Mια γυναίκα πίσω από έναν φωτογραφικό φακό, στις αρχές του 20ού αιώνα. Στέκεται ακίνητη, με το βλέμμα σταθερό, άλλωστε η έκθεση απαιτεί χρόνο, υπομονή, έλεγχο. Δεν είναι απλώς το αντικείμενο της εικόνας αλλά το υποκείμενό της. Και είναι η στιγμή που η φωτογραφία θα γίνει κάτι περισσότερο από τεχνική καταγραφή: θα γίνει δήλωση παρουσίας.
Αυτή η αθόρυβη αλλά ριζοσπαστική πράξη βρίσκεται στον πυρήνα της έκθεσης με τίτλο «Women Photographers 1900-1975: A Legacy of Light» (έως τις 3/5/2026) που παρουσιάζεται στην Εθνική Πινακοθήκη της Βικτόρια (National Gallery of Victoria, NGV) στη Μελβούρνη, στις εγκαταστάσεις της NGV International, και αφηγείται εκφάνσεις της παγκόσµιας ιστορίας µέσα από το βλέµµα των γυναικών.
Οπως το δηλώνει και ο τίτλος της, η έκθεση συγκεντρώνει έργα από περισσότερες από 80 φωτογράφους από διαφορετικές ηπείρους, από την Ωκεανία μέχρι την Ασία, από την Ευρώπη μέχρι τη Λατινική Αμερική, καλύπτοντας την περίοδο από το 1900 έως το 1975. Η χρονολογία αυτή, το 1975, θεωρείται άλλωστε έτος-ορόσημο.

Photo-Eve-Wilson-Women-Photographers
Τότε ήταν που εγκαινιάστηκε το πρώτο Διεθνές Eτος της Γυναίκας, στην πρώτη Παγκόσμια Διάσκεψη του ΟΗΕ για τις Γυναίκες στο Μεξικό, γεγονός που συνέπεσε με την περίοδο ακμής του δεύτερου κύματος φεμινισμού (1960-1980).
Στην έκθεση παρουσιάζονται εκτυπώσεις, φωτογραφικά βιβλία, περιοδικά και αρχειακό υλικό από τη Φωτογραφική Συλλογή της NGV και συνθέτουν μια πολυφωνική αφήγηση, όπου η φωτογραφία λειτουργεί ταυτόχρονα ως τέχνη, τεκμήριο, επάγγελμα και πολιτικό εργαλείο.

Photo-Eve-Wilson-Women-Photographers
Δηλαδή δεν πρόκειται απλώς για μια απόπειρα χαρτογράφησης της ιστορίας της φωτογραφίας μέσα από το έργο γυναικών δημιουργών, αλλά και για την ιχνηλάτηση κοινωνικών και πολιτικών αλλαγών. Αλλωστε, κάθε εικόνα αφηγείται την καθημερινότητα, τους αγώνες, τη δημιουργικότητα και την ατομική φωνή γυναικών που συχνά έμεναν στο περιθώριο της επίσημης αφήγησης.
Η διάδοση του μέσου
Στις αρχές του 20ού αιώνα η φωτογραφία άρχισε να γίνεται ολοένα και πιο προσιτή σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού σε πολλές πόλεις του κόσμου. Μέχρι τότε η ενασχόληση με τη φωτογραφία περιοριζόταν κυρίως σε εύπορους ερασιτέχνες και σε επαγγελματικά φωτογραφικά στούντιο.
Η εμφάνιση όμως φθηνότερων φωτογραφικών μηχανών επέτρεψε σταδιακά στο ευρύτερο κοινό, και ιδιαίτερα στη διαρκώς αναπτυσσόμενη μεσαία τάξη, να ασχοληθεί με το μέσο.
Την ίδια περίοδο, οι γυναίκες άρχισαν να συμμετέχουν ενεργά στη φωτογραφία. Για πολλές από αυτές η φωτογραφία αποτέλεσε πηγή εισοδήματος, τρόπο αποτύπωσης της καθημερινότητας αλλά και μέσο έκφρασης, επικοινωνίας και κοινωνικής δράσης.

