Τραγουδίστρια που δεν δειλιάζει μπροστά στις προκλήσεις, αντιθέτως τις επιζητά, η Αλεξάντρα Κούρζακ, στα 26 χρόνια τής μέχρι σήμερα καριέρας της, έχει ερμηνεύσει μερικούς από τους δυσκολότερους ρόλους του ρεπερτορίου της υψιφώνου: Από τη Βασίλισσα της Νύχτας στον «Μαγικό αυλό» του Μότσαρτ και τη Λουτσία Ντι Λαµερµούρ στην οµώνυµη όπερα του Ντονιτσέτι ως τις κεντρικές ηρωίδες στην «Τραβιάτα» του Βέρντι και τη «Μαντάμα Μπατερφλάι» του Πουτσίνι.
Ξεκινώντας ως κολορατούρα, περνώντας από το ρεπερτόριο της λυρικοδραματικής υψιφώνου και προσεγγίζοντας τα τελευταία χρόνια ρόλους που ερμηνεύουν οι δραματικές φωνές, όπως την Ελιζαμπέτα στον «Ντον Κάρλο» και την Αΐντα στην ομώνυμη όπερα του Βέρντι, η διάσημη πολωνή υψίφωνος είναι μια σύγχρονη ντίβα με, δυσεύρετες πλέον, παλαιάς κοπής ποιότητες: όμορφη φωνή, απόλυτη μουσικότητα στο τραγούδι, σκηνική γοητεία και ατσάλινη τεχνική που της επιτρέπει να φέρει σε πέρας και τις πιο δύσκολες αποστολές.
Αυτά είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά που την κάνουν περιζήτητη στις μεγάλες σκηνές. Και που αναδεικνύουν την παρθενική της εμφάνιση στην Εθνική Λυρική Σκηνή σε ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα του εγχώριου μουσικού χειμώνα.
Η καλλιτέχνις θα ερμηνεύσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην «Τόσκα» του Τζάκομο Πουτσίνι σε σειρά παραστάσεων από τις 27 Νοεμβρίου έως τις 7 Δεκεμβρίου, με τον σύζυγό της, τον διάσημο τενόρο Ρομπέρτο Αλάνια, να εμφανίζεται στο πλευρό της την τελευταία βραδιά. Λίγο πριν από την επιστροφή της στην Αθήνα (για πρώτη φορά είχε εμφανιστεί στο Ηρώδειο το 2023, σε ρεσιτάλ με τον Αλάνια), η Κούρζακ μίλησε αποκλειστικά στο ΒΗΜΑgazino για την καριέρα, αλλά και για την οικογένειά της, ξεκινώντας από τους δύο ρόλους που ερμηνεύει αυτή την περίοδο.

Photo Karol Grygoruk
Πρωτοτραγουδήσατε Αΐντα το καλοκαίρι που μας πέρασε στην Αρένα της Βερόνας, προ ημερών στην Οπερα της Βαστίλλης στο Παρίσι, και τώρα την ερμηνεύετε στην Οπερα του Μόντε Κάρλο. Να υποθέσω πως μιλάμε για έναν νέο αγαπημένο σας ρόλο;
«Ναι, αν και δεν μπορεί να συναγωνιστεί την Τόσκα, που είναι ο απόλυτα αγαπημένος μου ρόλος! Η Αΐντα είναι μια μεγάλη πρόκληση, αλλά η ικανοποίηση που μου δίνει αφορά κυρίως το τραγούδι, τη φωνητική γραμμή και την όμορφη παραγωγή του ήχου. Η Τόσκα είναι κάτι άλλο, κάτι περισσότερο. Είναι η πριμαντόνα, η ηθοποιός, η θυελλώδης γυναίκα, η φωτιά! Είναι ένας ρόλος που έχει το πάθος, την εκρηκτικότητα, το ταμπεραμέντο που δεν έχει η Αΐντα. Η Τόσκα σού δίνει τη δυνατότητα να παίξεις, να ανοίξεις όλη τη βεντάλια των συναισθημάτων σου, δημιουργώντας εκρήξεις στη σκηνή, στα ντουέτα της με τον Μάριο Καβαραντόσι, κυρίως στις σκηνές της με τον Σκάρπια. Αυτή η όπερα είναι σαν μια καλή ταινία θρίλερ, δεν σε αφήνει ποτέ να βαρεθείς. Είναι επίσης ιδανική για όποιον πηγαίνει για πρώτη φορά στην όπερα».
Ποια είναι η αγαπημένη σας σκηνή;
«Αν πρέπει να διαλέξω μία από όλο το έργο, δεν θα είναι δική μου σκηνή, είναι το “Te Deum” που ερμηνεύουν ο Σκάρπια με τη χορωδία. Πρόκειται για ένα από τα πιο συγκλονιστικά κομμάτια στην ιστορία της όπερας! Κατά τα άλλα, μου αρέσουν διάφορες μικρές φράσεις που λέει η Τόσκα εδώ κι εκεί, και θεωρώ όλη τη δεύτερη πράξη, όπου ακούγεται και το περίφημο “Vissi d’arte”, ό,τι καλύτερο έχει γραφτεί ποτέ για σοπράνο».
Το «Vissi d’arte» είναι η άρια που το κοινό περιμένει να ακούσει για να κρίνει την πρωταγωνίστρια. Αυτό δεν είναι ιδιαιτέρως αγχωτικό;
«Μπορεί να είναι, όμως εγώ νιώθω τόσο άνετα στον ρόλο, που πραγματικά δεν με απασχολεί κάτι τέτοιο. Δεν εννοώ πως είναι εύκολη άρια, πρέπει να την τραγουδήσεις με εσωτερικότητα και μουσικότητα, και αυτό είναι δύσκολο γιατί έρχεται αμέσως μετά τη λυσσαλέα σύγκρουση της Τόσκα με τον Σκάρπια, μια μεγάλη σκηνή που αναγκάζεσαι να κινηθείς έντονα, να τρέξεις, να φωνάξεις. Ομως αυτή η άρια συμπυκνώνει όλα όσα σκέφτομαι για την τέχνη και τη ζωή. Οτι ζούμε για να αγαπάμε τους δικούς μας, την οικογένειά μας, και για να κάνουμε τη δουλειά που αγαπάμε. Στη δική μου περίπτωση αυτή η δουλειά είναι το τραγούδι. Η τέχνη είναι απόλυτα συνυφασμένη με τη ζωή μου από τα παιδικά μου χρόνια. Η μητέρα μου, η Γιολάντα Ζμούρκο, ήταν σοπράνο, ο πατέρας μου, Ρίσαρντ Κούρζακ, ήταν μουσικός, ο άνδρας μου είναι επίσης λυρικός τραγουδιστής, η κόρη μας πηγαίνει σε μουσικό σχολείο και νομίζω πως θα γίνει και αυτή καλλιτέχνιδα, το βλέπω να έρχεται (γελάει). Οπως λοιπόν λέει και ο Πουτσίνι, όλοι εμείς ζούμε για την αγάπη και για την τέχνη».
Εχετε πει και σε άλλες συνεντεύξεις σας πως ο Πουτσίνι είναι ο αγαπημένος σας συνθέτης…
«Απολύτως! Γιατί αγγίζει τις καρδιές των ανθρώπων και γιατί διηγείται ιστορίες για όλους εμάς, τους απλούς ανθρώπους. Ιστορίες καθημερινές. Γι’ αυτό και τα έργα του, όπου και αν παίζονται, γίνονται sold out».
Κάνατε μεγάλη διαδρομή ώσπου να φτάσετε στις όπερες του Πουτσίνι, ξεκινώντας από το ρεπερτόριο της κολορατούρας. Το επιδιώξατε ή έτυχε;
«Πράγματι, δεν υπάρχουν πολλές τραγουδίστριες που να έχουν πει και τη Βασίλισσα της Νύχτας και την Τόσκα. Στη δική μου περίπτωση, το μοντέλο μου ήταν η μητέρα μου, που επίσης είπε ρόλους κολορατούρας και δραματικής υψιφώνου. Δεν έγινε επειδή ήθελα να κάνω ό,τι έκανε κι εκείνη. Είναι πιθανώς τα γονίδια, είναι το σώμα, η φυσική κλίση. Ποτέ δεν πιέστηκα να κάνω κάτι, απλώς ακολουθούσα τη φωνή μου. Και, αυτό θέλω να το τονίσω, είχα πάντα το κουράγιο! Είχα το κουράγιο, όπως και η μητέρα μου, γιατί έπρεπε να το έχω! Η μητέρα μου τραγούδησε ακόμα και την Τουραντότ, που σε λίγο θα την ερμηνεύσω κι εγώ».

Photo © Karen Almond – Met Opera
Πού; Αυτός και αν είναι απρόβλεπτος ρόλος για μια φωνή που έχει ξεκινήσει από τη Σουζάνα στους «Γάμους του Φίγκαρο»!
«Στο Μαΐάμι σε λίγους μήνες. Για να δούμε… Είμαι περίεργη πώς θα πάει. Διάφοροι συνάδελφοί μου που έχουν τραγουδήσει την όπερα, μου λένε: “Αλεξάντρα, είναι σύντομος ρόλος, απλώς πρέπει να έχεις σίγουρες υψηλές νότες”. Μου λένε και πως το να τραγουδήσεις καλά την Τόσκα είναι πιο δύσκολο. Είμαι περίεργη, δεν την έχω δοκιμάσει ακόμα, θα αρχίσω τώρα. Φυσικά γνωρίζω τη μουσική, έχω τραγουδήσει τη Λιου από την ίδια όπερα, αλλά την Τουραντότ ούτε εγώ την είχα σκεφτεί».
Πώς προσεγγίζετε τέτοιους δραματικούς ρόλους, δεδομένου ότι παραμένετε μια σοπράνο με λυρικές ποιότητες στη φωνή της;
«Δεν σπρώχνω τη φωνή μου, δεν την πιέζω. Την ακούω και κάνω ό,τι μου λέει. Φυσικά το γυναικείο σώμα αλλάζει, οι ορμόνες επιδρούν και στους μυς και στη φωνή. Η δική μου φωνή άλλαξε με τη γέννηση της κόρης μου, απέκτησε όγκο και βάθος. Ακολούθησα αυτή τη διαδικασία της μεταμόρφωσής της σιγά-σιγά, με προσοχή. Εννοείται πως η πρώτη μου “Τόσκα” δεν ήταν όπως εκείνες που τραγουδώ σήμερα. Από παραγωγή σε παραγωγή εξελίσσομαι. Τώρα έχω μεγάλη σιγουριά στον ρόλο, απολαμβάνω κάθε λεπτό του, δεν φοβάμαι τίποτα, ανυπομονώ να ανέβω και πάλι στη σκηνή για να τον ερμηνεύσω».
Υπάρχει κάποιο μυστικό, κάποια συμβουλή που θα θέλατε να δώσετε στις τραγουδίστριες που θα επιθυμούσαν πιθανώς να ακολουθήσουν τα βήματά σας;
«Δεν πιστεύω σε συγκεκριμένες διαδικασίες, ότι δηλαδή πρέπει να κάνεις αποκλειστικά αυτό, εκείνο και το άλλο. Καθένας μας είναι διαφορετικός, κάθε φωνή είναι διαφορετική, είναι ένα δώρο από τον Θεό. Οπότε καθένας ακούει τη φωνή του και χαράζει τον δρόμο του».
