Δεν έχει κανείς την ευκαιρία, το προνόμιο και την πολυτέλεια να συναντά, να συνυπάρχει και να συνομιλεί συχνά με γνήσια και αναπολογητικά ευαίσθητους ανθρώπους. Γι’ αυτό και μια συζήτηση με τη Νίκη Παπαθεοχάρη έχει πάντα μια προστιθέμενη ή μάλλον μια μη μετρήσιμη με τα γήινα και τα ανθρώπινα μέτρα αξία. Αλλά και τη δύναμη να σε μετακινήσει ή – γιατί όχι; – να σε ξεβολέψει.

Πετρογλύπτρια, ποιήτρια και στιχουργός, η πολυπράγμων και αεικίνητη καλλιτέχνις δημιούργησε πριν από λίγους μήνες το Πολιτιστικό Κέντρο Τέχνης και Λόγου – Νίκη Παπαθεοχάρη στα Αστέρια της Γλυφάδας.

Εφτιαξε τη δική της, πολύ προσωπική κιβωτό – και μαζί το μοναδικό στον κόσμο μουσείο πετρογλυπτικής –, όχι ως καταφύγιο από την πολλή συνάφεια του κόσμου. Αλλά ως ένα σημείο στο οποίο θα μπορεί να συν-καταφεύγει, όπως χαρακτηριστικά λέει, με ανθρώπους κάθε ηλικίας που αναζητούν συντονισμό στον εσωτερικό ρυθμό τους.

Αυτό το νέο κεφάλαιο στην καλλιτεχνική ζωή της έγινε ο «Δούρειος Ιππος» για αυτή τη συνέντευξη. Ή μάλλον για την από καρδιάς αφήγηση της Νίκης Παπαθεοχάρη για την όχι πάντα εύκολη ή ανέξοδη διαδρομή της στη ζωή και τη δημιουργία.

Πριν από λίγους μήνες ιδρύσατε το Πολιτιστικό Κέντρο Τέχνης και Λόγου. Ποια ανάγκη καθοδήγησε τη δημιουργία του;

«Η ανάγκη μου να στεγάσω πέτρες νομάδες με συντροφεύει περισσότερα από 30 χρόνια. Ηταν όταν καταβυθίστηκα στη μυστηριακή μαγεία του “ελάχιστου” από μια παρακίνηση του Ελύτη: “Και πολλά μέλλει να μάθεις αν το Ασήμαντο εμβαθύνεις”. Από ένα χαλίκι, ένα βότσαλο, μια πέτρα, θέλησα να ανακαλύψω την ανατομία της ψυχής τους. Αυτή η διαχείριση απαιτούσε τελικά “Συμπληγάδες” γνώσεις.

Το Πολιτιστικό Κέντρο ιδρύθηκε στα Αστέρια της Γλυφάδας με την ευγενική στοχοθεσία να γίνει ένα καταφύγιο ψυχής, με τις ιστορίες της πέτρας που κανένα στόμα δεν πρόλαβε να πει. Ενα σχολείο δημιουργικής μάθησης. Ενας σταθερός τόπος συνάντησης, όπου ο διάλογος με τη μνήμη και τα μυθολογικά μοτίβα να υπενθυμίζει ότι η τέχνη δεν είναι πολυτέλεια, αλλά αναπόσπαστο κομμάτι της ύπαρξής μας».

Είναι ίσως η πολύ προσωπική σας κιβωτός; Ενα καταφύγιο από την πεζότητα του κόσμου;

«Δεν είναι η “κρυψώνα” μου. Δεν γεννήθηκα για να ζω από μένα για μένα. Δεν είμαι της ατομικής απομόνωσης. Πιστεύω ότι, ο καθένας με τις δυνάμεις του, οφείλουμε να είμαστε μέσα στα δρώμενα. Οι καλλιτέχνες να ενεργοποιούν τα “πολεμικά” τους όπλα, να καταγγέλλουν με την κραυγή των έργων και του λόγου, να ανοίγουν ξέφωτα για παλινόρθωση στα όνειρα. Ασφαλώς και είναι το καταφύγιό μου, το ορίζει όμως η ανάγκη μου για “συναπάντημα”.