Photo-©-National-Gallery-of-Victoria-Dorothea-Lange-Migrant-Mother-Nipomo-California
Στο Ηνωμένο Βασίλειο ειδικότερα, οι σουφραζέτες αξιοποίησαν τη φωτογραφία ως βασικό εργαλείο του αγώνα τους για το δικαίωμα ψήφου. Παρήγαν και διέδιδαν εικόνες τόσο σε στούντιο όσο και στον δημόσιο χώρο, προβάλλοντας μια εικόνα κομψότητας, δυναμισμού και πολιτικής αυτοπεποίθησης. Οι φωτογραφίες αυτές συνέβαλαν καθοριστικά στη διαμόρφωση της δημόσιας ταυτότητας και της απήχησης του κινήματος για τη γυναικεία ψήφο.
Στην Αυστραλία συγκεκριμένα, οι αδελφές Μέι (1881-1931) και Μίνα Μουρ (1882-1957) ίδρυσαν ένα από τα πιο επιτυχημένα φωτογραφικά στούντιο των αρχών του 20ού αιώνα.
Το Moore Studio έγινε γνωστό για τα έντονης θεατρικότητας πορτρέτα ηθοποιών, χορευτών και καλλιτεχνών της σκηνής, ανταποκρινόμενο στη μεγάλη ζήτηση για στυλιζαρισμένη προσωπογραφία που είχε διαμορφωθεί από τη διεθνή μόδα και τις εικόνες των σουφραζετών. Με το έργο και την επαγγελματική τους παρουσία, οι αδελφές Μουρ συνέβαλαν καθοριστικά στη θεσμοθέτηση της φωτογραφίας ως επαγγέλματος ανοιχτού και στις γυναίκες.

Photo-©-Ponch-Hawkes
Η Μέι Μουρ υπερασπιζόταν δημόσια τη συμμετοχή των γυναικών στη φωτογραφία, επισημαίνοντας ότι η επιτυχία στον χώρο δεν εξαρτάται από το φύλο, αλλά από την εξειδίκευση, την πειθαρχία και την αποφασιστικότητα.
Το στούντιό τους λειτούργησε όχι μόνο ως επαγγελματικός χώρος παραγωγής εικόνων, αλλά και ως χώρος χειραφέτησης, όπου η γυναικεία δημιουργικότητα και αυτονομία μπορούσαν να αναπτυχθούν σε μια εποχή ριζικών κοινωνικών μετασχηματισμών.
«Neue Frau» και «Neue Sehen»
Στη Βιέννη των αρχών του 20ού αιώνα, όταν η πόλη αποτελούσε ένα από τα σημαντικότερα πνευματικά και καλλιτεχνικά κέντρα της Ευρώπης, η Madame d’Ora (1881-1963), η Τρούντε Φλάισμαν (1895-1990) και η Κίτι Χόφμαν (1890-1968) υπήρξαν κεντρικές μορφές της γυναικείας φωτογραφικής δραστηριότητας, διευθύνοντας επιτυχημένα φωτογραφικά στούντιο σε μια περίοδο έντονων κοινωνικών και πολιτισμικών μετασχηματισμών.
Η Αυστριακή Madame d’Ora, μία από τις πιο αναγνωρίσιμες φωτογράφους της εποχής της, δημιούργησε κομψά πορτρέτα προσωπικοτήτων της μόδας, του θεάτρου και της πολιτικής, ενώ το έργο της άσκησε καθοριστική επιρροή στη διαμόρφωση της φωτογραφίας μόδας στην Ευρώπη.

©-Dora-Maar-Licensed-by-Copyright-Agency-Australia
Η Τρούντε Φλάισμαν ανέπτυξε μια πιο τολμηρή και σύγχρονη προσέγγιση, γνωστή για τα πορτρέτα γυναικών που προβάλλουν αυτονομία και δυναμισμό, αλλά και για τις γυμνές σπουδές της που αμφισβήτησαν τις καθιερωμένες αναπαραστάσεις του γυναικείου σώματος.
Η Κίτι Χόφμαν, με έμφαση στην καθαρή φόρμα και τη σύγχρονη παρουσία των υποκειμένων της, κατέγραψε τη μετάβαση από τη ρομαντική αισθητική του παρελθόντος στη λειτουργική, αστική εικόνα του Μεσοπολέμου.
