Στη δημόσια συζήτηση για την τεχνητή νοημοσύνη, υπάρχουν ακόμα πολλοί που αντιμετωπίζουν τα επερχόμενα μια ελαφρότητα, σαν να πρόκειται για κάτι που αφορά κάποιους άλλους ή θα επηρεάσει τη ζωή μας με τρόπο αυτονοήτως θετικό, όπως οι νέες τεχνολογίες των τελευταίων δεκαετιών.

Διαφεύγει δυστυχώς στη μεγάλη πλειοψηφία των δημοσιολογούντων, όχι μόνο των απλών πολιτών αλλά και ειδικών σε ολόκληρο τον πλανήτη, ότι η νέα αυτή τεχνολογική επανάσταση αποτελεί μια κομβική στιγμή στην ιστορία του ανθρώπινου είδους και στην οικονομική μας ιστορία, κατά την οποία ανατρέπονται θεμελιώδεις υποθέσεις που είχαμε ως τώρα για τη ζωή μας και το κοινωνικό και παραγωγικό μοντέλο οργάνωσης των ανθρώπινων κοινωνιών.

Σε προηγούμενο άρθρο μου στο «Βήμα» εξήγησα πώς η μαζική και χωρίς επιστροφή πορεία υποκατάστασης της εργασίας από το κεφάλαιο, που αποτελεί το κλειδί της συνδυαστικής (τεχνητή νοημοσύνη και αυτοματοποίηση) επανάστασης που έρχεται, κλονίζει τα θεμέλια των μεγάλων κοινωνικών και φιλοσοφικών θεωριών.

Υπονομεύει, στην περίπτωση του μαρξισμού, τη θεωρία της υπεραξίας από την εκμετάλλευση της εργασίας (αν ένα προϊόν ή υπηρεσία έχει μόνο κεφάλαιο εξ ορισμού δεν υπάρχει υπεραξία της εργασίας) και στην περίπτωση του φιλελευθερισμού τον βασικό μηχανισμό διάχυσης του νέου πλούτου, που στον καπιταλισμό είναι η δημιουργία όλο και περισσότερων και παραγωγικότερων νέων θέσεων εργασίας.

Με τις μηχανές να υποκαθιστούν τον άνθρωπο όλο και πιο αποτελεσματικά η εύρεση μιας θέσης εργασίας θα γίνεται όλο και πιο δύσκολη, ιδίως στις πλουσιότερες χώρες του πλανήτη, που οι μισθοί είναι υψηλοί και το όφελος από την υποκατάστασή τους μεγαλύτερο.

Σε επίπεδο εφαρμοσμένης πολιτικής η τεχνολογική επανάσταση που έχει ξεκινήσει, πρόκειται να επιφέρει στα επόμενα πέντε με δεκαπέντε χρόνια ταχύτατη βελτίωση στην παγκόσμια παραγωγικότητα, δημιουργώντας κατά περιόδους ακόμη και εκρηκτικούς ρυθμούς ανάπτυξης.

Ταυτόχρονα καθώς θα μεταφέρει όλο και μεγαλύτερο τμήμα της παραγωγής νέου πλούτου από την εργασία στο κεφάλαιο και από τις χώρες καταναλωτές της τεχνητής νοημοσύνης στις (ελάχιστες) χώρες παραγωγούς της τεχνητής νοημοσύνης, θα δημιουργεί πολλαπλές επιπτώσεις διεθνούς ανακατανομής οικονομικής ισχύος, πολύ βαριές κοινωνικές ανακατατάξεις και ένα όλο και μεγαλύτερο δημοσιονομικό κενό στις περισσότερες χώρες του πλανήτη και ιδίως στις χώρες με υψηλά επίπεδα ανάπτυξης που θα είναι καταναλωτές και όχι παραγωγοί των νέων τεχνολογιών.

Πώς θα συμβεί αυτό; Μα απλούστατα όταν η εργασία αντικαθίσταται από το κεφάλαιο, γιατί το κεφάλαιο γίνεται πιο παραγωγικό, τότε των άλλων πραγμάτων να μένουν τα ίδια (ceteris paribus), τα δημόσια έσοδα μειώνονται πολύ σημαντικά αφού ο φορολογικός συντελεστής της εργασίας (περιλαμβανομένων και των ασφαλιστικών εισφορών στα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης pay as you go, όπως το δικό μας) είναι πολύ μεγαλύτερος από τον φορολογικό συντελεστή του κεφαλαίου.

Ταυτόχρονα στις χώρες καταναλωτές των νέων τεχνολογιών – ιδίως τις αναπτυγμένες που έχουν υψηλά αμειβόμενες σε σχέση με τον διεθνή μέσο όρο θέσεις εργασίας – οι υπηρεσίες τεχνητής νοημοσύνης και τα προϊόντα αυτοματισμού θα εισάγονται κατά προτεραιότητα, στερώντας τα δημόσια οικονομικά τους και από τα έσοδα της φορολογίας του κεφαλαίου, αλλά και από τον ΦΠΑ που θα έφερνε η παροχή των υπηρεσιών αυτών από εγχώριες εταιρείες. Τέλος, η μείωση του μεριδίου της εργασίας θα επηρεάζει αρνητικά και την εγχώρια κατανάλωση, με πρόσθετες δευτερογενείς αρνητικές δημοσιονομικές επιπτώσεις.