Κάθε μέρα συν-καταφεύγω με ανθρώπους κάθε ηλικίας που αναζητούν συντονισμό στον εσωτερικό ρυθμό τους. Ερχονται και ξανάρχονται γιατί ένιωσαν ότι η πληροφορία μέσα στον χώρο είναι πολύ πληθωρική για να εκτιμηθεί σε μία φορά.

Παιδιά σχολείων, Γυμνασίων και Λυκείων, είναι οι υπέροχοι ένοικοι της θεραπευτικής φαντασίας και του προβληματισμού που χάνομαι μαζί τους σε εφηβικό διάλογο. Μέσα στον Νοέμβρη, τα 80 νήπια 4 και 5 ετών από τον παιδικό σταθμό-νηπιαγωγείο “Κίτρινες Ομπρέλες” με παρέλυσαν από συγκίνηση με τα πολύτιμα, απροσδόκητα σχόλιά τους.

Τα παιδιά είναι σοφοί αποδέκτες, με το ζηλευτό προνόμιο του αυθορμητισμού και της αθωότητας, πριν γίνουν αιχμάλωτοι του αστικού κατεστημένου».

Κυρία Παπαθεοχάρη, σας άκουγα στην παρουσίαση της ποιητικής συλλογής «Ψηφίδες», το 2011, να μιλάτε για τα χρόνια που αναμείνατε προκειμένου να καταπιαστείτε και να εκφραστείτε μέσω της τέχνης. Ποια ήταν η καταλυτική ή καθοριστική στιγμή που έκανε τη δημιουργία μια, από ό,τι αντιλαμβάνομαι, ζωτική ανάγκη για εσάς;

«”Καθοριστική” ήταν ολόκληρη η ζωή μου. Τα παιδικά μου χρόνια, εξαιρετικά δύσκολα, καθόρισαν με μια υπερδύναμη τον προορισμό μου. Μεγαλώνοντας, η αμάζευτη ανάγκη μου για προσωπική διέξοδο ήταν διαρκώς σε αναβολή, καθώς έπρεπε να εργάζομαι αναγκαστικά πριν συμπληρώσω τα 18 και ταυτόχρονα να απλώνομαι σε πολλαπλές κατευθύνσεις σπουδών – Στενογραφία, Σχολή Ξεναγών, Αρχαιολογία, Casa d’Italia, St. Patrick’s College, Institut Français. Και εργαζόμενη στο υπουργείο Εθνικής Αμυνας. Από 19 χρόνων αεροσυνοδός στην Ολυμπιακή Αεροπορία του Ωνάση.

Στα 25 μου, ήρθε το μέγιστο έργο της ζωής μου: “Τράβηξα το αγκίστρι από τον παιδικό μου ερημότοπο, ιέρισσα σε δύο ναούς, Διογένη και Απόλλωνα, με αφιέρωσα”. Οταν τελείωσα με το μεγάλωμα, τη διαπαιδαγώγηση και τις σπουδές τους, η ανάγκη για ατομικό ξέσπασμα δεν έπαιρνε αναβολή. Ξανοίχτηκα στην προσωπική “ζωτική” μου, όπως λέτε, ανάγκη».

Στα γλυπτά σας έχουν κυρίαρχο ρόλο οι πέτρες και υπάρχουν εμφατικές αναφορές στο στοιχείο της θάλασσας. Με άλλα λόγια, παντρεύετε κάτι στατικό (την πέτρα) με κάτι που βρίσκεται σε αέναη κίνηση (τη θάλασσα). Πώς γεννήθηκε αυτή η ιδέα;

«Οι πέτρες μου είναι τα παιδιά, τα σπλάχνα της θάλασσας. Εγώ – σημειώστε – αυτόμαθη στη χειραγώγηση της πέτρας. Ο Αριστοτέλης, από την πλευρά του, μου μιλάει για το “εν δυνάμει” της πέτρας. Η πέτρα, δηλαδή, μπορεί να πάρει όποια μορφή θελήσει ο δημιουργός της, ανάλογα με τα στοιχεία µε τα οποία τον έχει δοµήσει η κουλτούρα του.