Μαζί, το έργο τους αποτυπώνει την ανάδυση της «Νέας Γυναίκας» (Neue Frau), ενός αρχέτυπου που ήρθε να συμβολίσει τη γυναικεία ενδυνάμωση και την απομάκρυνση από τους παραδοσιακούς έμφυλους ρόλους, συνδέοντας τη φωτογραφία με τη χειραφέτηση και τη μοντέρνα ταυτότητα της εποχής.
Το 1919, στη Βαϊμάρη της Γερμανίας, η καλλιτεχνική σχολή Bauhaus άνοιξε τις πόρτες της και γνώρισε μεγάλη εισροή γυναικών φοιτητριών, ως αποτέλεσμα των αλλαγών στο σύνταγμα της χώρας που τους εγγυόνταν το δικαίωμα ψήφου και σπουδών.
Η Λουσία Μόχολι (1894-1989), λοιπόν, υπήρξε μία από τις πιο καθοριστικές μορφές της μοντέρνας φωτογραφίας, συνδέοντας το έργο της άρρηκτα με το Bauhaus.
Ως φωτογράφος και θεωρητικός, συνέβαλε στη διαμόρφωση της αισθητικής της σχολής, καταγράφοντας με ακρίβεια και καθαρότητα την αρχιτεκτονική, τα αντικείμενα και το πνεύμα του Bauhaus – αν και η φωτογραφία δεν διδασκόταν επίσημα στη σχολή για αρκετά χρόνια.

Photo-©-Estate-of-Trude-Fleischmann
Οι λήψεις της, χαρακτηριζόμενες από αυστηρή σύνθεση, καθαρό φως και έμφαση στη μορφή, προώθησαν την ιδέα της «Νέας Οπτικής» (Neue Sehen), σύμφωνα με την οποία η κάμερα μπορούσε να αποκαλύψει την καθημερινή πραγματικότητα με έναν ριζικά νέο τρόπο. Παρά τη θεμελιώδη συμβολή της, το έργο της για χρόνια αποδόθηκε στον σύζυγό της και καθηγητή του Bauhaus, Λάσλο Μόχολι-Νάγκι, γεγονός που αντανακλά τις συστηματικές ανισότητες που αντιμετώπισαν πολλές γυναίκες δημιουργοί της εποχής.
Η «Νέα Φωτογραφία»
Τη δεκαετία του 1920, μέσα στο κλίμα που διαμορφώθηκε μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, πολλοί καλλιτέχνες της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας στράφηκαν στη φωτογραφία ως μέσο για να επαναπροσδιορίσουν τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονταν την πραγματικότητα.
Από αυτή την αναζήτηση προέκυψε η «Νέα Φωτογραφία», ένα ρεύμα που υιοθέτησε καινοτόμες οπτικές πρακτικές. Οι εικόνες της χαρακτηρίζονταν από έντονες αντιθέσεις φωτός και σκιάς, ασυνήθιστες και τολμηρές γωνίες λήψης, καθώς και καθαρή, έντονη εστίαση. Μέσα από αυτές τις τεχνικές, οι φωτογράφοι επιδίωκαν να ξενίσουν τον θεατή, παρουσιάζοντας γνώριμα θέματα με έναν τρόπο απρόσμενο και διαφορετικό.

Photo-©-Estate-of-Lillian-Bassman
Η «Νέα Φωτογραφία» εξαπλώθηκε γρήγορα μέσω περιοδικών, διαφημίσεων και φωτογραφικών βιβλίων, διαμορφώνοντας ένα διεθνές πνεύμα μοντέρνας παρατήρησης. Στην Πόλη του Μεξικού, η Λόλα Αλβαρεζ Μπράβο (1903-1993) συνδύασε τον μοντερνισμό με κοινωνικές και πολιτικές αναφορές, καταγράφοντας την καθημερινή ζωή με ευαισθησία και ακρίβεια.
