Στην Ελλάδα του 2025, η συζήτηση για το Δημογραφικό γίνεται συχνά με αριθμούς, προβλέψεις και δείκτες γονιμότητας. Στην πραγματικότητα, όμως, πίσω από κάθε χαμηλό ποσοστό γεννήσεων κρύβονται άνθρωποι με τις δικές τους ιστορίες.

Γιώτα Ρουγκάλα, 40 χρόνων

Στα 20 της η Γιώτα ήταν σίγουρη ότι μέχρι τα 28 θα είχε παιδί. Ηταν μια εποχή που όλα φαίνονταν πιθανά. Δώδεκα χρόνια αργότερα λέει μόνο πως «η ζωή άλλαξε». Σήμερα ζει μόνη της, η ιδέα του παιδιού δεν τη γοητεύει, δεν την αφορά: «Δεν έχω την ενέργεια που χρειάζεται ένα παιδί» εξηγεί. Η δουλειά της είναι απαιτητική, τρώει τις μέρες της ολόκληρες. Το περιβάλλον της, οι φίλοι της, δεν έχουν παιδιά.

Παίζει ρόλο; «Δεν είναι ότι με επηρεάζει άμεσα. Αλλά όταν κανείς γύρω σου δεν έχει παιδιά, δεν σου περνάει καν από το μυαλό η βασανιστική σύγκριση “εγώ γιατί όχι»». Η καθημερινότητα είναι δύσκολη και όταν ακούει για οικονομικά κίνητρα του κράτους εκφράζει την απογοήτευσή της – «χίλια ευρώ δεν φθάνουν ούτε για τις πάνες». Τα τελευταία πέντε χρόνια το έχει πάρει απόφαση: το πλάνο «παιδί» έχει τελειώσει. Δεν το λέει με πίκρα. Τα χρήματα που βγάζει είναι πια για τον εαυτό της, την ελευθερία της. Κάποιοι μπορεί να τη ρωτούν «γιατί;». Η ίδια να έχει βρει την απάντηση εδώ και χρόνια.

Χριστίνα Λύσσα, 28 χρόνων

Ως παιδί, η Χριστίνα δεν ονειρεύτηκε ποτέ την παραδοσιακή εικόνα: νυφικό, σπίτι στην εξοχή, δυο-τρία παιδιά να τρέχουν. Φανταζόταν ότι θα μεγαλώσει, θα σπουδάσει, θα βρει μια δουλειά και κάποτε θα έκανε οικογένεια επειδή έτσι «πάει» η ζωή.

Πλέον, στην ηλικία των 28 ετών, το μητρικό ένστικτο δεν υπάρχει: «Δεν νομίζω ότι θέλω να κάνω παιδιά». Δεν ξέρει αν αυτό θα αλλάξει. Πιστεύει πως τίποτα δεν είναι μόνιμο. Αλλά ακόμη κι αν ήθελε, γνωρίζει ότι δεν αρκεί η επιθυμία. Η οικονομική πραγματικότητα της χώρας είναι ένα βάρος που δεν μπορεί να αγνοήσει – «Πώς να φέρω ένα παιδί στον κόσμο όταν τόσος κόσμος ζει με βασικό μισθό; Οταν δουλεύεις πάρα πολλές ώρες για χρήματα που δεν αξίζουν τον κόπο;».

Ζει με τον σύντροφό της σε σπίτι της οικογένειάς της, δεν πληρώνουν ενοίκιο. Ακόμα κι έτσι, τα 2.000 ευρώ που μπαίνουν συνολικά τον μήνα δεν είναι αρκετά. Το μεγαλύτερο βάρος, όμως, είναι ψυχολογικό: η ευθύνη. Να μεγαλώσει ένα παιδί «που να είναι καλός άνθρωπος, να έχει ευκαιρίες, να μη στερηθεί τα αυτονόητα». Κοιτάζει γύρω της, ζυγίζει την πραγματικότητα και παίρνει μια απόφαση που μοιάζει, για αυτή, πιο ειλικρινής από κάθε προσδοκία.

Γιώργος Τσάρκος, 35 χρόνων

Ο Γιώργος μεγάλωσε σε ένα χωριό στην Εύβοια. Ηταν από τα παιδιά για τα οποία όλοι έλεγαν πως «θα πάνε μπροστά». Πέρασε στο Μαθηματικό, έψαξε μάταια δουλειά, πήρε την απόφαση να ανοίξει ένα μαγαζί καφέ. Δουλεύει σχεδόν δεκατέσσερις ώρες τη μέρα. «Σπίτι, μαγαζί, σπίτι. Αυτό είναι όλη μου η ζωή».