Πήρα την ευθύνη, σαν πετρομάχα της πέτρας και του λόγου και με την παρακίνηση του Αριστοτέλη, να μεταμορφώσω αυτά τα λίθινα τέχνεργα σε κινητήριες δυνάμεις. Η δύναμη της φωνής τους, που ανακάλυψα, είναι μεταφυσική πάλη. Η δύναμή τους μπορεί να καλοπιάσει με πέτρινα αγαποβότανα τη Φύση και τον Χρόνο. Οταν χαράζω με τον τροχό μου τη διάβρωσή τους, ζωντανεύουν μνήμες θαλάσσιας ζωής και κίνησης, καθώς η ύλη θυμάται τον τόπο της. Παύει να είναι στατική η ήδη νομάδα πέτρα».

«”Καθοριστική” ήταν ολόκληρη η ζωή μου. Τα παιδικά μου χρόνια, εξαιρετικά δύσκολα, καθόρισαν με μια υπερδύναμη τον προορισμό μου».

Μυήστε μας στη δημιουργική διαδικασία. Βάλτε μας έστω και νοητά στο εργαστήρι σας.

«Με χαρά μου να σας μυήσω και επιτόπου. Αλλά ας γνωρίζετε πριν ότι η πέτρα “δεν παλεύεται”, όπως λέω. Δεν είναι χωρίς σημαντικό λόγο που το Πολιτιστικό Κέντρο Τέχνης και Λόγου έχει αναγνωριστεί ως το μοναδικό στον κόσμο στο είδος του. Τα εργαλεία – εκτός των σιδερένιων τροχών – είναι σχετικά μικρά και σπάζουν ή λιώνουν γρήγορα με τη χρήση. Τα στοιχεία που συλλέγω – πέτρες, κοχύλια, κοράλλια, φύκια – είναι αυστηρά προσωπική μου δουλειά, γιατί κανένας δεν γνωρίζει τι θέλω ώστε να το μετατρέψω σε μορφή έργου τέχνης.

Πλένω με καθαρό νερό τα υλικά και τα αποφορτίζω από αλάτι και άμμο, κρατώντας αποτυπώματα και ίχνη από το πέρασμα του χρόνου και των κυμάτων, ώστε να παραμένουν φορείς μνήμης. Επιπλέον – χωρίς να σας αποθαρρύνω – χρειάζονται δεκάδες σίδερα και δεκάδες χιλιάδες κόλλες για τη σύνθεση αμέτρητων συνθετικών στοιχείων – με στοχαστική, τελετουργική διαδικασία – για να προκύψει η μορφή με απόλυτη αισθητική και αρχιτεκτονική αρμονία.

Στη συνέχεια, η ζωγραφική πάνω στην πέτρα δεν περιγράφεται. Εκδικούνται ανεπιστρεπτί τα χρώματα, αν δεν αρέσουν στην πέτρα να τα φοράει».

Θυμάστε το πρώτο έργο που δημιουργήσατε; Υπάρχει ακόμα στη συλλογή σας;

«Ηταν το “Art Brutal”. Πρώτη επιδίωξη κατασκευής με πολύ δύσκολο για αρχή θέμα. Υπάρχει μόνο σε φωτογραφία. Εκανα όσα μπορούσα στο πρώτο κορμί του να το διορθώσω σύμφωνα με την εξέλιξη της τεχνικής που σιγά-σιγά αποκτούσα. Διαλύθηκε και πολύ λυπήθηκα. Μα δεν ήταν μόνο αυτό. Στα 13 χρόνια μάθησης πάνω στην πέτρα, κατέστρεψα 48 έτοιμα και μεγάλα έργα, γιατί μόλις είχα επιτέλους μάθει την επιστήμη της πέτρας.

