Δεν ήταν η πρώτη φορά που το κρουαζιερόπλοιο «Crown Iris», με 1.500 ισραηλινούς επιβάτες, κατέπλευσε στο λιμάνι του Αγίου Νικολάου. Ομως φέτος η σκηνή είχε μια σπάνια για την τοπική κοινωνία ένταση: μπροστά από το γραφικό κέντρο της πόλης, η ηχηρή ομάδα πολιτών της Πρωτοβουλίας Αλληλεγγύης υπέρ του Παλαιστινιακού Λαού περίμενε με κατσαρόλες και πανό. Ο ήχος τους, γεμάτος πάθος, έσπαγε τη ρουτίνα της βόλτας στη λίμνη της πόλης, γνωστή και ως Βουλισμένη, με ένα μήνυμα αντίστασης στη γενοκτονία στη Γάζα. Ποιους αφορά αυτή η φωνή; Πού τελειώνει η διαμαρτυρία ως πράξη συνείδησης και πού αρχίζει η λεπτή κόκκινη γραμμή της απόδοσης συλλογικής ευθύνης;
Μια απάντηση στα πολύπλοκα αυτά ερωτήματα ίσως να βρίσκεται στην έννοια της ξενοσοφίας. Η ξενοσοφία δεν είναι απλώς η ανεκτικότητα ή η συμβίωση με τον «άλλον». Είναι μια συνειδητή στροφή που μας προκαλεί να αντιμετωπίζουμε κάθε συνάντηση με το διαφορετικό, είτε πρόκειται για πρόσφυγα, μετανάστη, τουρίστα, ή ακόμη και «αντίπαλο», ως ευκαιρία για ηθική ανανέωση και αυτογνωσία. Η ξενοσοφία μάς καλεί να δούμε τον ξένο ως έναν απρόσμενο δάσκαλο που, μέσα από τη διαφορετικότητά του, μπορεί να εμπλουτίσει τη δική μας ηθική φαντασία και να μας βοηθήσει να επαναπροσδιορίσουμε τα όριά μας.
Η πραγματική ξενοσοφία όμως είναι πιο απαιτητική στις δύσκολες, άβολες συναντήσεις, όπως αυτές με τους ισραηλινούς τουρίστες στην πόλη του Αγίου Νικολάου. Τι μπορεί να μάθει κανείς από τον άλλον όταν η συνάντηση περιέχει ένταση ή αμηχανία; Η ξενοσοφία δεν είναι ποτέ εύκολη. Απαιτεί να αντέξεις την αμφισημία, να επιτρέψεις στο ερώτημα «ποιος είναι τελικά ο άλλος;» να παραμείνει ανοιχτό. Μπορεί, για παράδειγμα, να γεννηθεί η αναγνώριση ότι ο ισραηλινός τουρίστας δεν είναι απλώς εκπρόσωπος μιας πολιτικής ή μιας κυβέρνησης, αλλά ένας άνθρωπος με τις δικές του αμφιβολίες, ενοχές ή και πλήρη άγνοια για το πώς βιώνεται η παρουσία του σε έναν τόπο σαν τον δικό μας.
Υπάρχουν στιγμές που η ξενοσοφία γεννιέται όχι μέσα από τα «εύκολα» αντανακλαστικά της αλληλεγγύης αλλά μέσα από το άβολο βίωμα της σύγκρουσης, της σιωπής ή και της σύγχυσης. Μια φευγαλέα συνομιλία, ένα βλέμμα αμηχανίας ή μια χειρονομία που δεν ερμηνεύεται εύκολα μπορεί να γίνουν δοκιμασία της ίδιας μας της ανοιχτότητας. Το βίωμα αυτό δεν αφορά μόνο όσους διαμαρτύρονται ή όσους ταξιδεύουν. Στις διαδηλώσεις του Αγίου Νικολάου συμμετείχαν και Παλαιστίνιοι. «Υπάρχουν γύρω στα 15 άτομα που δουλεύουν σε ξενοδοχεία. Πρόσφατα μας κάλεσαν να μας ευχαριστήσουν με φαγητό και μοιράστηκαν μαζί μας ιστορίες πόνου, απώλειας αλλά και ελπίδας» λέει η Φωτεινή Μελετάκη, μέλος της συντονιστικής επιτροπής της Πρωτοβουλίας.
Πέρα από την οικονομία, υπάρχει και το υπαρξιακό ερώτημα της ευθύνης, ατομικής ή συλλογικής. Η Φωτεινή θέτει το ζήτημα ως εξής: «Η γη μας ξεπουλιέται για ένα μεροκάματο, οι συνθήκες στα μεγάλα ξενοδοχεία γίνονται όλο και πιο απάνθρωπες». Το ελληνικό (ή κάθε) κράτος εκλαμβάνεται ως τμήμα ενός διεθνούς πλέγματος συνενοχής. Μια θέση που μοιάζει ελευθερωτική αλλά ίσως αγγίζει και τα όρια της απλοποίησης: είναι ο πολίτης πάντα συνένοχος επειδή έχει την κυβέρνηση που έχει; Και ο ισραηλινός τουρίστας φέρει άραγε το βάρος μιας πολιτικής που ενδεχομένως απορρίπτει, ακόμη και αν δεν την πολεμά ενεργά;
Εδώ έρχεται πάλι η ξενοσοφία να φωτίσει το αίνιγμα. Η Φωτεινή αφηγείται την ιστορία της Σάντρας, μιας ισραηλινής νέας μητέρας που ζει και εργάζεται στην πόλη, και την οποία είχε βοηθήσει η ίδια στη γέννα της. «Είχε ανθρώπους και στη μια πλευρά και στην άλλη. Ηταν πάρα πολύ δύσκολο αυτό που βίωνε» σημειώνει η Φωτεινή. Ο «άλλος» δεν είναι ποτέ μόνο το διαβατήριό του αλλά κάποιος που φέρει αντιφάσεις, πληγές, δεσμούς. Εδώ η «σοφία του ξένου» γίνεται βίωμα μέσα από τη φροντίδα, το μοίρασμα, τις άβολες συζητήσεις.
Ακόμη και το ίδιο το Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ δεν είναι ένα ενιαίο μέτωπο αλλά μια κινούμενη πλατφόρμα: ομάδες ενδιαφέροντος, ή «ευαισθησίας» όπως τις ονομάζει η Φωτεινή, που μάχονται ενάντια στις έμφυλες διακρίσεις, τον φυλετικό και ταξικό ρατσισμό, τις επικείμενες εξορύξεις υδρογονανθράκων στα νότια της Κρήτης, το νέο αεροδρόμιο στο Καστέλλι. Αλλά και με διαφωνίες, εντάσεις, μικρά ρήγματα. Στις συνελεύσεις, λέει η Φωτεινή, «συζητούμε διαρκώς το όριο ανάμεσα στην οργή για την πολιτική ενός κράτους και τον κίνδυνο της συλλογικής ενοχοποίησης ενός λαού». Πόσο εύκολο είναι να αποφύγεις το να γίνει η διαμαρτυρία σου βέλος που θα βρει λάθος στόχο;
Οι διαδηλωτές της περασμένης Τρίτης ήταν μια μικρογραφία της πόλης: νέοι γονείς, εργαζόμενοι στον τουρισμό, μικροεπιχειρηματίες, φοιτητές. Πολλοί μαζί με τα παιδιά τους. Η ατμόσφαιρα ήταν έντονη αλλά και ανοιχτή: «Δεν στοχοποιούμε ανθρώπους. Υψώνουμε το όριο της ηθικής μας και λέμε ένα ηχηρό όχι εδώ» αναφέρει το κάλεσμα της Πρωτοβουλίας. Κι όμως, η πραγματικότητα είναι πιο σύνθετη. Η διαμαρτυρία απευθύνεται συχνά σε αμάχους που, όπως η Σάντρα, κουβαλούν τις δικές τους ανησυχίες και τα αδιέξοδα. Ποιος αντέχει να γίνει δέκτης μιας οργής που πλάθεται έξω από τη χώρα σου; Ποιος έχει τη δύναμη να συναισθανθεί την ψυχολογία του ξένου χωρίς να αμυνθεί;
Ο κίνδυνος της υπεραπλούστευσης
Κι εδώ αναδύεται η βαθύτερη πρόκληση: η μετάβαση από μια λογική «εμείς και οι άλλοι» στην πιθανότητα της ξενοσοφίας. Οπως σε πολλά κοινωνικά πειράματα διαπολιτισμικής γνωριμίας, το να μοιράζεσαι φαγητό, φόβους και ιστορίες γίνεται ευκαιρία να απομυθοποιηθεί ο «ξένος», να ιδωθεί ως φορέας εμπειρίας και όχι ενισχυτής στερεοτύπων. Η συλλογική ευθύνη γίνεται ανυπόφορη όταν ξεχνάμε τη μοναδικότητα του «άλλου».
Κάθε διαμαρτυρία για τα δίκια όλου του κόσμου κουβαλά τον κίνδυνο της υπεραπλούστευσης: να γίνει μια ακόμη εκδοχή των παράδοξων της ίδιας της τοπικής κοινωνίας, όσο καλοπροαίρετη κι αν είναι. Η Ιστορία, γεμάτη εγκλήματα πολέμου, μας θυμίζει ότι το πιο δύσκολο δεν είναι να καταδείξουμε τον ένοχο αλλά να διατηρήσουμε την ικανότητα για αμφιβολία, συνάντηση και ελπίδα.
Η ξενοσοφία δεν εγγυάται την ουτοπία. Ούτε κάθε διαμαρτυρία ή πράξη φροντίδας βρίσκει πάντα ανταπόκριση. Ομως κάθε πραγματική συνάντηση, όσο άβολη κι αν είναι, ανοίγει μια ρωγμή στο τείχος της βεβαιότητας, όπως θα έλεγε ο ποιητής. Και μέσα από αυτή τη ρωγμή ίσως μπορεί να εντοπιστεί το θάρρος να ακούσουμε και να μάθουμε από τον «ξένο», ακόμα κι όταν το ερώτημα της ευθύνης παραμένει αναπάντητο.