Στο Μπουένος Αϊρες, η Ανεμαρί Χάινριχ (1912-2005) δημιούργησε δυναμικά πορτρέτα που αποτυπώνουν τον παλμό της μεγαλούπολης και τη σύγχρονη αστική ταυτότητα. Παρά τις διαφορετικές γεωγραφικές συνθήκες, το έργο τους μοιράζεται μια κοινή αισθητική ριζοσπαστικής παρατήρησης και δημιουργικής διάταξης της εικόνας.
Την ίδια στιγμή, η εκβιομηχάνιση των πόλεων και η Εποχή των Μηχανών επηρέασαν τη θεματολογία της φωτογραφίας στην Ευρώπη μια και, καθώς οι πόλεις εκβιομηχανίζονταν, οι καλλιτέχνες ανταποκρίνονταν αποτυπώνοντας κτίρια, εργάτες και πλήθη: η γερμανίδα φωτογράφος Ζερμέν Κρουλ (1897-1985) απαθανατίζει γέφυρες, γερανούς και μεταλλικές κατασκευές, μετατρέποντας τη βιομηχανία σε αισθητικό θέαμα, ενώ το φωτογραφικό της βιβλίο με τίτλο «Métal» (1928) θεωρείται ορόσημο της μοντέρνας φωτογραφίας.
Οι καλλιτέχνες αυτής της περιόδου πειραματίζονταν με το φωτομοντάζ, μια τεχνική που άνοιγε νέες και ριζοσπαστικές οπτικές δυνατότητες και αμφισβητούσε τους παραδοσιακούς τρόπους απεικόνισης. Το φωτομοντάζ εμφανίστηκε ως άμεση αντίδραση στη βιομηχανική ανάπτυξη και τις μεταμορφώσεις της καθημερινής ζωής στις μεγαλουπόλεις.
Στις εικόνες της Aμερικανίδας Μπάρμπαρα Μόργκαν (1900-1992) φαίνεται η προσπάθεια να αποτυπωθεί η ένταση ανάμεσα στο φυσικό και το τεχνητό, κατασκευασμένο περιβάλλον.
Αντίθετα, η Βαρβάρα Στεπάνοβα (1894-1958) μαζί με τον Αλεξάντρ Ρόντσενκο αξιοποίησαν τα εργαλεία μαζικής παραγωγής, συνδυάζοντας σχεδιασμό, φωτογραφία και καινοτόμες τεχνικές εκτύπωσης για να δημιουργήσουν δουλειές που προβάλλουν τη βιομηχανική δύναμη της Σοβιετικής Ενωσης σε ευρύ κοινό.
Οι αλληλένδετες ζωές των καλλιτεχνών της πρωτοπορίας που εργάστηκαν κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου συχνά αποτυπώνονταν σε έργα τέχνης που απεικόνιζαν τη φιλία και τον έρωτα.

Photo-©-Estate-Kati-Horna
Στο Παρίσι, η Ντόρα Μαρ (1907-1997) φωτογράφισε τον Πάμπλο Πικάσο στο στούντιό της, με φωτισμό που τόνιζε την ένταση και την οικειότητα μεταξύ καλλιτέχνη και φωτογράφου. Παράλληλα, συνεργάστηκε με σουρεαλιστές όπως η Λεονόρ Φίνι δημιουργώντας εικόνες που αποκαλύπτουν τη δυναμική της συλλογικής καλλιτεχνικής εμπειρίας.
Η Λι Μίλερ (1907-1977) απαθανάτισε τον εραστή και καλλιτεχνικό συνεργάτη της Μαν Ρέι, αλλά έγινε και η ίδια αντικείμενο της τέχνης του, με πειραματικές φωτογραφίες που έσπαγαν τα παραδοσιακά όρια μεταξύ δημιουργού και μοντέλου. Στο Μεξικό, η Κάτι Χόρνα (1912-2000) φωτογράφιζε συχνά τη στενή της φίλη, τη βρετανικής καταγωγής ζωγράφο και συγγραφέα Λεονόρα Κάρινγκτον.
Γυμνό και κίνηση
Από τις πρώτες δεκαετίες της φωτογραφίας, το ανδρικό βλέμμα κυριαρχούσε στο γυναικείο γυμνό, όμως κατά τον 20ό αιώνα γυναίκες καλλιτέχνιδες άρχισαν να επαναδιεκδικούν αυτό το πεδίο, πειραματιζόμενες με την αναπαράσταση του γυναικείου σώματος.
Η Γαλλίδα Λορ Αλμπάν Γκιγιό (1879-1962) και η Ζερμέν Κρουλ δημιούργησαν γυμνά που κυμαίνονταν από το αισθησιακό έως το αυστηρό, ενώ η Φλοράνς Ανρί (1893-1982) αξιοποίησε πειραματικές συνθέσεις, προσφέροντας νέες αναγνώσεις του σώματος.
Η κίνηση και η συνεργασία με χορεύτριες αποτέλεσαν σημαντικό μέσο δημιουργικής απελευθέρωσης, όπως φαίνεται στη συνεργασία της Μπάρμπαρα Μόργκαν με τη Μάρθα Γκράχαμ, καρπός της οποίας ήταν μια σειρά από δυναμικές εικόνες που αναδείκνυαν την αλληλεπίδραση μεταξύ καλλιτέχνιδας και φωτογραφιζομένης.
Σε εντελώς άλλο κλίμα, στις Ηνωμένες Πολιτείες, το πρόγραμμα της Farm Security Administration (FSA, 1935-1944) δημιούργησε ένα από τα πιο σημαντικά αρχεία κοινωνικού ντοκουμέντου του 20ού αιώνα.
Η Ντοροθέα Λανγκ (1895-1965) φωτογράφισε τη γνωστή εικόνα της μητέρας με τα τρία παιδιά της στην Καλιφόρνια, αποτυπώνοντας τη φτώχεια και την αντοχή των προσφύγων της Μεγάλης Υφεσης.
Οι φωτογραφίες αυτές δεν τεκμηριώνουν απλώς την κοινωνική αδικία αλλά λειτουργούν ως ισχυρό εργαλείο ευαισθητοποίησης και κοινωνικής αλλαγής, μεταφέροντας την εμπειρία των ανθρώπων στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων και ενισχύοντας την υποστήριξη για τις μεταρρυθμίσεις του «New Deal».
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η φωτογραφία στρέφεται προς τη στιγμή και την καθημερινότητα. Η Νταϊάν Αρμπους (1923-1971) αποτυπώνει ανθρώπους στο περιθώριο της κοινωνίας, δημιουργώντας έντονα πορτρέτα που συνδυάζουν αυθορμητισμό, αυτοσχεδιασμό και στενή συνεργασία με τα υποκείμενά της.
Κάθε εικόνα αποκαλύπτει τη μοναδικότητα των προσώπων και προσκαλεί τον θεατή να επανεκτιμήσει τις προκαταλήψεις του. Παράλληλα, η μόδα γνωρίζει άνθηση: η Λουίζ Νταλ-Γουλφ (1895-1989) και η Λίλιαν Μπάσμαν (1917-2012) χρησιμοποιούν περιοδικά όπως το «Harper’s Bazaar» για να αναδείξουν την εικόνα της σύγχρονης γυναίκας, συνδυάζοντας κομψότητα, φως, δυναμική σύνθεση και διαμορφώνοντας το ιδανικό της μοντέρνας γυναικείας ταυτότητας.
Στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, η κοινωνική αλλαγή είναι έντονη και επηρεάζει άμεσα τη φωτογραφική θεματολογία. Τα αντιπολεμικά κινήματα, οι αγώνες για φυλετική και σεξουαλική ισότητα και η άνθηση του φεμινισμού εμπνέουν γυναίκες φωτογράφους να καταγράψουν νέες μορφές ζωής, εναλλακτικές κοινότητες και καθημερινές στιγμές που μέχρι τότε αγνοούνταν.
Στην Αυστραλία, οι γυναίκες αποκτούν πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση στη φωτογραφία και εστιάζουν στην κοινότητα, στις προσωπικές σχέσεις και στην καθημερινή ζωή, δημιουργώντας εικόνες που συνδέουν το προσωπικό με το συλλογικό.
ΙΝFO
«Women Photographers 1900-1975: A Legacy of Light»: Εθνική Πινακοθήκη της Βικτόρια (NGV International), Μελβούρνη, έως τις 3 Μαΐου 2026.






