Στα 51 χρόνια από την ίδρυση της Νέας Δημοκρατίας, το αποτύπωμα των πρωθυπουργών της πάνω στο Εκτελεστικό δεν είναι ούτε ενιαίο ούτε προβλέψιμο. Αυτό δεν πρέπει να μας εκπλήσσει. Το μοντέλο διακυβέρνησης είναι προϊόν της ιδιοσυγκρασίας του εκάστοτε ηγέτη, αλλά και της πολιτικής συγκυρίας. Αναπόφευκτα, αυτά μεταβάλλονται μέσα στον χρόνο.

Στον ιδρυτή της Νέας Δημοκρατίας, Κωνσταντίνο Καραμανλή, πρέπει να χρεωθεί το πρότυπο της «ηρωικής ηγεσίας» που σφράγισε λίγο-πολύ τον τρόπο λειτουργίας του Εκτελεστικού μέχρι την κρίση, δηλαδή ενός πολύ ισχυρού πρωθυπουργού (συνταγματικά παντοδύναμου μετά το 1986), ο οποίος όμως κατείχε θέση «ερημίτη», χωρίς τα κατάλληλα θεσμικά εργαλεία συντονισμού και εφαρμογής της κυβερνητικής πολιτικής.

Η δεσπόζουσα θέση του Καραμανλή τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης μπορεί να εξισορρόπησε αυτή την εγγενή αδυναμία, όμως το μοντέλο διακυβέρνησης παρέμεινε προ-νεωτερικό. Για τους δύο επόμενους κεντροδεξιούς πρωθυπουργούς, Γεώργιο Ράλλη και Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, η πολιτική συγκυρία ήταν πολύ διαφορετική.  Ειδικά για τον Μητσοτάκη η αρχική προσδοκία ενός πιο μοντέρνου και συνεργατικού στυλ διακυβέρνησης, έπεσε θύμα του ακραία παρεμβατικού του ενστίκτου αλλά και της μανίας των αντιπάλων του να διατηρήσουν τις εσωκομματικές τους βαρονίες. Το αποτέλεσμα ήταν η εκ των έσω κατάρρευση της κυβέρνησης.

Στην κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή οι εσωκομματικές βαρονίες μετουσιωθήκαν σε υπουργικά «άβατα» στο πλαίσιο ενός συλλογικού μοντέλου διακυβέρνησης στο οποίο όμως πρωθυπουργός δεν κυβερνούσε. Το τι ακολούθησε είναι γνωστό.

Την περίοδο της κρίσης το τοπίο ήταν πλέον πολύ διαφορετικό.

Η πρωθυπουργία Σαμαρά ήταν, από πλευράς διακυβέρνησης, μια επιστροφή στην «ηρωική ηγεσία», διανθισμένη με την αντιφατική φυσιογνωμία του τότε πρωθυπουργού. Ο υπερακτιβισμός του Σαμαρά έλυσε προβλήματα, αλλά η παλαιοκομματική του διάπλαση δεν ήταν δεκτική στις θεσμικές αλλαγές που χρειαζόταν η χώρα. Ο θάλαμος διακυβέρνησης που μας οδήγησε μέσα από τη μνημονιακή καταιγίδα ήταν φτιαγμένος από παλιά υλικά.

Οι κυβερνήσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη αποτελούν ίσως το πιο επιδραστικό, αλλά ταυτόχρονα αμφιλεγόμενο, αποτύπωμα της Κεντροδεξιάς στο ζήτημα αυτό.

Ο Μητσοτάκης ήταν ο πρώτος πρωθυπουργός που ανέδειξε θέματα διακυβέρνησης ως κεντρική προτεραιότητα. Ο πρώτος νόμος που εισήγαγε στη Βουλή ήταν αυτός για το λεγόμενο «επιτελικό κράτος». Ακολούθησαν θεσμικές καινοτομίες όπως η δημιουργία της Προεδρίας της Κυβέρνησης, αλλά και η επιλογή πολλών εξωκοινοβουλευτικών μελών στην κυβέρνησή του. Μερικοί από αυτούς αποτελούν τους στενότερους συνεργάτες του.  Σήμερα δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο κυβερνητικός πυρήνας έχει ενδυναμωθεί και με όρους θεσμικής ισχύος, αλλά και πολιτικής παντοδυναμίας του ίδιου του πρωθυπουργού. Εν τω μεταξύ, το εκκρεμές της ιστορίας μας οδηγεί αλλού.

Η συζήτηση περί «ενιαίου Εκτελεστικού» στις ΗΠΑ, απειλεί τις συνταγματικές διευθετήσεις διακοσίων χρόνων. Κοινή συνισταμένη όλων των αυταρχικών καθεστώτων ή των υβριδικών δημοκρατιών είναι ο πανίσχυρος κυβερνήτης-αρχηγός. Η Ελλάδα βέβαια δεν βρίσκεται σε αυτή την κατηγορία χωρών, αλλά η ισχυροποίηση του Εκτελεστικού τα τελευταία χρόνια, δεν έχει συνοδευτεί από πρωτοβουλίες προστασίας και ενίσχυσης άλλων βασικών πυλώνων της Πολιτείας μας, όπως η Βουλή, η Δικαιοσύνη και οι Ανεξάρτητες Αρχές. Σε ορισμένες περιπτώσεις έγιναν βήματα προς τα πίσω.

Πριν 51 χρόνια η ίδρυση της Νέας Δημοκρατίας έγινε πάνω συντρίμμια που άφησε πίσω της μία ανεξέλεγκτη δικτατορία.

Ο σημερινός πρωθυπουργός έχει επενδύσει πολλά στο προφίλ του αποτελεσματικού κυβερνήτη-μάνατζερ. Ταυτόχρονα όμως, οφείλει να μας υπενθυμίζει με τα λόγια και τις πράξεις του ότι επιτυχημένες δημοκρατίες χωρίς αυτοπεριορισμό και θεσμικά αντίβαρα δεν υπάρχουν.

Ο κύριος Δημήτρης Παπαδημητρίου είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ.