Ο αγαπημένος μου μπάρμαν, ο Στέφανος από τον «Μύλο» (απέναντι από το Πάρκο Ναυαρίνου), συνηθίζει τελευταία να λέει ένα ανέκδοτο. Συζητούν ένας ηλικιωμένος με έναν νεαρό και ρωτάει ο μεγαλύτερος: «Και πόσων χρόνων είσαι;», «24» απαντά ο μικρός. «Εγώ στην ηλικία σου ήμουν 28» ανταπαντά ο μπαρουτοκαπνισμένος γέρων.
Αυτό το αστείο, πέρα από το σουρεαλιστικό του χιούμορ, κρύβει μια αλήθεια. Οτι, τουλάχιστον από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, κάθε γενιά έχει την αίσθηση ότι δυσκολεύτηκε, ζορίστηκε, ενίοτε υπερέβη τις δυνατότητές της ή ακόμη και την ηλικία της (σαν τον παππού στο ανέκδοτο), αλλά τελικά κληροδότησε στα παιδιά της περισσότερα εφόδια κι ένα ασφαλέστερο περιβάλλον, ώστε να συνεχίσουν τη σκυταλοδρομία των γενεών προς ένα ακόμη καλύτερο μέλλον.
Βόμβες
Η δική μας γενιά (ας τσουβαλιάσουμε εδώ – για την οικονομία της συζήτησης – όσες και όσους διανύουμε την πέμπτη ή την έκτη δεκαετία της ζωής μας) μοιάζει αυτή που της έπεσε η σκυτάλη από τα χέρια. Αντί να προσφέρουμε στους επόμενους περισσότερα εφόδια από όσα είχαμε εμείς, τους φορτώνουμε ωρολογιακές βόμβες.
Πρώτα από όλα με το περιβάλλον. Στο όνομα μιας υποτιθέμενης ευημερίας και αέναης ανάπτυξης, παραδίδουμε έναν βαριά (αν όχι ανεπανόρθωτα) τραυματισμένο πλανήτη. Τα κοράλλια ήδη μας αποχαιρετούν, για να δώσουν τη θέση τους σε καύσωνες, πυρκαγιές, λειψυδρία και μειωμένη βιοποικιλότητα. Κι απέναντι σε όλα αυτά έχεις ΗΠΑ και Κίνα να μη δεσμεύονται για καμία ενέργεια προς την αναίρεση της κλιματικής αλλαγής, με τον Ντόναλντ Τραμπ μάλιστα να μέμφεται την Ευρώπη για το «παραμύθι» της οικολογίας.
Το ίδιο και με την εισβολή της τεχνητής νοημοσύνης στις ζωές μας. Τα παιδιά από βρέφη έχουν μάθει να κοινωνικοποιούνται περισσότερο με τις οθόνες παρά με ανθρώπους, οι μαθητές έχουν τα Μεγάλα Γλωσσικά Μοντέλα να τους λύνουν τις ασκήσεις και τα πιο αναπτυγμένα συστήματα έχουν ήδη «καταλάβει» πότε τα τεστάρουμε, ώστε να δίνουν τις πιο «ικανοποιητικές» απαντήσεις. Κοινώς, έχουμε δημιουργήσει ένα τοξικό κοκτέιλ, του οποίου το χανγκόβερ θα βρει τις επόμενες γενιές ακόμη πιο εξαρτημένες από τις μηχανές και τους ανθρώπους να παλεύουν μεταξύ τους για τις ελάχιστες δουλειές που δεν θα κάνει το τάδε πανέξυπνο ρομπότ ή η δείνα smart εφαρμογή.
Το περιβάλλον και η τεχνητή νοημοσύνη προφανώς είναι παγκόσμια ζητήματα. Ωστόσο, μιλώντας για δουλειές μπορούμε να εστιάσουμε λίγο και στον μικρόκοσμό μας, στην Ελλάδα. Την εβδομάδα που μας πέρασε ψηφίστηκε το νομοσχέδιο που προβλέπει τη 13ωρη εργασία στον ίδιο εργοδότη, με τη συναίνεση του εργαζομένου. (Μα πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά άλλωστε; Εννοείται ότι θα ερωτηθεί και θα συναινέσει ο υπάλληλος.
Εξάλλου, σε αυτή τη συζήτηση, εργοδότης και εργαζόμενος θα ξεκινούν ακριβώς από την ίδια βάση.) Πέρα από την ένταση του διαλόγου και την (λογική) καχυποψία των εργαζομένων και των συλλογικοτήτων τους για τα επιμέρους ζητήματα του νομοθετήματος, αξίζει τον κόπο να δούμε δυο στοιχεία από τη μεγάλη εικόνα, την οποία ομολογουμένως δεν άλλαξε το νομοσχέδιο, αλλά ούτε και βελτίωσε βέβαια.
Ζούγκλα
Πρώτον, ότι υπάρχουν άνθρωποι που δεν μπορούν να βγάλουν ούτε τα προς το ζην αν δεν δουλέψουν πάνω από οκτώ ώρες. Και, δεύτερον, ότι η κυβέρνηση είναι ανήμπορη να εξασφαλίσει έναν συνδυασμό αξιοπρεπών μισθών με αξιοπρεπή ωράρια εργασίας. Εν ολίγοις, σε αυτή την εργασιακή ζούγκλα (θα) κυκλοφορούν οι νέοι.
Πριν από πολλά χρόνια ένας φίλος μού είχε μεταφέρει το ευφυολόγημα του Ελγουιν Μπρουκς Γουάιτ, ότι η χειρότερη εποχή να γίνεις γονέας είναι 18 χρόνια πριν από έναν παγκόσμιο πόλεμο. Αναρωτιέμαι αν διανύουμε ήδη εδώ και δεκαετίες αυτή την εποχή, αλλά απλά δεν αναγνωρίσαμε τον πόλεμο…