Κράτησα με ευλάβεια τα θέματά τους και τα ξαναδημιούργησα με τη γνώση της τεχνικής που ανακάλυψα πάνω στο ατίθασο κορμί της ύλης. Αντικατέστησα και το “Art Brutal” με καινούργιο, πιο τoλμηρό χαρακτήρα και με συντροφικές μορφές που μας “παίζουν” με τη δύναμη του bizarre. Μου έγινε μάθημα η κατάκτηση της τελειότητας και ο σεβασμός με εμμονή στο πρωτογενές υλικό».

Ποιοι καλλιτέχνες ή ρεύµατα θα λέγατε πως σας έχουν επηρεάσει και µπορεί κανείς να αναγνωρίσει αναφορές τους στα έργα σας;

«Αμέτρητες οι επιρροές. Θα προσπαθήσω να περιοριστώ στην αναφορά τους και θα επισημάνω όσα δεν μπορώ να παραλείψω. Οι τρεις αρχαίοι τραγικοί, Αισχύλος, Σοφοκλής, Ευριπίδης, μαζί με τον Αριστοφάνη κατοίκησαν βαθιά στο στήθος μου. Ο Σωκράτης, ο Αριστοτέλης, ο Πλάτωνας επίσης. Σε αρκετά έργα μου στο Πολιτιστικό Κέντρο αναγνωρίζονται οι επιρροές μου: Η “Λυσιστράτη” του Αριστοφάνη για το σταμάτημα του Εμφυλίου.

Επιρροή από τον Αριστοφάνη είναι και τα 52 βατράχια που απλώνονται ειρωνικά μέσα στα έργα, σατιρίζοντας τα “κακώς κείμενα” της εποχής. “Ο Βρεκεκέξης κοάζει τ’ ανθρωποχαρμάνι. Μας έχει ξεκουφάνει το αλάνι…”. Η “Ελένη της Τροίας”, ομηρική εκτροπή του Ευριπίδη και προσωπική αναφορά στον Σεφέρη με το γνωστό κείμενο “Τίποτε στην Τροία – ένα είδωλο…”. “Θέτιδος Οιμωγή”, αναφορά στον Καβάφη που εικονίζει με αρχαίο κείμενο την αμφισβήτηση της Θέτιδας προς τους θεούς.

“Το Ασήμαντο”, έργο-αφιέρωμα στον Ελύτη, είναι μια συμπυκνωμένη διατύπωση αρμονικής σύμπραξης ανθρώπου – φύσης. Εντονη η παρουσία του Καρούζου στο έργο “Ultimatum” (Διακήρυξη). Ο Τσίρκας, να δηλώνει με την “Αριάγνη” πως “…άντρες ολάκεροι όπως τους ονειρευόταν δεν υπάρχουν”. Ο Καζαντζάκης, με τα νιχιλιστικά έργα “Της αντρείας το γάλα” και “Ο Φράχτης”.

«Θέλω να ελπίζω ότι θα κουραστούν αυτοί οι καιροί της έκπτωσης και θα επαναπροσδιορίσουμε την ταυτότητά μας. Η παλινόρθωση στο όνειρο πάντα μας τραβάει σαν Σειρήνα».

Ο Γκάτσος, ο Ρίτσος, ο Αναγνωστάκης, ο Βάρναλης, η Δημουλά, ο Σινόπουλος, ο Παπαδιαμάντης καθόρισαν ένα μεγάλο κομμάτι του πρώιμου προσανατολισμού μου. Πολλοί ήταν οι γάλλοι ποιητές που μελέτησα στη Σορβόννη και άφησαν τη σφραγίδα τους στην καλλιτεχνική συμπεριφορά μου. Ο Μονταίνι σπάει τα κατεστημένα με το έργο μου “Θρόνος”. Το πολύχρωμο έργο “Οικουμενική Συνύπαρξη” εικονίζει το ρεύμα ντανταϊσμού του Πολ Ελιάρ και τη δική μου προσφυγή στη λεξιπλασία.