Αν ο δικός σας δρόμος σάς σπρώχνει στο δραματικό ρεπερτόριο, εξακολουθείτε να τραγουδάτε τις υψηλές νότες που λέγατε και πιο νέα. Φύση ή τεχνική;
«Και τα δύο. Μερικές φορές οι άνθρωποι αλλάζουν ρεπερτόριο επειδή έχουν προβλήματα. Εγώ έχω διατηρήσει τις υψηλές μου νότες και τις λέω στο σπίτι όταν κάνω εξάσκηση, μάλιστα πριν από 2-3 χρόνια ηχογράφησα τη Βασίλισσα της Νύχτας γιατί ήθελα να καταγραφεί το πέρασμά μου από τον ρόλο. Δεν λέω πια τις ακραία υψηλές νότες στη σκηνή. Θεωρώ πως για να τις πεις μπροστά σε κοινό πρέπει να αισθάνεσαι εντελώς ασφαλής και επειδή τώρα που έχει αλλάξει το ρεπερτόριό μου ένα κόντρα φα θα με άγχωνε, προτιμώ να το αποφύγω. Το λέω όμως στο σπίτι μου (γελάει)».
Οταν μελετάτε έναν ρόλο, ξεκινάτε από το κείμενο ή από τη μουσική;
«Από τη μουσική πάντα. Από την τεχνική! Οταν είσαι σίγουρος για την τεχνική σου και όταν ξέρεις απόλυτα τη μουσική, τότε μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις! Μπορείς να παίξεις με τη φωνή σου, να παίξεις με τις λέξεις. Αλλά πρέπει πάντα να είσαι τεχνικά τέλειος. Η τεχνική σού δίνει φτερά για να νιώσεις ελεύθερος και να πετάξεις. Τότε μόνο μπορείς να κάνεις την ερμηνεία».
Ζητάτε τη γνώμη της μητέρας σας, που ήταν και η πρώτη δασκάλα σας, ή του συζύγου σας;
«Τώρα πια όχι, γιατί δεν υπάρχει ο χρόνος. Δεν είμαι στο σπίτι ώστε να εξασκηθώ με τη μητέρα μου, στην πραγματικότητα έχω σταματήσει να εξασκούμαι μαζί της εδώ και είκοσι χρόνια. Ο,τι κάνω, το κάνω μόνη μου. Παίζω πολύ καλό πιάνο και βιολί, οπότε δεν χρειάζομαι καν πιανίστα. Δεν έχω προετοιμάσει κανέναν ρόλο με εκγυμναστή, όλη η μελέτη είναι αποκλειστικά προσωπική μου υπόθεση».
Μελετάτε καθημερινά;
«Μελετώ όσο χρειάζεται, ανάλογα με τις υποχρεώσεις που έχω. Και όταν μελετώ, δεν τραγουδώ ποτέ δυνατά, έτσι το έκανε και η μητέρα μου. Τραγουδώ σαν να μαρκάρω, με τη φωνή σε υψηλή θέση, τα πάντα πιάνο, το είδος του πιανίσιμου που χρησιμοποιούσε η Μονσεράτ Καμπαγέ. Ετσι, αν με αυτόν τον τρόπο βάλεις στη σωστή θέση τις νότες, τον ήχο, ο μυς θυμάται τη θέση και όταν ανέβεις στη σκηνή λειτουργεί όπως πρέπει. Τότε δίνεις περισσότερη πίεση και περισσότερη υποστήριξη με το σώμα, κάνεις τους ήχους πιο δυνατούς με τη συνδρομή της αναπνοής. Τότε έρχεται και η ώρα της κρίσης. Εννοώ πως στο σπίτι καθένας μας νιώθει βασιλιάς, νομίζει πως μπορεί να κάνει τα πάντα, γιατί δεν έχει άγχος. Ολα αλλάζουν όταν φτάνει η ώρα της παράστασης».
