Είναι μια κληρονομική νευροεκφυλιστική νόσος που συνήθως «χτυπά» τις πιο παραγωγικές ηλικίες – μεταξύ 30 και 55 ετών. Είναι μια νόσος που συνήθως κάνει την εμφάνισή της με ήπια απώλεια συντονισμού των κινήσεων και ελαφρά προβλήματα μνήμης για να εξελιχθεί, χρόνο με τον χρόνο, σε μια ολέθρια ασθένεια που εκδηλώνεται με ακούσιες κινήσεις, έντονες εναλλαγές της διάθεσης, κατάθλιψη, σταδιακή απώλεια της μνήμης και της σκέψης αλλά και παράλυση, οδηγώντας τελικώς στον θάνατο (σε κάποιες περιπτώσεις μέσα σε μια δεκαετία από τη διάγνωση).
Είναι μια νόσος που κλέβει ζωή από περίπου μισό εκατομμύριο άτομα παγκοσμίως η νόσος του Χάντινγκτον (Huntington’s disease), περί ης ο λόγος, αλλά τώρα φαίνεται ότι… βρήκε τον μάστορά της στη γονιδιακή θεραπεία, η οποία στο πλαίσιο κλινικής δοκιμής έβαλε για πρώτη φορά «φρένο» στην εξέλιξή της, δίνοντας ελπίδα στους εκατοντάδες χιλιάδες ασθενείς που υποφέρουν εξαιτίας της.
Η γονιδιακή θεραπεία που αναπτύχθηκε από την εταιρεία uniQure με έδρα το Αμστερνταμ εφαρμόστηκε εφάπαξ στο πλαίσιο μιας πολύωρης χειρουργικής επέμβασης στον εγκέφαλο 29 ασθενών που βρίσκονταν σε πρώιμο στάδιο της νόσου. Οπως ανέφερε στο ΒΗΜΑ-Science η καθηγήτρια Κλινικών Νευροεπιστημών του Πανεπιστημίου του Κάρντιφ Αν Ρόσερ, επικεφαλής του Κέντρου για τη Νόσο του Χάντινγκτον της Ουαλίας, εκ των επικεφαλής του σκέλους της κλινικής δοκιμής στο Ηνωμένο Βασίλειο (η δοκιμή «έτρεξε» επίσης στις ΗΠΑ και στην Πολωνία) «από τους 29 ασθενείς που συμμετείχαν ορισμένοι έλαβαν χαμηλή δόση της θεραπείας και άλλοι υψηλή δόση. Τα αποτελέσματα που παρουσιάσαμε τώρα επικεντρώθηκαν σε 12 ασθενείς που έλαβαν υψηλή δόση και παρακολουθήθηκαν επί τρία έτη».
Σημαντική επιβράδυνση
Οπως προέκυψε, οι συμμετέχοντες που έλαβαν την υψηλή δόση της θεραπείας παρουσίασαν επιβράδυνση της νόσου τους κατά 75% μέσα στο διάστημα των τριών ετών, σε σύγκριση με μια ομάδα ελέγχου, με βάση γνωστικά τεστ και τεστ κινητικότητας αλλά και την ίδια την εμπειρία των ασθενών σχετικά με το πώς βίωναν την καθημερινότητά τους. Παράλληλα ειδικές απεικονίσεις του εγκεφάλου έδειξαν πολύ χαμηλότερα κυτταρικά επίπεδα νευροϊνιδίων τα οποία αποτελούν σημάδι κυτταρικού θανάτου και σχετίζονται με τη νόσο.
Είναι η πρώτη φορά που μια θεραπεία επιτυγχάνει τέτοια αποτελέσματα ενάντια στη νόσο του Χάντινγκτον καθώς η επιβράδυνση της εξέλιξης της ασθένειας μπορεί να μεταφραστεί σε επιπλέον έτη αυτόνομης ζωής για τους ασθενείς – τα οφέλη ήταν τόσα ώστε οι υπεύθυνοι της uniQure ανέφεραν ότι σχεδιάζουν να υποβάλουν αίτημα για έγκριση της θεραπείας στον Αμερικανικό Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) το ερχόμενο έτος με αντίστοιχες αιτήσεις σε Ευρώπη και Ηνωμένο Βασίλειο να ακολουθούν.
Η καθηγήτρια Ρόσερ έσπευσε πάντως να τονίσει ότι η προσέγγιση αυτή δεν προσφέρει ίαση. «Δεν μιλάμε για οριστική θεραπεία. Ωστόσο πιστεύω ότι είναι πιθανό η γονιδιακή θεραπεία να προσφέρει σημαντική επιβράδυνση της νόσου του Χάντινγκτον, γεγονός που μπορεί με τη σειρά του να καθυστερήσει σημαντικά την εμφάνιση αναπηρίας – ίσως και μέχρι τα γεράματα. Και αυτή αναμένεται να είναι μια πραγματικά μεγάλη εξέλιξη στην αντιμετώπιση της νόσου του Χάντινγκτον». Μεγάλη εξέλιξη, πράγματι, καθώς μέχρι σήμερα δεν υπάρχουν αποτελεσματικές θεραπευτικές προσεγγίσεις που να χτυπούν τη νόσο στη «ρίζα» της, παρά μόνο φάρμακα που ανακουφίζουν τους ασθενείς από τα συμπτώματα.
Τα «θεραπευτικά» microRNA
Και ποια είναι η «ρίζα» της νόσου του Χάντινγκτον; Αφορά ελάττωμα σε ένα γονίδιο που ονομάζεται huntingtin, το οποίο και οδηγεί στην παραγωγή μιας ελαττωματικής πρωτεΐνης που σταδιακά «δηλητηριάζει» τον εγκέφαλo. Οπως εξήγησε η καθηγήτρια «η νέα πειραματική γονιδιακή θεραπεία στοχεύει στη μείωση των επιπέδων της ελαττωματικής πρωτεΐνης huntingtin στον εγκέφαλο. Ενας αβλαβής ιός μεταφέρει ένα μικρό τμήμα DNA μέσα στον εγκέφαλο του ασθενούς, αυτό το τμήμα ”κουβαλά” τη συνταγή για τη δημιουργία μιας μικρής αλληλουχίας RNA – κοινώς ενός microRNA – απευθείας μέσα στα κύτταρα του εγκεφάλου που επηρεάζονται από τη νόσο. Αυτό το microRNA έχει σχεδιαστεί ώστε να αποσιωπά το ελαττωματικό γονίδιο huntingtin και να σταματά την παραγωγή της ελαττωματικής πρωτεΐνης από τα κύτταρα. Μετά τη μεταφορά τους μέσω του ιού, οι οδηγίες για τη δημιουργία του microRNA παραμένουν εντός των κυττάρων τα οποία συνεχίζουν να παράγουν το θεραπευτικό microRNA». Να σημειωθεί ότι τα microRNAs θεωρούνται πολλά υποσχόμενα στην Ιατρική – δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η ανακάλυψή τους τιμήθηκε πέρυσι με Νομπέλ –, ωστόσο δεν έχουν εμφανιστεί ακόμη εγκεκριμένες θεραπείες που να βασίζονται σε αυτά.
Παρενέργειες και ελπίδες
Δεν θα μπορούσαμε βέβαια να μη ρωτήσουμε την καθηγήτρια Ρόσερ αν υπήρχαν παρενέργειες από την εφαρμογή μιας τόσο επεμβατικής θεραπείας – να διευκρινίσουμε σε αυτό το σημείο ότι η θεραπεία εφαρμόζεται κατά τη διάρκεια μιας επέμβασης που διαρκεί ως και 20 ώρες στην οποία οι γιατροί με χρήση μαγνητικής τομογραφίας τοποθετούν έναν μικροκαθετήρα μέσω οπής στο κρανίο προκειμένου να εγχύσουν αργά τη θεραπεία στο ραβδωτό σώμα, μια περιοχή του εγκεφάλου που είναι από τις πρώτες που πλήττονται σημαντικά από τη νόσο του Χάντινγκτον. Οπως απάντησε, «όπως συμβαίνει με όλες τις θεραπείες, υπήρχαν κάποιες παρενέργειες, συνολικά όμως η προσέγγιση φάνηκε να είναι ασφαλής». Η ερευνήτρια προσέθεσε ότι οι ακριβείς παρενέργειες θα περιγραφούν λεπτομερώς σε σχετική μελέτη η οποία αναμένεται να δημοσιευθεί μέσα στους επόμενους μήνες.
Τα ερωτήματα δεν έχουν τελειωμό αλλά οι ερευνητές, διά στόματος της δρος Ρόσερ, δεν διαθέτουν ακόμη τις απαντήσεις. Για παράδειγμα δεν γνωρίζουν ακόμη αν η θεραπεία θα είναι πιο αποτελεσματική αν χορηγείται σε πρώιμο στάδιο της νόσου – ελπίζουν πάντως ότι ίσως στο μέλλον θα μπορεί να χορηγείται ακόμη και πριν από την εμφάνιση συμπτωμάτων σε φορείς του ελαττωματικού γονιδίου ώστε να αποτρέπει την εκδήλωσή τους. Ολα αυτά βέβαια μένει να διερευνηθούν εν ευθέτω χρόνω. Αναμένεται επίσης να διερευνηθεί αν η προσέγγιση μπορεί να αποδειχθεί χρήσιμη και για άλλες νευροεκφυλιστικές ασθένειες – η ερευνήτρια φάνηκε αισιόδοξη προς αυτή την κατεύθυνση.
Γενικώς μια αισιοδοξία γεννιέται για πρώτη φορά ενάντια σε μια νόσο που μέχρι σήμερα φάνταζε ανίκητη – είναι χαρακτηριστικό ότι ομάδες ασθενών με Χάντινγκτον ανά τον κόσμο υποδέχθηκαν τα αποτελέσματα της κλινικής δοκιμής με δάκρυα (χαράς αυτή τη φορά και όχι λύπης). Και αυτό είναι από μόνο του μια νίκη της επιστήμης που ελπίζουμε να πάρει σάρκα και οστά στο μέλλον για όσο περισσότερους ανθρώπους την έχουν ανάγκη.
Το πιθανό (δυσθεώρητο) κόστος
Στην κούρσα της ανάπτυξης γονιδιακής θεραπείας για τη νόσο του Χάντινγκτον η UniQure δεν είναι μόνη. Ενα αντίστοιχο πρόγραμμα με παρόμοιο μοριακό σχεδιασμό αλλά και στρατηγική εφαρμογής της θεραπείας έχει αναπτυχθεί από την εταιρεία βιοτεχνολογίας Spark Therapeutics – η οποία έχει πλέον εξαγοραστεί από τον φαρμακευτικό κολοσσό Roche – και έχει επίσης μπει νωρίτερα εφέτος σε κλινικές δοκιμές. Πρέπει πάντως να υπογραμμιστεί ότι αμφότερες αυτές οι θεραπείες, αν εγκριθούν, αναμένεται να κοστίζουν περισσότερο από 1 εκατομμύριο δολάρια ανά ασθενή. Ενα κόστος προφανώς απαγορευτικό για πολλούς ασθενείς, το οποίο αναμένεται βέβαια να ασκήσει και σημαντική πίεση στα συστήματα υγείας ανά τον κόσμο.



