Η απόφαση 1918/2025 της Ολομέλειας του Συμβουλίου Επικρατείας (ΣτΕ), με την πλήρη αποδοχή της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας, φαίνεται να ανοίγει μια νέα εποχή στις σχέσεις του ενωσιακού δικαίου με το ελληνικό δίκαιο.
Βέβαια, η ισχυρή μειοψηφία που εκδηλώθηκε, ιδίως η προσέγγιση που υιοθετήθηκε, σηματοδοτεί ότι οι λογαριασμοί περί του ποιος έχει τον τελικό λόγο δεν έχουν οριστικά κλείσει.
Πράγματι, κατά τη μειοψηφία, η ερμηνευτική προσέγγιση της πλειοψηφίας για την αξιολόγηση της συνταγματικότητας του νόμου 5094/2024 περί μη κρατικών πανεπιστημίων «δεν είναι μόνο λανθασμένη, αλλά και δυνητικά επικίνδυνη, διότι, μεταξύ άλλων, αντιτίθεται στις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προβλεψιμότητας, δομικών στοιχείων του Κράτους δικαίου».
Ωθώντας τη διαφωνία τους στα άκρα θεώρησαν ότι η εν λόγω ερμηνεία ισοδυναμεί με μια κατ’ ουσία συνταγματική αναθεώρηση του άρθρου 16 Σ, κατά παράβαση των αρχών της λαϊκής κυριαρχίας και της διάκρισης των λειτουργιών, πλήττοντας έτσι τη συνταγματική δημοκρατική τάξη, προσθέτοντας ότι την παράβαση διέπραξαν αμφότεροι, νομοθέτης και εφαρμοστής του Συντάγματος, καθ’ υπέρβαση των ορίων που θέτει στις αρμοδιότητές του το Σύνταγμα.
Πρόκειται αναμφίβολα για πρωτόγνωρο λόγο δικαστών, που εμμέσως πλην σαφώς παραπέμπει στη διάπραξη ενός «οιονεί πραξικοπήματος».
Στο ενωσιακό επίπεδο, τέτοιες πολεμικές ιαχές έχουν ξανακουστεί. Αρκεί να θυμηθούμε τη ρήση γάλλου πρωθυπουργού για Κυβέρνηση Δικαστών, αναφερόμενος σε μη αποδεκτές αποφάσεις από το τότε Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ).
Ή να επικαλεστούμε πρόσφατες αποφάσεις εθνικών συνταγματικών δικαστηρίων, όπως του γερμανικού της 5.5.20220 ή του πολωνικού της 7.10.2021, που εργαλειοποίησαν το ρόλο τους στην υπηρεσία υπεράσπισης εθνικών συμφερόντων, σε πρόδηλη απόκλιση από τα κοινώς συμφωνούμενα στα νομοθετικά όργανα της Ενωσης.
Και όμως η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας συνοδεύει τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης από την αρχή της εκκίνησής της, απαιτώντας από τα κράτη-μέλη την αποχή από λήψη μέτρων υπονομευτικών των στόχων της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ), συμπεριλαμβανομένων των εθνικών δικαστών, οι οποίοι, στο πλαίσιο της δέσμευσής τους για αποτελεσματική εφαρμογή του δικαίου της Ενωσης, οφείλουν να λειτουργούν ως ενωσιακοί δικαστές, με πρωταρχικό καθήκον να εξασφαλίζουν την πραγματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της ΕΕ.
Ιδωμένος υπό το πρίσμα αυτό, ο ως άνω «επαναστατικός» λόγος της μειοψηφίας στην απόφαση 1918/2025 καθίσταται αναχρονιστικός. Πράγματι, είναι γνωστό στους «παροικούντες την Ιερουσαλήμ» ότι διατάξεις του δικαίου της ΕΕ που διαθέτουν άμεσο αποτέλεσμα πρέπει να εφαρμόζονται πλήρως.
Τυχόν αντίθετη εθνική διάταξη οποιασδήποτε βαθμίδας καθίσταται, ελλείψει υπεροχής εγκυρότητας του ενωσιακού δικαίου, ανεφάρμοστη, με υποχρέωση του εθνικού νομοθέτη να την αλλάξει.
Αναμφίβολα, μια αυστηρά δογματική αξιολόγηση της εν λόγω απόφασης του ΣτΕ θα μπορούσε να οδηγήσει σε επισημάνσεις, εάν όχι παρατηρήσεις, περιορισμένης ωστόσο εμβέλειας. Ωστόσο, μια κριτική, όπως εκείνη της μειοψηφίας, αγνοεί τον ενωσιακό ρόλο του εθνικού δικαστή, τον οποίο υποδειγματικά ενσάρκωσε η πλειοψηφία.
Το σπουδαιότερο παραγνωρίζει την εξέλιξη της ενωσιακής έννομης τάξης, η οποία πλέον συνιστά μια ένωση κρατών και πολιτών, στην υπηρεσία των αξιών της Ενωσης, μεταξύ των οποίων είναι και η αρχή του (ενωσιακού) κράτους δικαίου, την οποία η μειοψηφία της απόφασης 1918/2025 φαίνεται να αγνοεί.
Ο κ. Αστέρης Πλιάκος είναι ομότιμος καθηγητής Ευρωπαϊκού Δικαίου στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.