Είστε αγχωμένη πριν από μια παράσταση; Εχετε πάθει ποτέ αυτό που λένε «φόβο της σκηνής»;
«Ποτέ! Είμαι περισσότερο αγχωμένη κατά τη διάρκεια της πρώτης μουσικής πρόβας με τον μαέστρο ή όταν έχω να τραγουδήσω για πρώτη φορά μπροστά σε χορωδία, δηλαδή σε τραγουδιστές που ακούν πολύ κόσμο και μετά μπορούν να συγκρίνουν. Τις παραστάσεις τις απολαμβάνω. Δεν έχω νιώσει ποτέ φόβο, αντιθέτως ανυπομονώ να εμφανιστώ στο κοινό. Φυσικά υπάρχουν στιγμές που είναι πιο δύσκολες, αλλά δόξα τω Θεώ δεν μου έχει συμβεί κάτι ακραίο. Εξάλλου νομίζω πως αν φοβόμουν έστω λίγο, δεν θα έκανα αυτή τη δουλειά. Είναι μια δουλειά που πρέπει να την απολαμβάνεις, να ανεβαίνεις με χαρά στη σκηνή και να διασκεδάζεις, αλλιώς δεν έχει αξία».
Πώς είναι να μοιράζεσαι τη ζωή σου με έναν διάσημο τενόρο;
«Υπέροχα! Εντελώς φυσιολογικά! Οταν η κόρη μου πήγε στο νηπιαγωγείο, της έκαναν την ίδια ερώτηση: “Πώς νιώθεις που έχεις διάσημους γονείς;”. Εκείνη απάντησε: “Δεν ξέρω, δεν είναι διάσημοι γονείς, είναι οι γονείς μου. Η μαμά μου μαγειρεύει και φωνάζει, ο μπαμπάς μου μού κάνει ό,τι θέλω, πηγαίνουμε για ψώνια…”. Είμαστε μια απλή, απόλυτα κανονική οικογένεια, απλώς οι άνθρωποι μας βλέπουν καμιά φορά διαφορετικά λόγω της επαγγελματικής ιδιότητάς μας».
Πόσο εύκολα συντηρείς μια οικογένεια όταν λείπεις διαρκώς σε ταξίδι για δουλειές;
«Είναι ωραίο να μοιράζεσαι τη ζωή σου, γιατί η ζωή του τραγουδιστή είναι πολύ δύσκολη. Κυρίως επειδή συχνά είσαι εντελώς μόνος και σου λείπει η οικογένειά σου. Το να έχεις έναν/μία σύζυγο που καταλαβαίνει αυτό το είδος επαγγέλματος, το κάνει πιο εύκολο. Επειδή μοιράζεσαι το ίδιο πάθος και τις ίδιες δυσκολίες. Μπορεί να καταλάβει πότε είσαι νευρικός, πότε έχεις μια κακή ημέρα, πότε είσαι άρρωστος και δεν μπορείς να μιλήσεις. Και τότε, όταν δεν μπορείς να μιλήσεις αλλά ο άλλος σε καταλαβαίνει, σκέφτεσαι πως δεν ήρθε και το τέλος του κόσμου (γελάει)».
Ζείτε μεταξύ Γαλλικού Νότου και Πολωνίας, αν δεν κάνω λάθος.
