οπως ένας ετοιμοθάνατος αναπολεί όλη του τη ζωή, λίγο πριν πεθάνει».

Πώς βλέπετε τη νεότερη γενιά;

«Με μεγάλη ικανοποίηση βλέπω ότι είναι πολύ πιο φρέσκοι, αθώοι, καθαροί, ευαισθητοποιημένοι, ανοιχτοί προς τον λόγο – δεν το περίμενα. Η ευαισθησία με την οποία προσεγγίζουν τον λόγο με εντυπωσίασε, γιατί περίμενα ότι θα είναι τελείως διεφθαρμένοι από την εικόνα και την τηλεόραση».

Εχει ευθύνες η τηλεόραση;

«Υπάρχει μια υπερδραστηριότητα, ένας ακτιβισμός καριέρας χωρίς το τυχαίο, το ανθρώπινο, το γοητευτικό που υπήρχε όταν οι άνθρωποι δεν ήταν τόσο γαντζωμένοι στη φήμη, στο χρήμα. Σήμερα ο ακτιβισμός και ο καριερισμός δεν αφήνουν περιθώριο στο να χαρείς και να γοητευτείς από την περιπέτεια της τέχνης – που δεν είναι προγραμματική. Σήμερα τα πράγματα είναι λίγο προγραμματικά, κι αυτό δεν μπορεί παρά να σκοτώνει την ευαισθησία – και το λέω για όλα. Αλλά κάθε εποχή έχει τα καλά και τα κακά της, οπότε ας ελπίσουμε ότι μελλοντικά θα βρεθεί μια ισορροπία. Το υλικό πάντως των καλλιτεχνών είναι πολύ καλό».

Αλλά η ποίηση απουσιάζει…

«Οχι μόνο. Θα έλεγα το μίσος προς την ποίηση, η προκατάληψη εξαρχής – εφόσον υπάρχει ποίηση ή κάτι είναι ποιητικό, ας αποφεύγεται, γιατί δεν θα αρέσει ή δεν πουλάει».

Παραμένει στο περιθώριο;

«Ναι, αλλά δεν είναι απαραίτητα κακό. Γιατί την εποχή την ορίζουν τα περιθώρια, όχι τα κέντρα. Ο Καβάφης ήταν στο περιθώριο, ο Ρεμπό στο απόλυτο περιθώριο. Δεν πειράζει, αρκεί να κάνει τη δουλειά της σωστά, με αφοσίωση στο ιδεώδες που υπηρετεί. Χάνει τον στόχο της όταν προσπαθεί να μιμηθεί τις άλλες τέχνες, τις άλλες διαδικασίες προβολής, γελοιοποιείται, γίνεται γραφική. Δεν πειράζει που δεν τη θέλουμε. Αν υπηρετήσεις σωστά και με αφοσίωση αυτό που συνιστά η ποίηση – γοητεία της γλώσσας, πνοή, μαγεία, φαντασία, απελευθέρωση του ανθρώπου από τη λογική και τη συμβατικότητα -, ακόμα κι αν είσαι στο περιθώριο, πιστεύω ότι αυτό θα έχει ένα αποτέλεσμα».

Μεταφράζετε, διασκευάζετε. Πρωτίστως όμως είστε ποιητής;

«Ναι, η ποίηση είναι η πιο ισχυρή μου ιδιότητα. Οτιδήποτε έκανα ή έγραψα ήταν πάντα μέσα στην αντίληψη της ποίησης».

Το θέατρο έχει αλλάξει;

«Ναι. Δεν ξέρω αν είμαι αρμόδιος να το πω – είμαι πάντα φιλοξενούμενος. Εχει γίνει πιο ελεύθερο, πιο πειραματικό. Υπήρχαν κάποιες σταθερές ταυτισμένες με πρόσωπα, θιάσους, ήταν διαχωρισμένα τα πράγματα σε εμπορικό και μη. Τώρα έχει ανοίξει, υπάρχει το απρόβλεπτο, κι αυτό μ’ αρέσει. Απλώς γίνονται πάρα πολλά πράγματα, και μερικές φορές αισθάνομαι ότι επιστρέφει σε πιο πρωτόγονες μορφές θεατρικής έκφρασης όπως η κομέντια ντελ άρτε. Κάτι ανάμεσα σε σόου και δρώμενα παρά παραστάσεις. Δεν έχει τη βαρύτητα που είχε παλαιότερα, αλλά μια ελαφράδα, μια διάχυση μέσα στην κοινωνία, που έχει γοητεία. Βρίσκω όμως ότι εμένα ακόμη μου λείπει το ελληνικό θεατρικό έργο, που δεν προωθείται ούτε προτιμάται όσο θα ‘πρεπε.

Ας μην είναι πολύ σημαντικά, ας είναι νεανικά, πειραματικά, παιγνιώδη, αρκεί να συμβαίνουν. Αν οι συγγραφείς δεν τα δουν παιγμένα, δεν μπορούν να πάνε παρακάτω. Αλλά νομίζω ότι οι σκηνοθέτες δεν τα προτιμούν, δεν τα καταδέχονται».