Η πρόκληση αυτή αφορά κυρίως στην Ευρώπη και προπαντός τον Νότο της, όπου υπάρχει ταυτόχρονα υψηλή φορολογία της εργασίας, συστήματα κοινωνικής ασφάλισης pay as you go, μεγάλοι και ακριβοί δημόσιοι τομείς και υψηλά επίπεδα δημοσίου χρέους.

Η Ελλάδα, με το μεγάλο δημόσιο χρέος, τον – παρά τις μεγάλες βελτιώσεις των τελευταίων ετών – ακόμα αργοκίνητο (και για λόγους νομικούς) δημόσιο τομέα και με μία δομή προϋπολογισμού εργασιο-κεντρική, με πάνω από 40 δισ. έσοδα να προέρχονται από την εργασία, πρόκειται κατεξοχήν να επηρεαστεί δημοσιονομικά από την επερχόμενη τεχνολογική επανάσταση που φέρνει η τεχνητή νοημοσύνη.

Ολα αυτά μπορεί να φαίνεται ότι αφορούν κάποιο απώτερο μέλλον, είναι όμως σχεδόν μαθηματικώς βέβαιο ότι δεν είναι. Αφορούν στο ορατό και προσεγγίζον μέλλον, γιατί η τεχνητή νοημοσύνη είναι μία εκθετική διαδικασία και εξελίσσεται με τρομακτική ταχύτητα. Κανένας τομέας ανθρώπινης δραστηριότητας δεν θα μείνει ανεπηρέαστος.

Η βιαιότητα των εξελίξεων θα αιφνιδιάσει και τους διεθνείς οργανισμούς (που για δικούς τους λόγους στρουθοκαμηλίζουν και υποβαθμίζουν τόσο τις ευκαιρίες που διανοίγονται όσο και τους επερχόμενους κινδύνους) και τις μεγάλες επιχειρήσεις και προφανώς και τους απλούς εργαζόμενους, που θα έχουν και τις λιγότερες δυνατότητες αντίδρασης στις νέες εξελίξεις.

Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι οι χώρες που απειλούνται πρέπει, για να προστατεύσουν τη δημοσιονομική σταθερότητα και την κοινωνική συνοχή, να υιοθετήσουν επαναστατικές για τα δεδομένα τους πολιτικές και προπαντός πρέπει πάση θυσία να αποφύγουν να είναι απλοί παθητικοί καταναλωτές της τεχνητής νοημοσύνης και της αυτοματοποίησης.

Στην Ελλάδα, όπως και στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, η σχετική συζήτηση δεν έχει ανοίξει. Το ίδιο ισχύει και στην Ευρωπαϊκή Ενωση ως θεσμό, που στην περίπτωση αυτή έχει καταλυτικό ρόλο να επιτελέσει, καθώς πολλές από τις πολιτικές αντιμετώπισης αυτών των φαινομένων (κανονιστικές, δασμολογικές και δημοσιονομικές) δεν μπορούν να σχεδιαστούν από τις επί μέρους χώρες αν δεν υπάρξει το αντίστοιχο ευρωπαϊκό πλαίσιο και αν δεν αλλάξουν σε επίπεδο ΕΕ «ιεροί ως ινδικές αγελάδες» κανόνες και πολιτικές.

Το ίδιο ισχύει και στην Ελλάδα, όπου υπάρχει ακόμα βαθύς συντηρητισμός και μια αφελής πεποίθηση ότι παγιωμένες συνήθειες, συμφέροντα και νόμοι (περιλαμβανομένων και πολλών διατάξεων του Συντάγματος, αλλά και των ερμηνειών τους), θα επιβάλουν με κάποιον τρόπο το «δίκαιό τους» επί της νέας πραγματικότητας.

Ο κόσμος αλλάζει δομικά και πρέπει να προετοιμαστούμε. Και επειδή είμαστε από τους πιο ευάλωτους στις αλλαγές αυτές, πρέπει αυτή τη φορά εμείς να αναλάβουμε την πρωτοβουλία της προσαρμογής μας – αξιοποιώντας ταχύτατα τις μεγάλες ευκαιρίες και προετοιμαζόμενοι για τους ορατούς και προφανείς κινδύνους – και να μην περιμένουμε να προσαρμοστούμε εκ των υστέρων και με τρόπο τραυματικό.

Η χώρα διαθέτει και ικανό και ευέλικτο ανθρώπινο κεφάλαιο και πολίτική ωριμότητα του λαού της και μοναδική γεωγραφική και γεωπολιτική θέση, που δεν έχει ακόμα πλήρως εκμεταλλευτεί. Μπορεί να είναι από τους κερδισμένους της νέας εποχής.

Ο κύριος Θεόδωρος Σκυλακάκης είναι βουλευτής Επικρατείας της Νέας Δημοκρατίας.