Για την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) για τα ιδιωτικά ΑΕΙ θα επανέλθω διεξοδικά αφού αυτή δημοσιευθεί. Κατά το Σύνταγμά μας, η δικαστική απόφαση εκδίδεται με τη δημοσίευσή της σε δημόσια συνεδρίαση – ελπίζω να μην αλλάξαμε εν τω μεταξύ και αυτή τη σαφή συνταγματική πρόνοια διά κάποιας «δυναμικής ερμηνείας».
Οσο κι αν συνεπώς αυτός ο εξαϋλωτικός «δυναμισμός» της «ερμηνείας» επιλεκτικώς προελαύνει, δεν νομίζω να μετεβλήθη το γεγονός ότι δικαστική απόφαση είναι ένα ενιαίο σύνολο που περιλαμβάνει τη μείζονα και ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού και συμπέρασμα, συμπεριλαμβάνει δε υποχρεωτικά και τη γνώμη της μειοψηφίας.
Stricto sensu συνεπώς αυτή τη στιγμή που ομιλούμε δεν υφίσταται απόφαση κατά τη νομική έννοια του όρου. Αυτό που υφίσταται είναι ένα μάλλον επικοινωνιακής χρηστικότητας δημοσιευθέν σύντομο κείμενο τιτλοφορούμενο «Ανακοίνωση του Προέδρου του ΣτΕ σχετικά με το αποτέλεσμα των διασκέψεων» επί των εν λόγω υποθέσεων.
Από την εν λόγω «Ανακοίνωση» προκύπτει πάντως πέραν πάσης αμφιβολίας ότι τυγχάνει ιδιαίτερης «τιμής» και νομιμοποιητικής επίκλησης, διά της οποίας τίθεται εκποδών σαφής (καλώς ή κακώς υφιστάμενη, τούτο είναι έτερο ζήτημα) συνταγματική απαγόρευση, ένα γνωστικό αντικείμενο, το ευρωπαϊκό Δίκαιο, έναντι του οποίου ίσως έχω κάποια αρμοδιότητα διατύπωσης άποψης.
Εδώ ας περιοριστώ πάντως μόνο σε μια λογικο-ιστορική διερώτηση: Αν υφίστατο τέτοια μείζονα ασυμβατότητα του εθνικού μας Συντάγματος με το ευρωπαϊκό Δίκαιο σε τόσο κρίσιμο ζήτημα, δεν θα είχε όλα αυτά τα χρόνια λάβει χώρα κάποια αντίστοιχη αντίδραση ή και δρομολόγηση νομικών ενεργειών κατά της Ελλάδας από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ως λ.χ. η τελευταία έπραξε προσφεύγοντας κατά της Ελλάδας στο Δικαστήριο Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΔΕΕ) για το ζήτημα των επαγγελματικών δικαιωμάτων αυτών που διαθέτουν τίτλο σπουδών από φορέα άλλου κράτους-μέλους αλλά ένα μεγάλο μέρος των σπουδών τους πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα σε τοπικό συνεργαζόμενο φορέα;
Σε κάθε περίπτωση, σε μια χώρα που τα παραδείγματα κραυγαλέων παραβιάσεων του ενωσιακού Δικαίου κυριολεκτικώς βρίθουν – χαρακτηριστικό πρόσφατο παράδειγμα η λυπηρή αλλά τόσο ενδεικτική και συμπυκνωτική βαθιάς παθογένειας περίπτωση του υπερσκανδάλου του ΟΠΕΚΕΠΕ –, αυτή η επιλεκτική ευαισθησία για τις όποιες (υφιστάμενες ή φαντασιακώς επινοηθείσες) πρόνοιες του ευρωπαϊκού δικαίου εν προκειμένω είναι πράγματι αξιοσημείωτη.
Καταγράφω εδώ μόνο κάποιες πρώτες σκέψεις: Οι εν προκειμένω κρίσιμες διατάξεις του άρθρου 16 του Συντάγματος είναι λίαν σαφείς. To Αρθρο 16 παρ. 5 εδ. α΄ ορίζει ότι: «Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση». Προφανώς νομιμοποιείται να τεθεί το ερώτημα: Δεν υφίσταται άραγε η δυνατότητα διαμόρφωσης κάποιας άλλης πολιτικής και συντακτικής βούλησης, ενδεχομένως πιο σύγχρονης και προσαρμοσμένης στα ερεθίσματα των πολιτικο-κοινωνικών και εκπαιδευτικών εξελίξεων και αντιλήψεων;
Αναμφισβήτητα ναι, απαντώ, προσωπικά δε μάλιστα ενδεχομένως υπό όρους να την προσυπέγραφα, προσθέτοντας εν τούτοις ότι αυτό, ήτοι τη διαδικασία καταστάλαξης μιας διαφορετικής πολιτικής απόφασης, η οποία θα λάβει πιθανώς τη μορφή μιας διαφορετικού περιεχομένου συνταγματικής ρύθμισης, οφείλει να γίνει με τον τρόπο που το Σύνταγμα το ίδιο προβλέπει. Η διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης και η ύπαρξη πολιτικού και διαβουλευσιακού χρόνου που προβλέπει δεν συνιστούν προσχηματικές διευθετήσεις, των οποίων η τήρηση παραπέμπει σε κάποια φορμαλιστική εμμονή.
Τουναντίον: καταγράφουν τον τρόπο, τον οποίο ο συντακτικός νομοθέτης επέλεξε για τη διασφάλιση της απαραίτητης σοβαρότητας και διαβουλευσιακής επάρκειας που οφείλει να προηγείται της τροποποίησης υφισταμένων συνταγματικών επιλογών. Το αν το ελληνικό πολιτικό σύστημα δεν είναι σε θέση να διαλεχθεί, να σχεδιάσει και να συμφωνήσει στα βασικά για τον τόπο, το παρόν και το μέλλον του, δεν συνιστά πρόβλημα της νομικής επιστήμης, η οποία δεν επιτρέπεται να εξυπηρετήσει την ψευδαίσθηση της πολιτικής μας τάξης ότι αυτήν ακριβώς την παθογένεια δεν χρειάζεται να την άρει.
Ο κ. Αντώνης Μεταξάς είναι καθηγητής Ευρωπαϊκού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.



