Ξεκίνησα να παρακολουθώ τον Μποµπ Γουίλσον στα πρώτα χρόνια της συνθετικής µου διαδροµής, στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Η πρώτη αφορµή για να γνωρίσω τη δουλειά του ήρθε από την πλευρά της µουσικής, όταν ανακάλυψα τον Αϊνστάιν στην παραλία, µια από τις πιο καθοριστικές όπερες του 20ού αιώνα, την οποία έγραψε µαζί µε τον Φίλιπ Γκλας. Για τον σπουδαίο αυτόν καλλιτέχνη, τα επιτεύγµατά του και τον τρόπο που επηρέασε τις παραστατικές τέχνες έχουν ήδη γραφτεί πολλά και πολύ ενδιαφέροντα κείµενα στα ΜΜΕ παγκοσµίως.
Αυτό που εγώ αντιλαµβάνοµαι στο έργο του είναι πιθανώς λοξό και εκκινεί πάντα από τη σχέση του µε τη µουσική. Το πρώτο στοιχείο που αναζητούσα στις παραστάσεις του, που είχα τη χαρά να δω σε Ελλάδα και εξωτερικό, ήταν η χρήση και η αξιοποίηση της µουσικής.
Φυσικά δεν υποτιµώ τα µεγάλα επιτεύγµατά του. Πάντα µε συγκινεί ο τρόπος µε τον οποίο εκπαίδευσε το βλέµµα µας σε ένα καινούργιο θέαµα, όπου η έννοια του φωτός ήταν πρωταρχική και στο οποίο η συγκίνηση ερχόταν από την εικόνα. Ωστόσο ακόµα και σήµερα εξακολουθώ να πιστεύω ότι η µουσική ήταν το στοιχείο που καθόριζε τόσο τις επιλογές του όσο και τη µατιά του πάνω στην τέχνη.
Γι’ αυτό και η σχέση µου µε το έργο του έγινε ακόµα πιο σταθερή όταν ξεκίνησε να σκηνοθετεί συστηµατικά όπερα. Από εκείνη την πρώτη του «Σαλώµη» στη Σκάλα του Μιλάνου το 1987 µε τη Μονσερά Καµπαγιέ, ο κόσµος της λυρικής τέχνης έµοιαζε να έχει περάσει πλέον σε νέο αιώνα.

Μπομπ Γουίλσον και Γιώργος Κουμεντάκης. Photo Lucie Jansch
Στη δεκαετία του ’90 επιβεβαιώθηκε µε τον πιο οριστικό τρόπο ότι η µατιά του Γουίλσον αποτέλεσε ένα όριο στη λυρική τέχνη. Ο τρόπος που αντιµετώπισε τη σκηνή ως έναν εύθραυστο κόσµο – όπου οι µικρές λεπτοµέρειες στην κίνηση αντικαθιστούν τις παραδοσιακές «µεγάλες» χειρονοµίες των πρωταγωνιστών –, ο τρόπος που συντόνισε την κάθε νότα της παρτιτούρας µε το σκηνικό θέαµα, ο τρόπος που έκανε το κοινό να αλλάξει τη µατιά του απέναντι στην όπερα – όλα αυτά συνετέλεσαν στο να αναγνωριστεί η καλλιτεχνική του ταυτότητα ως µια καινούργια και απολύτως προσωπική πρόταση στον κόσµο της λυρικής τέχνης. Θα ήταν άραγε υπερβολή να πούµε ότι ο τρόπος ανεβάσµατος της όπερας χωρίζεται σε προ Γουίλσον και µετά Γουίλσον εποχή;
Το 2018, λίγο µετά την ανάληψη των καθηκόντων µου στην Εθνική Λυρική Σκηνή, ξεκινήσαµε να συζητάµε µε το Πασχαλινό Φεστιβάλ του Μπάντεν Μπάντεν στη Γερµανία το ενδεχόµενο µιας νέας συµπαραγωγής πάνω στον «Οθέλλο» του Τζουζέπε Βέρντι, σε σκηνοθεσία, σκηνικά και φωτισµούς του Μποµπ Γουίλσον – κάτι που υλοποιήθηκε χάρη στη δωρεά του Ιδρύµατος Σταύρος Νιάρχος.