Σαίξπηρ, Φρόιντ, ο καθένας στο είδος του, μου άφησαν ανεξίτηλη γνώση. Προπαντός ο Νίτσε, που ήρθε περαστικά στα 25 μου χρόνια και επέστρεψε στα 37 μου, για να με σημαδέψει καθοριστικά για όλη την υπόλοιπη ζωή μου. Ο Λατίνος Σενέκας με επηρέασε τόσο που επωμίστηκα τη βαριά ευθύνη της συγκριτικής λογοτεχνίας με τον Σοφοκλή στο ίδιο έργο, “Οιδίπους Τύραννος”, που θεωρείται ο Παρθενώνας της κλασικής λογοτεχνίας.

Οι επιρροές μου επίσης από την ιαπωνική φόρμα χαϊκού φύτρωσαν μέσα μου μια στάση θυελλικής αντίστασης με δύο μου βιβλία, “Αναρχη ιδεολογία” και “Σπινθήρες”, που εκτιμώ ως σελίδες-σταγόνες αυθεντικής ζωής».

Η αγάπη σας για την ελληνική μυθολογία πώς γεννήθηκε; Αλήθεια, έχετε κάποιον αγαπημένο ήρωα από τον θησαυρό της;

«Ασύνορος ο κόσμος της ελληνικής μυθολογίας. Δεν εξαντλείται. Ενας καμβάς που πάνω του επεξεργάστηκαν η προφορική αφήγηση και η γραπτή λογοτεχνία. Τα πρώτα μου παιδικά αναγνώσματα αρχίζουν με την ανακάλυψη του μύθου. Ενα σύμπαν παραμυθένιο, μυστηριώδες, σαγηνευτικό, ταυτισμένο με τη θάλασσα, τον αέρα και τη γη. Η κατ’ εξοχήν επιστήμη της φαντασίας και του πρώιμου υπερρεαλισμού.

Είχα ανέκαθεν, από παιδί, τον φόβο “μη και σκουριάσω”. Τα ξωτικά μου, που περιστρέφονταν σε διαρκή ανεμοπορία, έβρισκαν “στασίδι γαλήνης” στη μαγεία της δράσης θεών, ημίθεων, Νηρηίδων, ηρώων, σε ένα πρότυπο αφήγησης συλλογικής φαντασίας. Χωρίς επίγνωση της μεγάλης αυτής μαθητείας, μυήθηκα στην “κροκαλοπαγή” μνήμη (σύγκριμα πνευματικής κληρονομιάς) της μεγάλης παράδοσης που μόνο στην Ελλάδα δημιουργήθηκε, στον μοναδικό τόπο της Γης, από γενιά σε γενιά και από στόμα σε στόμα.

«Είμαι η Νίκη. Σύντροφος ολόκληρης ζωής του Γιάννη Παπαθεοχάρη και μάνα του Διογένη και του Απόλλωνα. Κάπου εκεί, “πίσω” από την κυρίαρχη τριανδρία, μια πυγολαμπίδα είμαι που… αν προσέξεις φαίνομαι».

Τεράστια βιβλιοθήκη φάνταζαν στην παιδική μου εκτίμηση τα “Κλασσικά Εικονογραφημένα” εκείνων των χρόνων. Ηταν τα πρώτα μου “Και τι σοι μύθον ερέω…” (σε ελεύθερη μετάφραση, “Να σου πω ένα παραμύθι…”). Ξέφρενη ήταν η προσδοκία μου για την εβδομαδιαία τους έκδοση. Τα κρατούσα ως το μαγικό μου φυλαχτό και δεν έπαψα ποτέ να τα αναζητώ και όταν μεγάλωσα. Μέχρι που σταμάτησε δυστυχώς η διάθεσή τους στα βιβλιοπωλεία. Διατηρώ με συγκίνηση μια από τις πιο πολύτιμες συλλογές “Κλασσικών Εικονογραφημένων” παιδικής λογοτεχνίας.

Από τις τόσες μορφές μυθικών ηρώων που με συντρόφευαν, κυρίαρχη όταν μεγάλωσα έμεινε εκείνη του Λεωνίδα της Σπάρτης, που έχω εικονίσει ως “σύμβολο αντίστασης” με δύο πέτρινα έργα στον χώρο του μουσείου. Με πήρε εθελοντή όμηρο μέχρι όσο θα υπάρχω. Είναι το προσκύνημα της μνήμης μου. Μου λείπει από τις γιορτές του χρόνου η αναφορά μας στη θύμησή του.

Κρύφτηκα σε μια χαραμάδα της χούφτας του και φώλιασα στα ιδανικά του. Ξεφωλιάζω στο φως του ήλιου και γονατίζω με δέος στη μνήμη του. Σε έναν γιγάντιο βράχο, χάραξα για εκείνον ευλαβικά της ψυχής μου το τάμα, σε χρόνους ασήμαντους…».

Αλήθεια, πού νιώθετε πιο οικεία ως καλλιτέχνις; Στην έκφραση μέσω της χειρωνακτικής δημιουργίας ή διαμέσου των λέξεων; Στην πετρογλυπτική ή στην ποίηση;

«Αθέτησα πολλά μίλια “άγραφης ζωής” για να διεκδικήσω 33 χρόνια της πέτρας τα απόκρυφα μέσα από λόγο. Και η ποίηση και οι πέτρες μπορούν να σταθούν αυτόνομα, αλλά στην περίπτωση αυτών των καταθέσεων τέχνης, καμία από τις δύο δεν θα ήταν ολοκληρωμένη. Η ποίηση είναι η πρώτη γλώσσα των πρωτανθρώπων, πριν από την ανακάλυψη της γραφής.

Είναι από τις τέχνες η κατ’ εξοχήν τέχνη του λόγου. Η πέτρα είναι επίσης η πρώτη χάραξη των ανθρώπων, που μέσα στα σπήλαια “έσχιζαν” τους βράχους με μιμητικές φιγούρες για να εξευμενίσουν την απειλή των φαινομένων της φύσης. Οι λέξεις αναλαμβάνουν να φωνάξουν: “Οργή και περηφάνια μου που θέριεψες, τι ωφελεί γι’ αγάπη να θυμώνεις, αφού του όνειρου την πόρτα όποιος έκλεισε, μόνος του πέθανε χωρίς να τον σκοτώνεις…”. Πάνω στις λέξεις βρίσκουν τόπο οι φιγούρες της πέτρας, φυτρώνουν και αναρριχώνται.

«Είχα ανέκαθεν, από παιδί, τον φόβο “μη και σκουριάσω”. Τα ξωτικά μου, που περιστρέφονταν σε διαρκή ανεμοπορία, έβρισκαν “στασίδι γαλήνης” στη μαγεία της δράσης θεών, ημίθεων, Νηρηίδων, ηρώων, σε ένα πρότυπο αφήγησης συλλογικής φαντασίας».

Η πέτρα και η ποίηση δεν σκέφτηκαν να σμίξουν για να εντυπωσιάσουν, αλλά για να ελευθερώσουν τις αρχέγονες συν-υποδηλώσεις που κρύβουν. Κοινωφελής μαχητική δύναμη το μαχητικό άλογο της γλώσσας, το χλιμίντρισμα και το ποδοβολητό του ακούγονται μέσα από τις πέτρες. Κινούμαι γενικά με μια λεξιπλασία σε ελεύθερα, άναρχα μονοπάτια.

Τολμάω να εκτίθεμαι με όποιο πρόστιμο. Παίρνω τις λέξεις ως πρέσβειρες επικοινωνίας και ξεσκεπάζω τις πολυτάραχες βραχονομάδες. Πιο “οικεία” ένιωσα όταν ενώθηκαν και οι δύο τέχνες – πετρογλυπτική και ποίηση – με σκοπό να οργανώσουν προοπτικές, περιφρονώντας το χάος των εντυπώσεων».

Πολλοί μπορεί να θεωρούν την εποχή μας αφόρητα πεζή για ποιητές. Τι απαντάτε;

«Αν μου επιτρέπετε, θα απαντήσω με το στόμα του Οδυσσέα Ελύτη από “Το Αξιον Εστί”: “Οξειδώθηκα μες στη νοτιά των ανθρώπων”. Οπως καταλαβαίνετε, δεν είμαι ιδιαίτερα αισιόδοξη. Οι καιροί χορεύουν στη φθορά σαν Κορύβαντες. Στο έργο μου “Ράγισμα” γράφω: “Μια φθορά κι έναν καιρό είναι να λέμε τώρα”.

Με ένα χαїκού ξεδίπλωσα μιαν ευχή:  “Τ’ άναμμα ψυχής και το μέγα τίποτα πώς να φιλιώσεις…”, που φύτρωσε με άλλα δύο ποιήματά μου στον Δρόμο των Ποιητών στη Γλυφάδα, να μας θυμίζει όσα οφείλουμε να φιλιώσουμε. Απλωμένα και ανεξέλεγκτα τα χρησιμοθηρικά φαινόμενα των καιρών μας. Παραμένω με την εντολή του Καζαντζάκη στ’ αφτιά μου “Φτάσε όπου δεν μπορείς” και το τραγούδι μου να ρωτάει “Ψυχή της αγάπης αλήτισσα, πες μου, οι φλέβες πού είναι του κόσμου;”.

Θέλω να ελπίζω ότι θα κουραστούν αυτοί οι καιροί της έκπτωσης και θα επαναπροσδιορίσουμε την ταυτότητά μας. Η παλινόρθωση στο όνειρο πάντα μας τραβάει σαν Σειρήνα και δεν θα το εγκαταλείψουμε ανεκπλήρωτο σε αυτανάφλεκτη πραγματικότητα».

Κυρία Παπαθεοχάρη, αντιλαμβάνομαι ότι είστε ένας βαθιά ευαίσθητος άνθρωπος. Πώς καταφέρνετε να διαχειρίζεστε και να επιβιώνετε μέσα στη σκληρότητα του κόσμου που ζούμε;

«Πάνω σε ένα απλό εισαγωγικό έργο μου υπάρχει χειρόγραφο κείμενο: “Αυτά είναι τα υλικά μου για ν’ ατενίζω το σκληρό πρόστιμο της αλήθειας της ύπαρξης”. Στη χάραξη της πέτρας όταν σκύψω, ακούω τον εσωτερικό της μονόλογο με τη φωνή μου, για όλα όσα θέλω να κρύψω και ταυτόχρονα να επικοινωνήσω.

Με τα βιβλία μου και τα τραγούδια μου εκτίθεμαι και διεκδικώ αποδέκτες συνοδοιπόρους σε κοινή ασυλία. Και τελικά… συμβιβάζομαι έντεχνα σε “αφυδατωμένες αγάπες”».

Η διαδρομή της ζωής σας μοιάζει μυθιστορηματική. Υπήρξατε πρωταθλήτρια του στίβου, φοιτήτρια στη Σορβόννη, εργαστήκατε στο υπουργείο Εξωτερικών, δουλέψατε ακόμα και ως αεροσυνοδός. Πλέον είστε καλλιτέχνις, ποιήτρια και στιχουργός. Σε ποιον από όλους αυτούς τους ρόλους θα λέγατε πως βρήκατε περισσότερο τον εαυτό σας; Πού νιώθετε περισσότερο εσείς;

«Σαν να άνοιξε ένα λαγούμι στην “Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων” και με κατάπιε. Νομίζω δεν ξαναβγήκα ποτέ. “Εκεί να μείνω και ποτέ να μην ξυπνήσω, τον λόγο πείτε μου να θέλω να γυρίσω…”. Αυτό που νιώθω περισσότερο είναι μια θορυβώδης ασταμάτητη αυτο-στροφοδίνη, που είναι η ίδια η εμπειρία μου της ύπαρξης, από έμβρυο. Ο πρωταθλητισμός με σφράγισε ευεργετικά από παιδί μέχρι τώρα. Η Σορβόννη μού έδωσε το πολύτιμο “ευ ζην”.

Σε εξαιρετικά υπεύθυνη θέση ως στενογράφος, πριν από τα 18 μου, πήρα το διαβατήριο της πάλης για επιβίωση. Ως αεροσυνοδός στην τότε ΟΑ του Ωνάση έζησα το απόλυτο, ανεξάλειπτο νεανικό μου παραμύθι.

«Παραμένω με την εντολή του Καζαντζάκη στ’ αφτιά μου “Φτάσε όπου δεν μπορείς”».

Ολα στροφάρουν μέσα μου, σαν όλα να είναι ένα. Εφτασα στα 25 μου χρόνια να εξηγήσω με περίσκεψη τον στροβιλισμό μου: η αδιαφορία των γονιών μου με αγκαζάρισε στην υποχρέωση να αποδείχνω ασταμάτητα ότι “αξίζω”. Το εξήγησα, χωρίς όμως να μπορώ να το ελέγχω, χωρίς να μπορώ να το διακόψω.

Για να με καλοπιάσω επανέρχομαι σε μια γαληνευτική σκέψη: στην καρδιά των Αστεριών της Γλυφάδας ιδρύθηκε ένα Μουσείο Πέτρας και Ποίησης, με αναφορές σε στίχους τραγουδιών μου. Εδώ τα ξωτικά μου λευτερώνονται σε ανεμοπορία και ανοιχτωσιές».

Εστω ότι αύριο τελείωνε ο κόσµος και µπορούσατε να σώσετε µόνο ένα από τα έργα σας – ποιητικά ή γλυπτά. Ποιο θα ήταν αυτό;  

«Επειδή θα προσπαθούσα όλα να τα φυγαδέψω, θα αναφερθώ σε ένα αστείο ποίηµά µου για να γελάσουµε:

“Τελικό αδιέξοδο”: Φαντάσου να μπαίνεις στην προσδοκία θανάτου για λύτρωση, και να σου λένε πως υπάρχει άλλη ζωή που θα βρεθείς πάλι σε “καλή αντάμωση” με όλους τους ίδιους για πάντα. Να ρωτήσω κάτι; Από κει πώς φεύγεις;».

Ποια είναι η µικρή καθηµερινή ιεροτελεστία σας; Εχετε κάποια ρουτίνα που απολαµβάνετε µε τον εαυτό σας;

«Την κουλτούρα της ευζωίας με τη γενική έννοια της καλοπέρασης δεν τη γνωρίζω. Δεκάδες χρόνια ο ύπνος δεν με καταδέχεται. Και σαν άντρας με αυτοσύμβαση και παιδεία… κοιμάται με άλλες. Εδώ και 35 χρόνια έχω την τύχη να διαθέτω στο σπίτι ένα γυμναστήριο, με ελεύθερη πρόσβαση τη νύχτα που κλέβω από τον ύπνο.

Κάθε πρωί, χειμώνες, καλοκαίρια, για μια ώρα, γίνομαι ένα με τη μάνα μου Θάλασσα. Δύο ιεροτελεστίες που μου δίνουν το προνόμιο να λέω: “Ψυχή μου, προσκυνώ την άθλησή σου”».

Ας υποθέσουμε ότι κάποιος δεν γνωρίζει τίποτα για εσάς, ούτε για το έργο σας. Πώς θα συστήνατε τον εαυτό σας;

«Είμαι η Νίκη. Σύντροφος ολόκληρης ζωής του Γιάννη Παπαθεοχάρη και μάνα του Διογένη και του Απόλλωνα. Κάπου εκεί, “πίσω” από την κυρίαρχη τριανδρία, μια πυγολαμπίδα είμαι που… αν προσέξεις φαίνομαι».


INFO:
Πολιτιστικό Κέντρο Τέχνης και Λόγου –Νίκη Παπαθεοχάρη, Λ. Ποσειδώνος 110, Γλυφάδα (Είσοδος Αστέρια), τηλ. 211-1907.006, info@culturalcenternp.gr