Στα 35 του και με έναν φρέσκο γάμο, οι γύρω του ρωτούν πότε θα κάνει οικογένεια. Ο ίδιος δεν μπορεί να φανταστεί πώς. «Πότε; Στις 5 το πρωί που ανοίγω ή στις 10 το βράδυ που κλείνω το μαγαζί;». Το οικονομικό βάρος είναι ακόμη πιο αποθαρρυντικό. Δεν αποκλείει ότι μπορεί να αλλάξει γνώμη στο μέλλον. Αλλά προς το παρόν η καθημερινότητά του είναι τόσο γεμάτη που δεν αφήνει περιθώριο για τίποτα άλλο. «Δεν είναι ότι δεν θέλω. Είναι ότι δεν γίνεται».

Ελευθερία Γ., 29 χρόνων

Από τα είκοσί της χρόνια η Ελευθερία πίστευε ότι ένα παιδί θα είχε θέση στη ζωή της μόνο υπό προϋποθέσεις. Οικονομική ασφάλεια. Επαγγελματική σταθερότητα. Η αίσθηση ότι είχε πρώτα ολοκληρωθεί η ίδια ως άνθρωπος. Δέκα χρόνια μετά, η σκέψη της παραμένει ακριβώς η ίδια. Παρότι βρίσκεται σε μια σχέση, δεν μπορεί να πει με σιγουριά ότι ένα παιδί χωράει στο πλάνο της. Η οικονομική ανασφάλεια και το βάρος της επαγγελματικής εξέλιξης μοιάζουν πιο πιεστικά από ποτέ. «Εχουν αλλάξει οι συνθήκες για τις γυναίκες. Κυνηγάμε καριέρα». Η επιθυμία υπάρχει, το παραδέχεται. Αλλά πίσω της στέκονται δύο μεγάλοι φόβοι: ο οικονομικός και ο κοινωνικός. «Δεν είναι μόνο τα λεφτά. Είναι και το πώς μεγαλώνει ένα παιδί σε μια κοινωνία που δεν το διευκολύνει».

Οταν η συζήτηση φθάνει στο Δημογραφικό, χαμογελάει με ειρωνεία. «Λέμε ότι υπάρχει πρόβλημα. Ναι, τα νούμερα το δείχνουν. Αλλά κάποτε κάναμε τρία παιδιά χωρίς ποιότητα ζωής». Για την ίδια, ο ρόλος της μητέρας δεν είναι, και δεν θα γίνει, ο πρώτος ρόλος της ταυτότητάς της. «Δεν με προσδιορίζει αυτό».

Τόνια Χ., 33 χρόνων

Η Τόνια δουλεύει σε ένα μικρό γραφείο στο κέντρο της Αθήνας. Κάθε πρωί, στην ίδια διαδρομή, βλέπει νέους γονείς να σπρώχνουν καρότσια και σκέφτεται πόσο ξένη μοιάζει αυτή η εικόνα. «Με τους μισθούς μας, είναι απαγορευτικό να φροντίσεις έναν άνθρωπο». Θεωρεί τα επιδόματα μικρή ανάσα, όχι λύση. Και στη δουλειά βλέπει καθημερινά πόσο εύκολα η νομοθεσία για τους νέους γονείς μένει στα χαρτιά. Δεν είναι μόνο τα οικονομικά. Είναι και η ζωή πριν από τις ευθύνες. «Ενα παιδί αλλάζει την καθημερινότητα. Πόσο βγαίνεις, πόσο ταξιδεύεις». Οι παππούδες, που στήριζαν μια οικογένεια, δεν είναι πάντα διαθέσιμοι. Γι’ αυτό και τα κατοικίδια έχουν γίνει κομμάτι της εξίσωσης. Μια συντροφιά, ένα «μικρό πετ». Δεν συγκρίνει τα δύο. Περιγράφει τη νέα πραγματικότητα.

Μαρία Γ., 37 χρόνων

Η Μαρία μεγάλωσε πιστεύοντας ότι κάποτε θα κάνει οικογένεια. Σήμερα, όμως, βλέπει πρώτα το κενό γύρω της: «Μια πολιτεία που δεν δημιουργεί καμία ουσιαστική προϋπόθεση για νέους γονείς». Η αίσθηση της απουσίας του κράτους είναι τόσο έντονη ώστε πολλές γυναίκες της ηλικίας της μεταθέτουν την απόφαση για μετά τα 35, κυνηγώντας πρώτα επαγγελματικούς στόχους. Ανάμεσά τους είναι και η Μαρία.

Με το βιολογικό ρολόι να χτυπά, η ίδια έχει βρει τη λύση απέναντι στο αδιέξοδο. Πήρε την απόφαση να καταψύξει τα ωάριά της. Δεν ήθελε να νιώσει βιασύνη, ούτε να αναγκαστεί να πάρει μια απόφαση λόγω ηλικίας. Για εκείνη, η διαδικασία έγινε τρόπος να κερδίσει χρόνο σε «έναν κόσμο που απαιτεί σταθερότητα χωρίς να την προσφέρει».