«Ναι, αν και το σπίτι μας τώρα πια είναι κυρίως στην Πολωνία, στο Βρότσλαβ. Κάποτε η κόρη μας, όταν ήταν μόλις έξι ετών, είχε πει αιφνιδιάζοντάς μας: “Μπαμπά, θέλω να ζήσω τη δική μου ζωή”. Εκείνη την εποχή είχε πάει στο νηπιαγωγείο, ενώ μέχρι τότε ταξίδευε συνεχώς μαζί μας. Είχε για πρώτη φορά αρχίσει να έχει φίλους και να δένεται μαζί τους. Ηθελε λοιπόν να κάνει τη ζωή της. Την ακούσαμε και αποφασίσαμε να της κάνουμε το χατίρι. Επιλέξαμε το Βρότσλαβ, όπου είναι και οι γονείς μου και μπορούν να τη φροντίζουν. Χωρίς τους γονείς μου δεν θα μπορούσα να έχω ούτε αυτή την καριέρα, ούτε αυτή την οικογένεια. Της αρέσει να ζει στο Βρότσλαβ. Πηγαίνει μάλιστα στο μουσικό σχολείο από όπου αποφοιτήσαμε ο πατέρας μου και εγώ, είναι η τρίτη γενιά στο ίδιο σχολείο. Εχουμε αυτό το είδος μετακομμουνιστικής εκπαίδευσης ακόμα στην Πολωνία, το μόνο καλό πράγμα από την εποχή του κομμουνισμού. Είναι καλή εκπαίδευση. Η Μαλένα κάνει και πιάνο, κάνει και μπαλέτο που της αρέσει πολύ. Κι εγώ λατρεύω τον χορό. Οταν ήμουν κορίτσι ονειρευόμουν να γίνω μπαλαρίνα. Οπότε, ναι, έχουμε αυτό το σπίτι, φροντίζουμε ώστε τις περισσότερες φορές να είναι εκεί ο ένας από τους δύο, εγώ ή ο Ρομπέρτο, και νομίζω ότι αυτό είναι το καλύτερο για την οικογένειά μας. Μερικές φορές κάνουμε κάποιες συναυλίες και κάποιες παραγωγές μαζί, αλλά πάντα φροντίζουμε να διατηρούμε τις ισορροπίες».
Ονειρεύεστε κάποιον ρόλο που δεν έχετε πει ακόμα;
«Ο ρόλος των ονείρων μου ήταν η Τόσκα. Ερωτεύτηκα και την Μπατερφλάι… Τώρα είμαι απλώς χαρούμενη που έχω προτάσεις για νέους ρόλους».
Κυκλοφορήσατε και ένα βιβλίο μαγειρικής, το «Dobrissimo! Opera Od Kuchni». Μαγειρεύετε συχνά;
«Οχι τόσο συχνά όσο φαίνεται! (γελάει). Ολα άρχισαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Δεν υπήρχε τίποτα να κάνω. Ετσι άρχισα να μαγειρεύω, να απολαμβάνω το σπίτι και να δημοσιεύω φωτογραφίες από τα φαγητά μου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Μια εξαιρετική πολωνή δημοσιογράφος και πολύ καλή μου φίλη, η Μαρζένα Ρογκάλσκα, μου είπε: “Πρέπει να γράψεις ένα βιβλίο”. Το κάναμε μαζί, γιατί εγώ δεν είμαι συγγραφέας. Είναι ένα βιβλίο με πιάτα εμπνευσμένα από την όπερα, που άρεσε στον κόσμο. Πουλήσαμε αντίτυπα και σε ανθρώπους που δεν ήταν απαραιτήτως λάτρεις της όπερας. Κάποιοι ήρθαν και μου είπαν ότι έβαζαν να ακούσουν τις άριες για τις οποίες μιλούσαμε στο βιβλίο ή και ότι αγόρασαν εισιτήρια και πήγαν στο θέατρο χάρη σε αυτό. Ηταν υπέροχο!».
Η όπερα θεωρείται πάντα ένα αρκετά ελιτίστικο είδος. Η επαφή με το κλασικό τραγούδι δεν προϋποθέτει μια ιδιαίτερη καλλιέργεια;
«Για εμένα ήταν πάντα πολύ σημαντικό να φέρνουμε την κλασική μουσική κοντά στους ανθρώπους που πιστεύουν ότι δεν είναι για εκείνους. Η κλασική μουσική, όπως και κάθε καλή μουσική, είναι για όλους. Απολύτως για όλους! Μου αρέσει λοιπόν να διαδίδω την κλασική μουσική σε ανθρώπους που νομίζουν ότι δεν μπορούν να την καταλάβουν, ότι δεν είναι για εκείνους. Αυτό θέλω να κάνω με τη δουλειά μου!».