Στην πρεµιέρα της συµπαραγωγής, το Πάσχα του 2019 στο Μπάντεν Μπάντεν, είχα την ευκαιρία να κάνω µαζί του µια µεγάλη συζήτηση για τη σχέση του µε τη µουσική, το όραµά του για την όπερα, αλλά και τη διαδροµή του από το Τέξας και την υπερσυντηρητική κοινωνία στην οποία µεγάλωσε έως την κορυφή της πρωτοπορίας, την οποία κατέκτησε πολύ νωρίς στη ζωή του.
Ο τρόπος που µιλούσε δεν άφηνε κανέναν αδιάφορο. Κάθε λέξη, κάθε βλέµµα, κάθε µειδίαµά του, έµοιαζαν σαν ένα φινάλε µιας ιστορίας από τη ζωή και την καριέρα του, που αυτόµατα οδηγούσε σε ένα νέο συναρπαστικό κεφάλαιο.
Τον ακολουθούσε η φήµη ότι ήταν εξαιρετικά απαιτητικός στις συνεργασίες του, ότι τα συµβόλαια που υπέγραφε ήταν πολύ αυστηρά και ότι δεν θα δίσταζε να εγκαταλείψει µια παραγωγή αν τα στάνταρτ δεν ήταν αυτά που ζητούσε.

ΕΛΣ Οθέλλος, Τσέλια Κοστέα, Αλεξάντρς Αντονένκο – Photo Ανδρέας Σιμόπουλος
Οταν έφθασε στην Αθήνα, στα τέλη του 2021 για το ανέβασµα του «Οθέλλου», κόντρα στη φηµολογία, καλωσορίσαµε έναν υπέροχο, ταπεινό, γελαστό και εµπνευστικό συνεργάτη που διψούσε να ακούσει τις ιστορίες του κάθε συνοµιλητή του. Οι εβδοµάδες των προβών ήταν ένα µεγάλο µάθηµα ζωής τόσο για τους καλλιτέχνες όσο και για τους τεχνικούς του θεάτρου µας.
Η επιτυχία της παραγωγής επιβεβαίωσε τις προσδοκίες µας και η ανταπόκριση του κοινού τη µεγάλη του διαχρονική επιδραστικότητα στην τέχνη, παρά την κριτική κάποιων κύκλων που θεώρησαν ότι επαναλάµβανε τον εαυτό του.
Στην Ελλάδα είχαµε τη χαρά να βλέπουµε πολύ συχνά παραστάσεις του, γιατί ακόµα και αν δεν γίναµε ποτέ το κέντρο της πρωτοπορίας, εν τούτοις ο Γουίλσον αγάπησε και τη χώρα µας και τους καλλιτέχνες της όσο λίγοι.
Το έργο του αντιγράφτηκε (είτε δηµιουργικά είτε ανερυθρίαστα) από δεκάδες καλλιτέχνες σε όλον τον κόσµο. Φυσικά η Ελλάδα δεν θα µπορούσε να αποτελεί εξαίρεση. Αυτό όµως καταδεικνύει τη µοναδική δύναµη της σκηνικής του γλώσσας και των µέσων που επέλεξε να την εκφράσει.
Ο ίδιος χαιρόταν πάντα µε τους επίδοξους συνεχιστές του έργου του, από τους πιο ταλαντούχους έως και τους ανέµπνευστους αντιγραφείς. Αλλωστε δεν έµεινε ποτέ στις δάφνες της επιτυχίας του. Η δηµιουργία του Watermille Center στη Νέα Υόρκη ήταν ο δικός του τρόπος να συνεισφέρει στη δηµιουργία και στην εκπαίδευση µιας νέας γενιάς καλλιτεχνών.
Παρά τη θλίψη που αναπόφευκτα δηµιουργεί η απώλεια του ανθρώπου σε όλους όσοι συνεργάστηκαν µαζί του, αλλά και στο κοινό που τον ακολουθούσε σταθερά, εν τούτοις το συναίσθηµα που υπερισχύει είναι η µεγάλη τύχη που είχαµε όλοι όσοι αγαπήσαµε, γνωρίσαµε και επηρεαστήκαµε από το έργο του. Τον χαιρετώ µε συγκίνηση και τον ευχαριστώ για την καινούργια µατιά που µας πρόσφερε, µέσα από την παρτιτούρα της δικής του ζωής. Ο «Οθέλλος» ανήκει στην πολύτιµη περιουσία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και θα επανέλθει σύντοµα στη σκηνή, για να τιµήσουµε τη µνήµη του.







